Thomas Pynchon - Η συλλογή των 49 στο σφυρί
Ταχυδρόμοι λοξών δρόμων, σελίδες πίσω από κάθε γωνία, αυτοκίνητες ζωές, γραφές γρίφων, α/πιθανότητες και φευγαλέες αλήθειες. Το δεύτερο βιβλίο του εξαφανισμένου συγγραφέα ξανά στις μπάρες. Του Λάμπρου Σκουζ.
1. Εμείς, οι μειονοτικοί βουλιμικοί. Είμαστε λοιπόν κι εμείς οι μειονοτικοί βουλιμικοί αναγνώστες του Τόμας Πύντσον, όχι επειδή αποτελεί μυθολογημένο πια συγγραφέα κυρίως λόγω της εξαφάνισής του από προσώπου ανθρώπων, ούτε για την σχεδόν χειροπιαστή αίσθηση που μας προκάλεσαν μερικά πληθωρικά και παράφορα βιβλία του (όχι ότι δεν μετρούσαν κι αυτά, τουλάχιστον στην αρχή της αναγνωστικής μας καριέρας), αλλά επειδή τα μυθιστορήματά του είναι εξουθενωτικά, με όλες αυτές τις εκατοντάδες ιστορίες που τα πλημμυρίζουν, κι ας τις αφήνει συχνά ανολοκλήρωτες ή ξεχασμένες, και με όλες αυτές τις ευρηματικές πλοκές, κι ας τις σφηνώνει έως και σε μια σελίδα, ενώ η καθεμιά τους θα αρκούσε για ραχοκοκαλιά άλλου μυθιστορήματος.
2. Εικονική αντίθεση. Κάπως πιο προσωπικά, με ηδονίζει η αντίθεση που πλημμυρίζει το έργο του: ενώ η γραφή του είναι κατάφορτη από την αμερικανική κουλτούρα της εικόνας, της διαφήμισης, του κενού έως πολύσημου λόγου και της τηλεοπτικής θέασης των πάντων, κοινώς, από ολόκληρο το παζλ της εξαίσιας και απωθητικής Άνω Αμερικής, ο ίδιος ακριβώς περιφρονεί οτιδήποτε έχει να κάνει με την δική του εικόνα και έχει εξαρχής ρίξει στα σκουπίδια την ιδέα ότι ο συγγραφέας οφείλει να φαίνεται και να περιφέρεται, και φυσικά να ταυτίζεται με το έργο του, ενίοτε και να απολογείται περί αυτού. Η όποια νοσηρή περιέργεια για «ζωντανή» παρουσία και «επικοινωνία» με το κοινό εδώ γελοιοποιείται πλήρως αλλά και αντιστρέφεται ειρωνικά καθώς ο συγγραφέας έγινε διάσημος αναχωρητής ακριβώς με την διαφύλαξη της ιδιωτικής του ζωής, ήρωας μιας μυθοπλασίας που έπλασε ερήμην του (ή και επίτηδες).
3. Η σελίδα πίσω από την γωνία. Αν οι πλοκές στα βιβλία των Πίντσον είναι ελλειπτικές και φυγόκεντρες, χωρίς την τυπική σειριακή λογική, αυτό γίνεται αδιάφορο όταν ο συγγραφέας μας φιλοδωρεί με αξέχαστες σελίδες και σε κάθε επόμενη σελίδα δεν γνωρίζεις τι σε περιμένει, αλλά χωρίς να αισθανθείς ότι κάποιος γράφει την εύκολη αυτόματη ή υπερρεαλιστική γραφή. Κατά τα άλλα, η προσωπική μου προτίμηση από τα πιο χαοτικά του είναι το Ενάντια στη μέρα και από τα λιγότερο χαοτικά του το Vineland, που θα παρουσιαστούν στο Πανδοχείο αργά ή γρήγορα (όταν η μέρα αποκτήσει μερικά εικοσιτετράωρα παραπάνω), αλλά εδώ στην Συλλογή των 49 στο σφυρί βρίσκεται ένας σπόρος ολόκληρου του έργου του και μια από τις αξιαγάπητες ηρωίδες του δικού μας ροκ εντ ρολλ.
4. Τότε που ήμασταν νέοι. Πώς γνώρισα τον Πύντσον; Ήταν τέλη της δεκαετίας του ’80 όταν το συγκεκριμένο βιβλίο ήταν ένα από τα δυο βιβλία που συζητιούνταν και υμνούνταν στους κύκλους των πιστών του τότε «σύγχρονου» και «ανεξάρτητου» ροκ - το άλλο ήταν Το Ζεν και η τέχνη της συντήρησης της μοτοσυκλέτας του Robert Pirsig (και δεν αναφέρομαι στους ιερωμένους/καθιερωμένους Καστανέντα, Έσσε, άντε και κανένα Λωτρεαμόν για τους Σκοτεινούς, και βέβαια τους Μπωντλαίρ/Ρεμπώ και έτερους «καταραμένους», που αποτελούσαν συνήθη άλλοθι για τους αδιάβαστους πιστούς του νέου ροκ). Τότε ήταν που έσπευσα να το πάρω, στην έκδοση των Ύψιλον (την αγόρασα, την δάνεισα, την έχασα, την ξαναγόρασα σε μια δεύτερη ανατύπωση), και την συζητούσαμε στις μπάρες του Romance και του Berlin, έκπληκτοι νεοσύλλεκτοι ενός κρυμμένου ιχνηλάτη.
5. «Προδίνουμε για να μείνουμε πιστοί». Το βιβλίο ήταν σε μετάφραση του Δημήτρη Δημηρούλη και η παλιά εκείνη έκδοση έχει πλέον εξαντληθεί. Ο μεταφραστής, όμως, ο πρώτος που τον εντόπισε και τον σύστησε στο ευρύ κοινό, αναδομεί την μετάφραση και την εμπλουτίζει με σημειώσεις και μια πολύτιμη εισαγωγή (που περιλαμβάνει και δυο παλαιότερα σχετικά κείμενα του στο περιοδικό Αντί) από την οποία προέρχεται και ο τίτλος του υπ’ αρ. 5 γραμματο-σήματος. Αυτός που προδίνει για να παραμείνει πιστός και παραχαράσσει για να φανεί γνήσιος, δεν είναι άλλος από τον μεταφραστή που ζει διαρκώς μέσα στο απατηλό κόσμο της μεταφοράς, της αναλογίας, της παραμόρφωσης και του κατοπτρισμού, όπως γράφει ο ίδιος στον πρόλογό του.
6. Από τα τάπερ στην περιπέτεια. Η Οιδίπα, μια «συνηθισμένη» νοικοκυρά που επιστρέφει από μια επίδειξη τάπερ (τα κλασικά tupperware!), μαθαίνει ότι χρίζεται εκτελέστρια της διαθήκης του πρώην εραστή της Πιρς Ινβεράριτι και να διαχειριστεί και μια συλλογή γραμματοσήμων που έχει αφήσει ο αποθανών, χιλιάδες μικρά πολύχρωμα παράθυρα μέσα σε μακρινούς ορίζοντες χώρου και χρόνου: σαβάνες γεμάτες αντιλόπες και γαζέλες, φρεγάδες πλέοντας δυτικά στο κενό, κεφάλια του Χίτλερ, ηλιοβασιλέματα, κέδροι του Λιβάνου… Πολύ ειδυλλιακά όλα αυτά, τι γίνεται όμως όταν τα γραμματόσημα που πρόκειται να δημοπρατηθούν ως πολύτιμο μέρος της διαθήκης αποτελούν απαραίτητα «εξαρτήματα» ενός αδιανόητου ευρήματος; Σε κάθε περίπτωση πρέπει να ταξιδέψει για να καταγράψει την περιουσία και να προβεί στις ενδεδειγμένες ενέργειες.
7. Αυτοκίνητες ζωές. Ο σύντροφός της, ένας dj με κρίση συνείδησης, έχει καθοριστεί από το προηγούμενο επάγγελμά του που ήταν πωλητής μεταχειρισμένων αυτοκινήτων καθώς έβλεπε αναρίθμητους πελάτες να φέρνουν για την μάντρα του φρικαλέα σαράβαλα, μηχανοκίνητες μεταλλικές προεκτάσεις του εαυτού τους και των οικογενειών τους, όπου έβλεπες τι πράγματι απόμεινε απ’ αυτές τις ζωές… καρφιτσωμένα κουπόνια για σκόντο πέντε ή δέκα σετνς, δελτία εκπτώσεων, ροζ φυλλάδια που διαφήμιζαν χαμηλές τιμές στα καταστήματα, αποτσίγαρα, χτένες με σπασμένα δόντια, αγγελίες για οικιακές βοηθούς, κομμένες σελίδες από Χρυσό Οδηγό, κουρέλια από παλιά εσώρουχα ή φορέματα που είχαν ήδη περάσει στην ιστορία […] κάθε είδους πράγματα καλυμμένα ομοιόμορφα, σα μια σαλάτα απελπισίας, με γκρίζα σάλτσα από τέφρα, συμπυκνωμένο καυσαέριο, σκόνη, σωματικά εκκρίματα…. και αδυνατεί να δεχτεί ότι κάθε ιδιοκτήτης ερχόταν, ο ένας πίσω από τον άλλον, μόνο και μόνο για ν’ ανταλλάξει μια στραπατσαρισμένη, χαλασμένη εκδοχή του εαυτού του για μια άλλη, εξίσου χωρίς μέλλον, αυτοκίνητη προβολή της ζωής κάποιου άλλου.
8. Στον δρόμο / Προς Άγιο Νάρκισσο! Κάθε φορά η ίδια έξαψη: όταν οι ήρωες μπαίνουν στο αυτοκίνητο και φεύγουν. Σχεδόν βλέπω την Οιδίπα να φεύγει για το Σαν Ναρκίσο, κοντά στο Λος Άντζελες, να μπαίνει Κυριακή με νοικιασμένο Ιμπάλα και με την Σεβρολέτα να κυλάει σε μια γειτονιά με μάντρες αυτοκινήτων, ενεχυροδανειστήρια, χώρους εμφιάλωσης φωταερίου, ντράιβ ιν, κτήρια και εργοστάσια που οι αριθμοί περνάνε από το εβδομήντα στο ογδόντα χιλιάδες, δυο μεγάλους διακοσμητικούς πυραύλους του τμήματος Γαλακτρονικής μιας μεγάλης αεροναυπηγικής βιομηχανίας, τσιμεντένια γραφεία διανομής μηχανών, αποθήκες, χώρους στάθμευσης για καμιόνια. Πρόλαβα και να την δω να μπαίνει σ’ ένα μοτέλ «επειδή η ακινησία και οι τέσσερις τοίχοι κάποια στιγμή είναι προτιμότερα από την ψευδαίσθηση της ταχύτητας, της ελευθερίας και του ξετυλιγμένου τοπίου».
9. Δορυφόροι της Οιδίπας. Ο ψυχοθεραπευτής Δρ Χιλάριους, στο δημοτικό νοσοκομείο δεινός ερευνητής των παρενεργειών του LSD-25, της μεσκαλίνης, της ψιλοκυβίνης και άλλων ψυχοδηλωτικών σε ένα μεγάλο δείγμα από οικοκυρές των προαστίων και τοποτηρητής ομαδικών ψυχοθεραπειών σε γκαράζ, επιθυμεί να είναι σε συνεχή επικοινωνία μαζί της, γιατί ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται. Ένας έφηβος μουσικός με το συγκρότημα του οι Παρανοϊκοί. Ο δικηγόρος της Μέτζγκερ που έψαξε όλη την σειρά των μοτέλ για να την βρει επειδή την ποθεί διακαώς.
10. Σχεδόν επί της οθόνης. Στο μοτέλ αυτό, άλλωστε, διαδραματίζονται δυο από τις πλέον κινηματογραφικές σκηνές του βιβλίου. Καθώς η Οιδίπα χώνεται στην τουαλέτα και βάζει όσα περισσότερα ρούχα μπορεί, για να εμποδίσει τον εαυτό της να παρασυρθεί από τον Μέτζγκερ, το μπουκάλι της λακ πέφτει στο πάτωμα και γυρίζει σαν αφιονισμένα μέσα στο μπάνια, εκτοξεύοντας παντού το περιεχόμενό του. Τα χημικά βεγγαλικά προφανώς γιορτάζουν αυτό που θα ακολουθήσει. Και όταν τελειώσει αυτό που ακολούθησε, ο οργασμός της συμπίπτει με το σβήσιμο όλων των φώτων του μοτέλ και φυσικά της τηλεόρασης, επειδή οι Παρανοϊκοί για να κάνουν πρόβα έξω πήραν όλες τις διαθέσιμες πρίζες του μοτέλ και τράβηξαν καλώδια μέχρι τον κήπο.
11. Καπνίζοντας νεκρούς. Γνωστό το εύρημα της ανακάλυψης ενός άλλου εαυτού κάποιου αποθανόντος, και γενικώς με τις βρώμικες δουλειές του νεκρού, όμως ποιος θα φανταζόταν τις ανασκαφές του σε παλιά νεκροταφεία ώστε να δοκιμαστούν οστά στην πρώτη δοκιμαστική κατασκευή φίλτρου για τσιγάρα κατά την δεκαετία του 1950, συνεπώς ότι πλείστοι κάπνισαν πεθαμένους μια εποχή;
12. Οι ταχυδρόμοι των λοξών δρόμων. Αλλά αυτό δεν είναι τίποτα μπροστά στην μέγιστη αποκάλυψη που αρχίζει να ξεδιπλώνεται: την ύπαρξη ενός κρυφού ταχυδρομικού δικτύου που κρατά από το 1300 και που επιβιώνει μέχρι σήμερα στην Καλιφόρνια, λειτουργώντας ως κανάλι επικοινωνίας για μέλη με ιδιαίτερες επιστημονικές και σεξουαλικές πεποιθήσεις, απόκληρους του συστήματος, περιθωριακούς μιας αδιευκρίνιστης υποκουλτούρας, αποτυχημένους αυτόχειρες και Ιναμοράτι Ανώνυμους («κάποιοι που αγαπούν – ο χειρότερος εθισμός απ’ όλους») . Μια τρομερή ιδέα που αυτός ο «πρώιμος» Πύντσον δεν επεκτείνει σε ογκώδες μυθιστόρημα – ενώ κάλλιστα θα μπορούσε – γιατί οι ήρωές του βρίσκονται ήδη στην επόμενη κίνηση.
13. Οι γραφές των γρίφων. Έτσι η Οιδίπα κολυμπάει στα αχαρτογράφητα νερά γρίφων, πληροφοριών, συμβόλων, φράσεων και κρυπτογραφημάτων που χρησιμοποιούν χρήστες που ανταλλάσσουν ισόποσες πληροφορίες μεταξύ τους και ασκούν «μια υπολογισμένη παραίτηση από την ζωή της Πολιτείας και τον μηχανισμό της, και αφού δεν μπορούσαν να αποσυρθούν σ’ ένα κενό, έπρεπε να υπάρχει ένας ξεχωριστός, άγνωστος κόσμος». Καθώς, μάλιστα, αναζητά σε παλαιοπωλεία σημειώσεις με μολύβι στα περιθώρια σελίδων που οδηγούν σε άλλα βιβλία ή κρυπτικά νοήματα, είναι αδύνατο να μην χαμογελάσει κανείς με τον σχετικό pop μπορχεσιανό χρωματισμό. Και φυσικά με όλο αυτό το αθέατο ταχυδρομείο δεν μπορεί κανείς να μη θυμηθεί το επίγονο The Great and Secret Show του Clive Barker!
14. Η Οιδίπα στους τόπους. Από τις βιβλιοθήκες του Μπέρκλεϊ και τις αποθήκες του Όκλαντ μέχρι ένα μπαρ που παίζει αποκλειστικά ηλεκτρονική μουσική και έρχονται να αυτοσχεδιάσουν απ’ όλη την Αμερική, από την έκθεση της Ισπανίδας εξόριστης Ρεμέντιος Βάρο (τα πολύσημα έργα της οποίας φαίνεται πως εξέπληξαν τον ίδιο τον συγγραφέα) μέχρι την σκοτεινή βιτρίνα ενός βοτανοπωλείου σε μια κινεζική γειτονιά, η Οιδίπα αναζητά ανθρώπους που μπορεί να γνωρίζουν ή σήματα που μπορεί να την οδηγήσουν. Περιπλανιέται με λεωφορεία ή με τα πόδια σε πολυκατοικίες με δαιδαλώδεις διαδρόμους, σε ανήλιαγες, τσιμεντένιες υποστυλώσεις των μεγάλων λεωφόρων, σε πάρκα-νεκροταφεία, όπου στον ίδιο χώρο ενσωματώνονται οι δυο ιδιότητες ώστε να συμφιλιώνεται κανείς με τον θάνατο, ελπίζοντας να εντοπίσει μυστικά γραμματοκιβώτια που μπορεί να την επιβεβαιώσουν.
15. Το αδύνατον. Υπάρχουν δυο εξουθενωτικές ιστορίες μέσα στην ιστορία: η αφήγηση μιας τηλεοπτικής σειράς όπου συμμετείχε μικρός ο Μέτζγκερ και τώρα παίζει η TV του μοτέλ και η περιγραφή ενός παλαιού θεατρικού έργου που υποκρύπτει πολύτιμες ενδείξεις για το μυστικό Δίκτυο, επίτηδες, να μας ζαλίσουν για να γίνει ένα πρώτο ξεδιάλεγμα αναγνωστών. Όμως δεν γίνεται να απολαμβάνει κανείς τα χαοτικά λογύδρια του William Barroughs, την μεταμοντέρνα σύνδεση όλων με όλα του Malcolm Bradbury, τα δυστοπικά ενδεχόμενα του Philip Dick, τις χαοτικές σαπουνόπερες του Kurt Vonnegut και τις ατέλειωτες περιπλανήσεις του Jack Kerouac και να φοβάται να αναμετρηθεί με το πυντσονικό σύμπαν. Απλά δεν γίνεται.
16. Έξω στην άβυσσο; Στον διάχυτο αναβρασμό του Μπέρκλεϊ το 1966, εκείνη που ένιωθε ανίκανη να συμμετέχει σε διαδηλώσεις και καταλήψεις, τώρα αισθάνεται ικανή να φτάσει ως την άκρη του κόσμου μέχρι το τέλος μιας αναζήτησης που γίνεται ολοένα και πιο προσωπική. Αλλά τι επιλογές έχει η Οιδίπα τώρα αισθάνεται «σαν μια κυματίζουσα κουρτίνα σ’ ένα πολύ ψηλό παράθυρο, πηγαίνοντας προς τα πάνω και μετά έξω στην άβυσσο»; Να συνεχίσει να ψάχνει, να πηγαίνει μακρύτερα και βαθύτερα; Να πειστεί ότι τίποτε δεν συμβαίνει και δεν μπορεί να είναι αληθινό και να αφήσει τα υπόλοιπα στον ψυχαναλυτή της; Να αποδεχτεί ότι πρόκειται για μια προσωπική ψύχωση; Να υπολογίσει το ενδεχόμενο να πρόκειται για μια φάρσα του πρώην ζωντανού συζύγου; Να μην σταματήσει αν δεν καταλήξει στην λύση του γρίφου;
17. Αυτό ήταν; Εδώ δεν είναι ταινία ώστε να έχουμε τέλος, ούτε τραγωδία που λήγει με κάθαρση, ούτε μυθιστόρημα παλαιών αρχών που στις τελευταίες σελίδες επιφυλάσσει την ολοκλήρωση του μύθου. Είναι δυνατόν ο συγγραφέας να τελειώσει λέγοντας: α, τελικά αυτοί ήταν, μπράβο Οιδίπα, τους βρήκες; Όταν η πραγματικότητα γίνεται όλο και πιο πολύπλοκη και ο λόγος όλο και πιο αμφίσημος, όταν οι πληροφορίες εναλλάσσονται και συγκρούονται με ταχύτητα φωτός, πως διανοείται κανείς να βρει μιας οριστική απάντηση; Ούτως ή άλλως, τα φαντασιακά μυθιστορήματα περί δικτύων επικοινωνίας, οι πλοκές συνωμοσίας και μυστικών εταιρειών και η προγενέστερη επιστημονική «φαντασία» με τις τεχνητές διάνοιες (όπως ο Μάξγουελ εδώ), που σίγουρα διαμόρφωσαν την γραφή του Πύντσον, εδώ μοιάζουν ξεπερασμένα.
18. Α/πιθανότητες. Ίσως αυτοί οι Ταχυδρόμοι φρόντισαν για μια «μυστική αφθονία και κρυμμένη πυκνότητα ονείρου για ορισμένους που αφήνουν τα ψεύδη και τις κοινοτοπίες για το επίσημο κυβερνητικό σύστημα» ή για μια απλή εναλλακτική λύση στο αδιέξοδο της πλήξης εκατομμυρίων αμερικανών. Ίσως, πάλι, έγιναν οι ίδιοι ένα ζωντανό ναρκωτικό των παραισθήσεων.
19. Η φευγαλέα αλήθεια. Η Οιδίπα αναρωτήθηκε αν στο τέλος όλων αυτών (αν ποτέ τελείωναν) δε θα έμενε κι αυτή μόνο με διάφορες αναμνήσεις από ίχνη, αναγγελίες, υπαινιγμούς, και ποτέ με την ίδια την κεντρική αλήθεια, που πρέπει κάθε φορά να είναι τόσο φωτεινή ώστε η μνήμη της δεν μπορεί να την κρατήσει· που πρέπει πάντοτε να φλέγεται καταστρέφοντας ανέκκλητα το ίδιο της το μήνυμα, αφήνοντας ένα ιδιαίτερα εκτεθειμένο κενό όταν ο κανονικός κόσμος επιστρέφει. [σ. 165]
Εκδ. Gutenberg, 2017, μτφ. Δημήτρης Δημηρούλης, σελ. 281 [The Crying of Lot 49, 1966]. Περιλαμβάνεται δισέλιδη «ενδεικτική βιβλιογραφία», με τα έργα του Thomas Pynchon που έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά και επιλογή κριτικών μελετών.