David Park – Ταξιδεύοντας σε ξένη γη
Οδηγώντας μπροστά (για ένα αγαπημένο πρόσωπο), πίσω (στον χρόνο), βαθιά (στην συνείδηση). Του Λάμπρου Σκουζ.
Μπορείς να βασανίζεις τον εαυτό σου σκεπτόμενος υπερβολικά τον ρόλο της μοίρας ή της σύμπτωσης στη διαμόρφωση της ρότας της ζωής σου, αλλά δεν νομίζω ότι έχεις να κερδίσεις κάτι απ’ αυτό πέρα από εμμονές για δρόμους που δεν πήρες και νυχτερινά πλοία που έχασες. [σ. 110].
1. Λευκή, διανοητική πλοήγηση. Γνωρίζω καλά την συνθήκη στην οποία καταρχήν βρίσκεται ο ήρωας του εν λόγω μυθιστορήματος και υποθέτω δεν είμαι ο μόνος. Η μοναχική οδήγηση σε αυτοκινητόδρομο ή έστω μεγάλο δρόμο εκτός πόλης αποτελεί την μόνη ευκαιρία για σκέψη και περισυλλογή, πόσο μάλλον όταν πρόκειται για έναν πολυδιασπασμένο χαρακτήρα. Όταν δε το τοπίο δεν χαρακτηρίζεται από εναλλαγές από την λευκή μονοτονία του χιονισμένων δρόμων, τότε συνοδηγός γίνεται ο ίδιος ο εαυτός και η συνομιλία δεν εκκινεί μόνο από εμένα αλλά και από αυτόν. Υπήρξαν φορές στην ζωή μου που έπρεπε να βγω σε αυτοκινητόδρομο για να βάλω σε σειρά σκέψεις, αποφάσεις, διλήμματα, οτιδήποτε παράγεται από έναν φορτωμένο εγκέφαλο. Βέβαια ο κεντρικός ήρωας εδώ έχει και δυο πόλους που πρέπει να συμπεριλάβει στην διανοητική του διαδρομή. Ο ένας αποτελεί την μεγαλύτερη πίεση που θα μπορούσε να τύχει σε γονέα: Τρεις μέρες πριν τα Χριστούγεννα, πρέπει να πάει από το Μπέλφαστ ως το Σάντερλαντ για να πάρει τον γιό του, που συν τοις άλλοις ασθενεί με συμπτώματα που παραπέμπουν σε ασθένειες πολύ βαρύτερες από την γρίπη, καθώς η οδική οδός είναι η μόνη διαθέσιμη στις παρούσες καιρικές συνθήκες μιας άνευ προηγουμένου χιονόπτωσης, με την χώρα σε κατάψυξη και τα αεροδρόμια κλειστά. Ο δεύτερος δεν είναι παρά η ίδια η ανασφαλής οδήγηση στην λευκή ερημιά όπου τα πάντα μπορούν να συμβούν και βέβαια «η σχέση μεταξύ χρόνου και απόστασης τώρα μοιάζει εντελώς αποσυντονισμένη».
2. Κατακλυσμικός κατάλογος. Και ποιες άλλες «εκκρεμότητες» έχει να τακτοποιήσει ο αφηγητής οδηγός; Πρόκειται για την ίδια του την ζωή: ο φωτογράφος εαυτός του και τι περιμένει το επάγγελμά του, αυτοί που έχει αφήσει πίσω και ο τρόπος που συνδέεται μαζί τους (την γυναίκα του Λόρνα, την κόρη του Λίλλυ), και στο βάθος του ψυχισμού αλλά πάντα στην επιφάνεια της σκέψης του, εκείνος που έχει φύγει οριστικά, ο μεγάλος του γιος Ντάνιελ, τον σύντομο βίο του οποίου μαθαίνουμε σταδιακά. Θα μπορούσε να αποτραπεί η απώλειά του, όταν πρόκειται για έναν ναρκομανή που δεν ήθελε να σωθεί; Δύσκολο το εγχείρημα της οργάνωσης όλων αυτών των κατακλυσμικών αναρωτήσεων, πόσο μάλλον όταν είναι γνωστές οι ελικοειδείς διαδρομές της σκέψης, που κάνει τα πάντα για να σε στείλει σε παρακαμπτήριους και παραδρόμους, και ακόμα, όταν πανταχού παρούσα βρίσκεται η αίσθηση μιας χρόνιας ψυχικής εξάντλησης, σε σημείο να «ανησυχεί μην παραδοθεί στο κάλεσμα της παγωμένης γης που του φωνάζει ν’ ακολουθήσει την εξάντλησή του και να αναπαύσει το κεφάλι του στο μαλακό μαξιλάρι του χιονιού». Τουλάχιστον υπάρχει η συντροφιά της γυναίκας που ακούγεται στο GPS, και αναπτύσσεται τέλος πάντων κάποιο είδος σχέσης, θυμίζοντας μας το εξαιρετικό δίδυμο του οδηγού και μιας ανάλογης φωνής στο βιβλίο του Τζόναθαν Κόου – Η ιδιωτική ζωή του Μάξουελ Σιμ
3. Στον δρόμο. Γνώριμες καταστάσεις διαβασμένες στο χαρτί παίρνουν μια άλλη χροιά. Η συνεχής ανακοίνωση στο ραδιόφωνο ότι πρέπει να αποφεύγονται οι άσκοπες μετακινήσεις, εκπλήσσει τον ήρωα όπως και εμάς. Αν βρίσκεται κανείς στους δρόμους σε τέτοιες συνθήκες δεν σημαίνει πως υπάρχει κάποιος σκοπός; Δεν υπάρχει λιγότερο άσκοπη μετακίνηση από τούτη, πληροφορεί τον εκφωνητή, απ’ το να φέρεις τον ασθενή γιο σου στο σπίτι για τα Χριστούγεννα. Στο λιμάνι μοιάζει απίθανο να χωρέσουνε στο καράβι όλα τα σταθμευμένα φορτηγά. Μπροστά στο καθημερινό τελετουργικό του εμπορίου νοιώθει παρείσακτος περιμένοντας στην ουρά. Μέσα στο καράβι με τα ηχογραφημένα κάλαντα, το προσωπικό τον χαιρετάει σα να έχει μόλις μπει σε κάποιο ξενοδοχείο. Τα Χριστούγεννα στον δρόμο ίσως είναι απλώς μερικές εικόνες. H γυναίκα στο ταμείο του βενζινάδικου φοράει κέρατα ταράνδου που αναβοσβήνουν. Στο πάρκινγκ όπου ένα βαν θρέφει τους φορτηγατζήδες και ο ιδιοκτήτης κοιτάζει τα κέρματα σα να είναι πλαστά, και η ταμειακή μηχανή έχει ένα πλαστικό σημαιάκι με ευχές που μετράει ήδη χρόνια χρήσης. Πόσοι άλλοι άνθρωποι δεν είναι κλεισμένοι στα τείχη των προκαθορισμένων εορταστικών προσδοκιών που ποτέ δεν ικανοποιούνται; Και όπως συμβαίνει με τους ταξιδιώτες παντός είδους, τα προσωπικά μοιράζονται πολύ ευκολότερα: Καθώς πιάνει κουβέντα με την διπλανή του και της λέει ότι ταξιδεύει τόσο μακριά για να πάρει τον γιό του, σκέφτεται: Το έχω πει ήδη στη γυναίκα που τσέκαρε το εισιτήριό μου στο περίπτερο του γκαράζ. Ίσως αυτό να με κάνει να νιώθω καλά, το γεγονός ότι κάνω κάτι ελαφρά ηρωικό, και ως κάποιος που περνάει τη ζωή του τραβώντας φωτογραφίες πραγμάτων που δεν τον ενδιαφέρουν και τόσο, δεν έχω και τόσες ευκαιρίες να νιώσω ήρωας. [σ. 35]
4. Λευκή συμφωνία. Όλη η χώρα είναι παγωμένη σε βαθιά ακινησία. Οι παράδρομοι είναι αποκλεισμένοι και μερικοί με μόνο ένα στενό μονοπάτι ν’ ανοίγεται μέσα στο χιόνι, μοιάζουν σαν μια γαμήλια τούρτα που της λείπουν κομμάτια. Απαιτείται προσοχή μην τυφλωθείς από την έντονη φωτεινότητα του λευκού. Το μάτι ξεχωρίζει κάποια απόμερα σπίτια όπου καίει ένα μοναδικό φως. Κάπου μακριά τα φώτα της σειρήνας (ο πόνος κάποιου άλλου, η απώλεια κάποιου άλλου) υπενθυμίζουν τις άλλες παρουσίες στον δρόμο. Το χιόνι από την μία μοιάζει να ομογενοποιεί τον κόσμο και από την άλλη αποκρύπτει τα πάντα αλλά το εσωτερικό τοπίο πρέπει να ανασκαφτεί για να μην μείνουν καλυμμένα για άλλη μια φορά αυτά που βρίσκονται στο βάθος. Μέσα στο παγωμένο αμάξι οι λέξεις δεν έχουν πού να πάνε κι έτσι αιωρούνται, ώσπου παγώνουνε στη σιωπή.
5. Οδική Δισκογραφία. Η μουσική που έπαιζε σημαντικό ρόλο στο σπίτι του και η απουσία της τους προηγούμενους μήνες υπήρξε αδιάψευστο δείγμα ζόφου, τώρα στην απομόνωση του αυτοκινήτου μπορεί επιτέλους να ακουστεί. The National, Neil Young, Great Lake Swimmers. Όταν το μυαλό μοιάζει να κολλάει, μπαίνει το Snow in San Anselmo του Βαν Μόρισον, στο οποίο προσπαθεί να το τοποθετήσει τον εαυτό του μέσα στις διάφορες σκηνές της ιστορίας, με την γκαρσόνα να του λέει ότι χιονίζει για πρώτη φορά εδώ και τριάντα χρόνια, το μαγαζί για τηγανίτες που λειτουργεί όλο το εικοσιτετράωρο, τον τρελό που πάει γυρεύοντας για καβγά. Στις πιο εντατικές στιγμές επιστρατεύεται ο Robert Wyatt. Η μουσική άλλωστε, και ιδίως η διαφορά απόψεων περί τους Smiths αποτελεί κι ένα πεδίο συνομιλίας με τον μικρό του γιο, προτού έρθει η σιωπή.
6. Πατρική οδήγηση. Όπως είναι επόμενο οι προβληματισμοί για την ιδιότητα και την συμπεριφορά του πατέρα διεκδικούν μέγιστο μερίδιο σκέψης. Γίνεται ν’ αγαπάς σωστά το παιδί σου και να το βοηθάς σε ό,τι χρειάζεται δίχως παράλληλα να το ζαλίζεις. Σκέφτεται πως αν μπορούσε να κάνει μια ερώτηση σε κάθε γιό του αυτή θα ήταν τι συμβαίνει μέσα στο κεφάλι του – κάτι που ξέρει πως δεν θα μάθει ποτέ. Διαπιστώνει πως ένα από τα παράδοξα του να είσαι γονιός είναι ότι τις περισσότερες φορές είναι καλύτερο ν’ αφήνεις χώρο και δεν υπάρχει πιο σίγουρος τρόπος ν’ απομακρύνεις τα παιδιά σου απ’ το να προσπαθήσεις να τα κρατήσεις κοντά σου σφιχτά, στο κεντρομόλο βαρυτικό σου πεδίο. Μάλλον ειρωνεύεται το καινούργιο παιδαγωγικό πνεύμα που αποθαρρύνει τον ανταγωνισμό και δίνει μετάλλια σε όλους. Και τελικά πέρασε τόσα μέχρι να καταλήξει στο συμπέρασμα πως η ίδια η ζωή είναι αυτή που μεγαλώνει τα παιδιά. Η πατρότητα βέβαια ανακινεί μνήμες από τον πατέρα του πατέρα κι έτσι τώρα επανέρχονται πολλές, από την εξαίσια ανάμνηση όταν βρίσκονταν ψηλά σε μια σκαλωσιά και δούλευαν τα αετώματα μέχρι την στιγμή που η απόστασή του μεγάλωσε δραματικά και δεν υπήρχε επιστροφή. Κι έτσι απότομα συνειδητοποιώ πως η βιολογία και τα γονίδια δεν εγκαθιδρύουν καμία σύνδεση στην ουσία και πως εκείνο που τελικά επιβιώνει είναι μονάχα ό,τι έχει φτιαχτεί με τούτα τα ίδια χέρια που γραπώνουν το τιμόνι, κι όχι απλά ένα όνομα σε κάποιο πιστοποιητικό γεννήσεως [σ. 60-61]
7. Μετάβαση. Και ξαφνικά τα πάντα μοιάζουν παράξενα έντονα καθώς το παρόν γλιστράει σ’ εκείνο το σιωπηλό μέρος όπου η μνήμη και η συνείδηση εισχωρούν η μία στην άλλη δημιουργώντας κάτι καινούργιο. Έτσι λοιπόν, για λίγα δευτερόλεπτα έχω συναίσθηση όλων των άλλων ανθρώπων που έκαναν τούτο το ίδιο ταξίδι, και ο επιβάτες ολόγυρά μου αντικαθίστανται από ένα σιωπηλό κολάζ θολών φυσιογνωμιών που έχουν κάνει το πέρασμα παλιότερα, πολλοί από κείνους αναζητώντας μια νέα ζωή σε πόλεις που έλπιζαν να τους προσφέρουν ένα καλύτερο μέλλον. Κι επίσης γυναικών που κουβαλούσαν τη θλίψη μέσα στη μήτρα τους και που υποχρεώνονταν ν’ αναζητήσουν βοήθεια μακριά από τις οικογένειες και την πατρίδα τους [σ. 38-39]
8. Φωτογραφήματα. Ο αφηγητής φωτογράφος θυμάται στιγμές τις οποίες φωτογράφισε προτού γίνουν κομμάτια, φωτογραφίες στις οποίες καθυστέρησε να πατήσει το κουμπί γιατί δεν ήθελε να τελειώσει η στιγμή, αλλά να παραταθεί η ευτυχία του ειδώλου και η υπερηφάνεια του φωτογράφου. Ο φωτογράφος πρέπει να έχει και να κρατάει μέσα του κάτι από τη δεκτικότητα του παιδιού που βλέπει τον κόσμο για πρώτη φορά ή του ταξιδιώτη που μπαίνει σε μια άγνωστη γη, όπως έγραψε κάποτε ο Bill Brandt και χρησιμοποιεί ως μόττο ο συγγραφέας. Οι επιβάτες του φέρρυ χρησιμοποιούν την φωτογραφική μηχανή των κινητών, την τεχνολογία που θα σκοτώσει το επάγγελμά του, για να βγάλουν σέλφι σκέφτεται πως αυτού του είδους η αυτό-απαθανάτιση συνήθως δεν έχει κανέναν στοιχείο από εκείνα που συνιστούν μια καλή φωτογραφία - αυτή που προέρχεται από συνειδητές, δημιουργικές αποφάσεις και μια ιδιαίτερη οπτική γωνία.
9. Παρεμβάσεις/Παρεκβάσεις. Γεγονότα και σκέψεις συνεχίζουν να επιβραδύνουν την κάθοδο του οδηγού στο μέγιστο βάσανο της ζωής του. Ένα από τα πρώτα, είναι η διάσωση μιας γυναίκες που γλίστρησε σε μια πλαγιά με δέντρα. Σελίδες λίγες αλλά πυκνές, ρεαλιστικές και ανθρώπινες. Σε μια από τις δεύτερες, κυριαρχεί η παρουσία ενός πρώην εραστή της συζύγου του, που συνεχίζει να την ενοχλεί με βίαια και απειλητικά τηλεφωνήματα, η αόρατη παρουσία του, η χειροπιαστή ζήλεια, η αίσθηση πως υπάρχει πάνω τους μια κηλίδα από την οποία δεν μπορούν να απαλλαγούν, η αργή ζύμωση του μίσους και οι σκέψεις για εκδίκηση (και πώς ο «πολιτισμένος» άνθρωπος μπορεί να διολισθήσει στην παρανομία), η αποδοχή της κατάσταση ως μέρους της πολυπλοκότητας της ζωής, η παραδοχή πως δεν έχει κανένα δικαίωμα ιδιοκτησίας στις αναμνήσεις της Λόρνα.
10. Βαθιά εντός. Η σταδιακή καταβύθιση του πατέρα στην ιστορία του γιου του είναι ταυτόχρονα σπαρακτική και ψύχραιμη, αν είναι ποτέ δυνατόν κάτι τέτοιο. Οι πρώτες ενδείξεις, οι εξαφανίσεις πραγμάτων από το σπίτι, η πόρτα που δεν κλείδωνε το βράδυ γιατί πάντα τον περίμεναν, η απομάκρυνσή του, οι εξαφανίσεις του, η πικρή συνειδητοποίηση ότι ο Ντάνιελ πρέπει να ζητήσει μόνος του βοήθεια και αυτό δεν πρόκειται να συμβεί, οι σκληρές στιγμές όταν ζητούσε χρήματα κι αυτός αρνούνταν να του τα δώσει. Όταν αρνείσαι να δώσεις τα χρήματα που θέλει ο γιος του τον βοηθάς ή τον στέλνεις περισσότερο στα σκοτάδια; Κοιτώντας το παρελθόν μπαίνεις στον πειρασμό να ανασχηματίσεις τα πράγματα ώστε να δείχνεις καλύτερος και σκέφτεσαι πως ό,τι κι αν έκανες, το έκανες νομίζοντας πως ήταν το σωστό. Ποιος σου εγγυάται όμως πως δεν θα σκεφτείς τόσες άλλες εναλλακτικές ιδίως όταν τα πράγματα δεν πήγαν καλά;
11. «Μοτίβο στο χάος». Η μνήμη δεν μένει τακτοποιημένη και χρονολογική, σαν τις φωτογραφίες που τράβηξε καθώς ο Ντάνιελ μεγάλωνε αλλά αντίθετα πηδάει μπρος πίσω, με κατοπινά γεγονότα να σηματοδοτούνται από προγενέστερα, και αγωνίζεται να επιβάλει «ένα μοτίβο στο χάος». Το ζευγάρι ανταλλάσσει μεταξύ του συγκεκριμένες φράσεις σαν απομνημονευμένο σενάριο που λειτουργεί σαν σωστικό σκοινί και τους εμποδίζει να βουλιάξουν, όμως υπάρχουν και στιγμές που δεν αρκεί και βυθίζονται σ’ ένα τελετουργικό ανταγωνιστικής αυτοκατηγορίας. Τυχεροί όσοι μπορούν να ελιχθούν εν μέσω των μεγάλων γεγονότων της ζωής, που συνήθως αντιστοιχούν σε κάποιου είδους απώλεια, αντλώντας κουράγια από την ανακούφιση της πίστης. Αυτός δεν διαθέτει ούτε αυτό το αποκούμπι.
12. Τερματισμός / Αφετηρία. Όσο προχωράει το βιβλίο, ο αφηγητής εκφράζει με ολοένα και ασθματικό τρόπο την εναλλαγή παρόντος και παρελθόντος μέχρι το σημείο που περιμένει την στιγμή που σίγουρα δεν είναι δυνατόν να φωτογραφηθεί αλλά που θα καταλαγιάσει έστω και για το απώτερο παρόν την βασανιστική σύμπλεξη του τότε και του τώρα: την στιγμή που η γυναικεία φωνή του GPS θα του βεβαιώσει ότι έφτασε στον προορισμό του. Πρόκειται για τερματισμό ή για μια νέα αφετηρία;
13. Οι αδέσποτες και ελεύθερες ιστορίες. Ο συγγραφέας έγραψε βιβλία για τα χρόνια των Ταραχών [Troubles], όρος που κάλυψε την κατάσταση της αντιπαράθεσης μεταξύ των δυο κοινοτήτων της Βόρειας Ιρλανδίας, Προτεσταντών και Καθολικών, καθώς και τον ανταρτοπόλεμο των τελευταίων με τις βρετανικές δυνάμεις ασφαλείας κατά τον εικοστό αιώνα, και σκέφτεται πως έτσι λοιπόν τώρα πια έχουμε μονάχα αυτά που αποκαλούνται αφηγήσεις, και όλοι δικαιούμαστε να διαθέτουμε από μία, ακόμα κι αν η δικιά μου είναι η μόνη αληθινή και η δικιά σου επινοημένη. […] …όλα αποτελούνε μια αφήγηση, απλά μια ιστορία. Ξεβρασμένη στα απόνερα της ιστορίας μας, η ιστορία σου δεν σου ανήκει καν πλέον – κάποιος άλλος μπορεί να διεκδικήσει την ιδιοκτησία της, να την κάνει δική του. [σ. 70-71]
Εκδ. Gudenberg, 2020, μτφ. Νίκος Μάντης, 233 σελ., με πεντασέλιδη εισαγωγή του μεταφραστή [Travelling in a Strange Land, 2018).