Pascal Bruckner – Ένας χρόνος και μια μέρα
Ένα ρολόι που αντί να μετρά τον χρόνο τον καταστρέφει, ένα ξενοδοχείο-φυλακή και μια γυναίκα που ονόμασαν Τζαζ. Σύντομος αλλά επαρκής Μπρυκνέρ. Του Λάμπρου Σκουζ
O Μπρυκνέρ είναι πάντα ένας εξαιρετικός συγγραφέας, τόσο στα μυθιστορήματα ου (το αγαπημένα μου παραμένουν Ο Άγιος Ζιγκολό, όπως μεταφράστηκε στα καθ’ ημάς το L’ amour du prochain και Οι κλέφτες της ομορφιάς) όσο και στα πνευματώδη, ενίοτε έκκεντρα δοκίμιά του. Το εξαρχής ενδιαφέρον στο παρόν βιβλίο είναι η μικρότερή του έκταση σε σχέση με τα προηγούμενα και το ερώτημα αν ο ζωτικός χώρος μιας κατά κάποιο τρόπο «νουβέλας» αρκεί για μια ολοκληρωμένη πρόζα σαν κι εκείνες που αρέσκεται να σπέρνει.
Η 26χρονη Ιεζάβελ καθηγήτρια φυσικών επιστημών και μαθηματικών σε ένα τεχνικό λύκειο στην Γαλλία βρίσκεται στο αεροδρόμιο για να πετάξει ως το Κεμπέκ για να εκπληρώσει μια υπόσχεση που έδωσε στον πατέρα της στο κρεβάτι του θανάτου του. Να παρουσιάσει στην εκεί έκθεση ωρολογοποιίας το μοναδικό ρολόι που είχε ο ίδιος κατασκευάσει: ένα ρολόι που αντί να μετρά τον χρόνο τον καταστρέφει. Η Ιεζάβελ έχει συνηθίσει στα αεροπλάνα, να διαβάζει στο πρόσωπο των άλλων τα σημάδια ανακούφισης ή τρόμου, υποπτευόμενη ωστόσο ότι εκείνοι που δείχνουν χαλαροί έχουν χρηματιστεί από την αεροπορική εταιρίας για να παραπλανούν τους πελάτες. Τουλάχιστον υπάρχουν ειδικά σεμινάρια ενάντια στον φόβο για το αεροπλάνο. Και μπορεί οι στατιστικές να το ορίζουν ως το ασφαλέστερο μέσο μεταφοράς αλλά η Ιεζάβελ γνωρίζει ότι η προσφυγή στους αριθμούς προκειμένου να γαληνέψει ο ψυχισμός μας δεν λαμβάνει υπόψη της πως ατύχημα είναι ό,τι αψηφά τις προβλέψεις και πως οι στατιστικές είναι αλάνθαστες ως την στιγμή που εκτροχιάζονται. Έτσι τώρα στο αεροπλάνο όπου μια κραυγή μπορεί να προκαλέσει εξέγερση και δυο κραυγές επανάσταση αφήνεται στις εφιαλτικές αναταράξεις, στις μάσκες οξυγόνου που πέφτουν σαν διαστημικά χταπόδια και στις εκρήξεις των επιβατών και απλά κλείνει τα μάτια της, μη θέλοντας να γνωρίζει τίποτα.
«Ο Θεός εφηύρε τα ρολόγια για να αιχμαλωτίσει τον χρόνο και εφηύρε τον χρόνο για να τιμωρήσει τους ανθρώπους», της έλεγε ο πρώην πάστορας πατέρας της Ναθαναήλ, και πως στον ίδιο, ανέθεσε την αποστολή να εφεύρει το ρολό που θα σβήσει τον χρόνο και να απαλείψει το προπατορικό αμάρτημα. Το ρολόι λοιπόν θα λειτουργούσε ως μαύρη τρύπα που θα καταβρόχθιζε την διαδοχή των αιώνων και θα έβαζε τέλος στην ανθρώπινη αγωνία. Παλαιότερα δούλευε και την ιδέα ενός σαρκικού ρολογιού, που θα γερνούσε ταυτόχρονα με τον ιδιοκτήτη του και θα αποσυντίθετο μαζί του, ενώ εκείνη πιο μικρή του ζητούσε ένα ρολόι που δεν θα λέει τι ώρα είναι αλλά θα την ρωτάει τι ώρα εκείνη θέλει να είναι. Και κάποτε να του ζητάει να κολλάει στην ώρα των λιγοστών ευτυχισμένων στιγμών.
Το αεροσκάφος βρίσκει την σωτηρία σ’ έναν αεροδιάδρομο σε κάποιο αεροδρόμιο του Νιου Χαμσάιρ. H Ιεζάβελ μαζί με τους υπόλοιπους επιβάτες οδηγούνται σε μια άδεια αίθουσα αεροδρομίου και εγκαταλείπονται από την αεροπορική εταιρεία αφού τους δοθεί ένα ταπεινό χρηματικό ποσό για διανυκτέρευση σε κάποιο ξενοδοχείο. Ένας βαριεστημένος υπάλληλος ελέγχει τα μισά διαβατήρια και κλείνει το γκισέ, και η εκπρόσωπος της εταιρείας μέσα στη βιασύνη της να σχολάσει ξεχνάει να της δώσει το αεροπορικό της εισιτήριο ενώ οι αποσκευές της έχουν χαθεί. Δεν προλαβαίνει να τελειώσει την μάταιη αναζήτηση των φευγάτων αυτών προσώπων και οι συνταξιδιώτες έχουν φύγει. Και βγαίνει έξω, σε έναν τόπο εντελώς άγνωστο.
Ένα ξεχαρβαλωμένο ταξί, σβηστοί σηματοδότες, ένα νεογοτθικό ξενοδοχείο σε μορφή πυραμίδας, κακοφωτισμένοι διάδρομοι – η κινηματογραφική αίσθηση είναι εμφανής, όμως ο Μπρυκνέρ ελέγχει προσεκτικά τις φράσεις του και δεν παρασύρεται στους ρυθμούς των εμπορικών φιλμ. Η Ιεζάβελ είναι πολύ κουρασμένη για να διαβάσει τι υπογράφει και οδηγείται στο δωμάτιο 3333, στον τοίχο του οποίου δεσπόζει ένα τεράστιο πανό τοίχου με υπογραφές και φωτογραφίες ταυτότητας όλων των πελατών που κοιμήθηκαν εκεί – κάτι ανάμεσα σε επιτύμβια στήλη και πίνακα υποδειγματικών υπαλλήλων κάποιας εταιρείας. Εξάντληση, η κούραση εξαιτίας της οποίας υπογράφει τα πάντα, τοποθέτηση του «Μην ενοχλείτε έξω» από την πόρτα, κενό.
Ξυπνώντας από έναν βαθύ ύπνο η Ιεζάβελ κατεβαίνει στην ρεσεψιόν να πληρώσει και τότε συμβαίνει το αδιανόητο. Ο λογαριασμός είναι ένα χοντρό πακέτο τυπωμένα χαρτιά με ευρετήριο και πίνακα περιεχομένων. Η διαμονή στο ξενοδοχείο μετράει ένα χρόνο και μια μέρα. Αδυνατεί χωρίς χαρτιά να αποδείξει οτιδήποτε και η ίδια αντιλαμβάνεται ότι οι εξηγήσεις της μοιάζουν απίθανες. Απεναντίας οι δικές τους είναι εφιαλτικές: υπάκουσαν στην εντολή της να μην την ξυπνήσουν, της παρείχαν ορό και καθετήρα. Η Ιεζάβελ υποχρεώνεται να καταβάλλει το αντίτιμο της διαμονής με εργασία στο ξενοδοχείο, διαφορετικά θα συλληφθεί και θα δικαστεί και θα καταδικαστεί σε φυλάκιση. Σύντομα θα αντιληφθεί ότι οι κανόνες των φυλακών εφαρμόζονται και στη νέα της εργασία: ομοιόμορφη στολή καθαρίστριας, διαμονή σε δωμάτιο – αποθήκη χωρίς παράθυρα, μια ιδιωτική φυλακή κατόπιν ιδιωτικής συμφωνίας και με τον κατώτατο μισθό. Ονομάζεται πλέον Τζαζ και είναι υποτελής όλων των άλλων, ακόμα και των άλλων «υπαλλήλων» που συχνά είναι δανεισμένες από τις κρατικές φυλακές, μια σκλάβα των σκλάβων.
Σε αντίθεση με τα μυθιστορήματα που θα ξεχείλωναν την ιστορία σε εκατοντάδες σελίδες, εδώ ο Μπρυκνέρ θαυματουργεί, καθώς του αρκούν πολύ λιγότερες για να ανοίξει έναν πολυπλόκαμο κόσμο όπου συνυπάρχουν ένα καφκικό κτίσμα με ανάλογες αισθήσεις, η σκοτεινή πλευρά μιας πραγματικότητας που είναι σχεδόν δίπλα μας και είναι έτοιμη να μας απορροφήσει, η κυριαρχία του παραλόγου στον μοντέρνο κόσμο, η αμφισβήτηση του ίδιου του εαυτού (και αν όντως κοιμήθηκα ένα χρόνο;) και η ισχυρότερη από ποτέ παρουσία του παρελθόντος, μέσω μιας σειράς οικογενειακών μνημών αλλά με προεξάρχουσα μορφή του εκείνη του πατέρα της – μήπως ο ίδιος δεν την έφερε ως εδώ; Άλλωστε, οι νεκροί δεν πεθαίνουν αμέσως, θέλουν χρόνια για να φύγουν, συνεχίζουν να μας καταδιώκουν και μερικές φορές μάλιστα ζουν περισσότερο από εμάς.
Διεισδύουν εδώ και κλασικές θεματικές του Μπυκνέρ, όπως τα όρια του εξευτελισμού για την επιβίωση και ο πανταχού παρών ερωτισμός που μπορεί να ξεσπάσει σε ακραίες καταστάσεις ή και ακριβώς εξαιτίας τους. Δεν λείπει, φυσικά, και η αίσθηση της γλωσσικής ερημιάς που βιώνει η Τζαζ – αρχικά λόγω της αδυναμίας της να μιλήσει αγγλικά (προφανές σχόλιο του συγγραφέα για τους ομοεθνείς του) και αργότερα λόγω της ισχνής διαλέκτου της μικρής κοινωνίας στην οποία εντάχθηκε.
Η Τζαζ αντιλαμβάνεται πως ζει σε ένα οχυρό είκοσι πέντε ορόφων μιας αντίστροφης δαντικής κατατομής (οι εκλεκτοί μένουν στους χαμηλούς ορόφους, οι κατώτεροι στους ψηλότερους), ενώ παντού τριγύρω χάσκουν ημιτελείς κολοσσοί από τσιμέντο κι εμείς με την σειρά μας αντιλαμβανόμαστε πως η αποστολή της για το ρολόι δεν μπορεί να χαθεί και πώς η Τζαζ θα πρέπει να βγει από τον Παράλογο Κόσμο στον οποίο ρίχτηκε, με οποιοδήποτε τρόπο – φανταστικό, ηρωικό, επιστημονικό, μεταφυσικό, εξερχόμενο από μέσα της.
Κάθε ρολόι είναι σαν ένα τοπίο που ο χρόνος ψάλλει με αγαλλίαση τον αιώνιο κύκλο του, είναι τα μάτια που ο χρόνος δίνει στον εαυτό του για να παρακολουθεί το ίδιο του το πέρασμα. Οι δείκτες καλπάζουν, ευτυχείς με την αέναη κίνησή τους. [σ. 109]
Εκδ. Πατάκη, 2020, σελ. 234, μτφ. Γιάννης Στρίγκος [Pascal Bruckner - Un an et un jour, 2018]
Στις εικόνες, έργα των: Santiago Caruso και Vlad & Liubov.
Ο τίτλος φυσικά από το άχρονο και διαχρονικό τραγούδι των Rollling Stones [1966].