Iris Murdoch - Θάλασσα, θάλασσα
Μυθιστόρημα μέγιστης απόλαυσης. 915 σελίδες απόλαυσης και δεν περίσσεψε ούτε μία. Του Λάμπρου Σκουζ
1. Η απόσυρση ενός μελλοντικού ερημίτη. Ένας επιτυχημένος εξηντάρης διάσημος ηθοποιός, σκηνοθέτης και θεατρικός συγγραφέας αποφασίζει να αποσυρθεί σ’ ένα σπίτι στην ερημιά των βράχων και της θάλασσας. Τώρα που τα σημαντικά συμβάντα στην ζωή του έχουν τελειώσει, το μόνο που απομένει είναι οι «στοχασμοί εν ηρεμία». Ως τώρα, άλλωστε, έδινε ζωή σε άλλους χαρακτήρες, ας δώσει τώρα ζωή στον δικό του, γράφοντας ένα μυθιστόρημα ή ημερολόγιο ή απομνημονεύματα, δεν ξέρει τι θα προκύψει. Ποιος το ξέρει αν θα βρω ενδιαφέρον στη ζωή που έχω αφήσει πίσω μου όταν θα αρχίσω να την αφηγούμαι; Ο κύριος Τσαρλς Άρροουμπαϋ μοιάζει να απολαμβάνει την αιφνίδια φυγή του και την έκπληξη των φίλων του και των αγαπημένων του γυναικών, που όλοι τους όμως αμφιβάλλουν αν θα καταφέρει να αντέξει την απομόνωση. Προς το παρόν οι αφηγήσεις του προκαλούν μόνον τέρψη, καθώς φιλοσοφεί περί φαγητού, θάλασσας, μοναξιάς αλλά και της πρότερης ζωής του, μιας ζωής γεμάτης αν μη τι άλλο ενδιαφέροντες ανθρώπους και οπωσδήποτε έρωτες.
2. Το σπίτι των σαρκασμών. Αποκομμένο από την κοινότητα και εκτεθειμένο στα στοιχεία της φύσης, χωρίς ηλεκτρισμό ή κανενός είδους θέρμανση, το σπίτι τον υποβάλλει με επιθυμητό τρόπο. Το χωριό Νάροουντιν μ’ ένα ξενοδοχείο και μια παμπ, βρίσκεται σε ικανή απόσταση με τα πόδια. Οι «γείτονες» χαιρέκακα τον προειδοποιούν για τις θύελλες που θα το δέρνουν τον χειμώνα αλλά δεν τους περνάει από το μυαλό πως τις περιμένει πως και πως. Αυτός χαίρεται και τους θορύβους μέσα κι έξω από το σπίτι – την σιωπή την θέλει μόνο στο θέατρο. Το ίδιο το κτίσμα προκαλεί μια αίσθηση αθόρυβης ύπαρξης· κάποια μέρη τα έχει αποικίσει, κάποια άλλα ανθίστανται πεισματικά. Ευτυχώς η βραχώδης ακτή δεν προσελκύει εκδρομείς με πιτσιρίκια και εύχεται να συνεχίζουν όλοι να λένε πως δεν είναι καλή παραλία, ώστε να μην κατακλυστεί ο τόπος από «διανοούμενους». Στο χωριό αγοράζει όλες τις έστω και παλιές καρτποστάλ με το γεφύρι και την ρουφήχτρα κοντά στο σπίτι του μην του κουβαληθούν εκδρομείς για να δουν «την ομορφιά του τόπου». Η σαρκαστική, αυτοσαρκαστική και ειρωνική διάθεση του Τσαρλς απογειώνει κάθε σκέψη.
3. Το βασίλειο του θεάτρου. O Τσαρλς μπήκε στο θέατρο λόγω Σαίξπηρ («εννοείται») και «μπήκε δρομαίος για την κατεργαριά και την μαγεία της τέχνης». Εκεί μπορούσε να ουρλιάζει την οργή του στον κόσμο, γιατί το θέατρο είναι μια επίθεση στην ανθρωπότητα που γίνεται με μάγια: να θυματοποιείς ένα κοινό κάθε βράδυ, να το κάνεις να γελάει και να κλαίει και να υποφέρει και να χάνει το τρένο. Κι ύστερα, η συγκίνηση μπροστά σ’ ένα καινούργιο έργο, η αίσθηση του ξεσπιτώματος όταν τελειώνει, το σκόρπισμα της οικογενειακής ομάδας, ο νομαδισμός, είναι αδύνατο να ξεχαστούν, όπως δεν ξεχνάει και την άλλη, και πλέον κυρίαρχη πλευρά του: τι φιλικός και ζεστός χώρος μπορεί να φαίνεται και τι ερημιά μπορεί να κρύβει μέσα του.
Η αλήθεια είναι πως τα ειλικρινή συναισθήματα ενυπάρχουν είτε στο βάθος της προσωπικότητας είτε στο ύψος της. Ενδιάμεσα είναι απλώς θέατρο. Γι’ αυτό όλος ο κόσμος είναι μια σκηνή και γι’ αυτό το θέατρο παραμένει εσαεί δημοφιλές, στην ουσία συνεχίζει να υπάρχει: γιατί είναι σαν τη ζωή, και είναι σαν τη ζωή παρότι είναι η πιο χυδαία και εξωφρενικά προσποιητή απ’ όλες τις τέχνες. Μέχρι κι ένας μέτριος συγγραφέας μπορεί να βγάλει κάμποση αλήθεια. Το ταπεινό του μέσο κλείνει προς την πλευρά της αλήθειας. [σ. 91]
Ως κατά βάση θεατρικός σκηνοθέτης ο Τσαρλς υπήρξε δικτάτορας: οι ηθοποιοί «προετοιμάζονταν οικειοθελώς για δάκρυα, καθώς, εκτός από νάρκισσοι είναι και μαζοχιστές». Παραδέχεται όμως πως σαν όλους έχει γερό μερίδιο από απογοητεύσεις, χαμένο χρόνο, αποτυχίες και αδιέξοδα και πως, όπως όλοι οι σκηνοθέτες, ζήλευε πάντα τους ηθοποιούς και υποπτεύεται πως και οι μεγαλύτεροι εξ αυτών θα προτιμούσαν κατά βάθος να είναι μεγάλοι ηθοποιοί.
4. Το παρόν του παρελθόντος. Καθώς ο Τσαρλς αρχίζει να σκέφτεται τα θεμελιώδη πρόσωπα της ζωής του, από τον πρώτο του δεσμό με την Κλεμέντ, όταν εκείνη ήταν σαράντα κι αυτός είκοσι, μέχρι και τους τελευταίους, είναι αδύνατο να μη σταθεί στην πρώτη του αγάπη, την Χάρτλι, που τον άφησε στα κρύα του λουτρού και έφυγε χωρίς εξηγήσεις. Οι παραδοχές είναι αλλεπάλληλες: η φυγή της προκάλεσε μια μόνιμη μεταφυσική κρίση στη ζωή του και πιθανώς τον ώθησε να υιοθετήσει την μάσκα του αμοραλισμού· ίσως οι ερωτικές του ιστορίες δεν ήταν παρά εμπαθείς προσπάθειες να δείξει στην Χάρτλι ότι είχε δίκιο που τον άφησε. Όταν πέταξε από κοντά του πέταξε και την ευκαιρία της να γίνει βασίλισσα του κόσμου. Από την άλλη, δεν θέλει να ξέρει πού σέρνει την ζοφερή της ύπαρξη και τον γεμίζει ικανοποίηση που η ζωή της θα είναι σκέτη πλήξη. Μέχρι που κόντρα σε κάθε πιθανότητα, την βρίσκει στο γειτονικό χωριό, γερασμένη και κουρασμένη, αλλά και πάλι συγκλονίζεται. Ήρθαμε εδώ για να ξανασυναντηθούμε, χωρίς να το ξέρουμε, σα να ήταν γραφτό.
5. Το παρελθόν μπορεί να αποκατασταθεί! … αποφαίνεται ο Τσαρλς και αρχίζει το μεγαλεπήβολο έργο της επανέξαρξης του «δεσμού» τους. Μπορεί η Χάρτλι να είναι άχρωμη και απεριποίητη αλλά τον ξετρελαίνει η απουσία κάθε προσπάθειας να αρέσει· μπορεί να μοιάζει με μια ζωντανή νεκρή αλλά αυτός θα της δώσει μια δεύτερη ζωή· μπορεί να είναι παντρεμένη και με έναν υιοθετημένο γιο, τον Τίτο, αλλά δεν παύει να είναι και φυλακισμένη. Πώς να προσπεράσει την αναμφισβήτητη δυστυχία της; Θα της δώσει την δυνατότητα να αποφασίζει για λογαριασμό της, θα την βοηθήσει να κάνει αυτό που στο βάθος θέλει η ίδια να κάνει. Εδώ βρίσκεται η πλέον απολαυστική όψη του βιβλίου: σελίδα με τη σελίδα διαπιστώνουμε ότι οι «καλές» προθέσεις του Τσαρλς, το ζωντάνεμα της πρώτης αγάπης, η σωτηρία μιας «βασανισμένης» γυναίκας, η επιστροφή του στην καλοσύνη που μόνο εκείνη του ενέπνεε, αφενός βασίζονται σε αποκλειστικές δικές του εικασίες και σενάρια, και αφετέρου δεν υπολογίζουν την γνώμη της ίδιας της Χάρτλι που είναι ευχαριστημένη από την ζωή της και δεν βρίσκει κανένα λόγο να την ανατρέψει. Και στο αποκορύφωμα: αρχίζει να σκέφτεται ο ίδιος για λογαριασμό της.
6. Η εμμονή της εμμονής. Ο Τσαρλς επιμένει σε βαθμό ακατάλυτης εμμονής. Επιδιώκει συναντήσεις μαζί της, στήνει αυτί στο σπίτι της, τους επισκέπτεται για τσάι και αδιαφορεί για την απαίτηση του συζύγου της Μπεν να μην ξαναπατήσει εκεί. Όσο κι αν η Χάρτλι του επισημαίνει ότι εισβάλλει την ζωή της σαν τουρίστας με εμφανές αίσθημα ανωτερότητας, όσο κι αν χαρακτηρίζει την παλιά τους αγάπη παιδιάστικη και αδελφική και του επισημαίνει πως «κάθε άνθρωπος έχει την δική του γωνιά, με τον Μπεν θέλουν να ζουν ήσυχα χωρίς να ανακατεύονται άλλοι στην ζωή τους», αυτός είναι αμετακίνητος: την νιώθει σαν τον μυστικό του γάμο και δεν σκέφτεται παρά την απελευθέρωσή της.
7. O πλήρης θίασος. Μπορεί ο Τσαρλς να έφτασε ως εδώ για να ζήσει ολομόναχος είναι μόνος, οι γυναίκες της ζωής του και οι φίλοι δεν τον αφήνουν να «ησυχάσει». Στέλνουν επιστολές και σύντομα αρχίζουν να τον επισκέπτονται, προσφέροντας μας γνωριμία με εξαιρετικά ενδιαφέροντες χαρακτήρες, όπως ο άσπονδος φίλος του Πέρεγκριν Άρμπελόου, ένας Καθολικός Ιρλανδός που νωρίς παράτησε τη θρησκεία εν ονόματι του μαρξισμού, ένας μανιώδης πότης και, κυρίως, ο πρώην σύζυγος της Ροζίνα Βάλμπουργκ, την οποία ο Τσαρλς έκλεψε, αλλά παρ’ όλα αυτά παραμένουν φίλοι. Η Ροζίνα, που αποτελεί και αυτή πλέον έναν παρελθοντικό θυελλώδη έρωτά του, δεν μπορεί, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Τσαρλς, να φανταστεί έρωτα χωρίς καβγά («ένας γερός καβγάς καθαρίζει την ατμόσφαιρα») και φέρεται σα να βρίσκεται πάντοτε επί σκηνής, στο θέατρο ή στη ζωή. Ο ίδιος φρόντιζε να της δίνει ρόλους που δεν της πήγαιναν αλλά εκείνη εξακολουθούσε να μαγνητίζει τους πάντες. Η Ροζίνα είναι ένας εξαιρετικά ενδιαφέρων χαρακτήρας και οι μεταξύ τους στιχομυθίες είναι μνημειώδεις. Μπορεί να της χάλασε τον γάμο και δεν παύει να του το πιστώνει, αλλά αδυνατεί να μην τον επιθυμεί, ενώ παράλληλα φροντίζει να του υπενθυμίζει πως στο Λονδίνο τον έχουν ήδη ξεχάσει, ανήκει στην αρχαία ιστορία, δεν άφησε ούτε μύθο πίσω του· πως η γοητεία του τελικά ήταν δεν ήταν τίποτα περισσότερο από δύναμη. Η συνήθης κατηγορία κατά του Τσαρλς είναι πως καταστρέφει την ψυχική ηρεμία των ανθρώπων, κατηγορία που, όλως τυχαίως, του απευθύνουν και οι περισσότεροι.
Η έτερη προσκολλημένη με τον Τσαρλ, η Λίζι Σίρερ, μια Σεφαραδείτισσα Εβραία της οποίας το παρακλητικό, άτολμο ύφος της είναι όλη της η γοητεία, μαζί με την δυσκολία εστίασης, λόγω μυωπίας, του στέλνει ερωτικά γράμματα αλλά και του ανακοινώνει πως προτίμησε μια ήρεμη συμβίωση με τον φίλο του Γκίλμπερτ, προτιμώντας «έναν έρωτα που θα συμβιώνει και με την απελπισία και με την συνήθεια και την κούραση», παρά την παθιασμένη κόλαση που έζησε μαζί του. Πεπεισμένη πως ο Τσαρλς έχει αγαπήσει μόνο στην σκηνή, δύσπιστη ως προς την απόσυρσή του («δεν σε πιστεύω ότι αποσύρθηκες, σα να λέμε ότι αποσύρεται ο Θεός»), μακριά και αυτή από το θέατρο που ήταν πάντα μαρτύριο γι’ αυτήν, καθώς την λάμψη της την φύλαγε μόνο για εκείνον, τον θερμοπαρακαλεί να μην χρησιμοποιήσει την δύναμή του για να τους πληγώσει και του προτείνει «μια ελεύθερη αγάπη, χωρίς την φρικτή κτητικότητα, να αγαπιούνται χωρίς αλλά όχι με τρόπο που θα την καταστρέψει». Η αντίδραση του Τσαρλς; Αν θέλουν να πίνουν το κακάο τους φορώντας τις ρόμπες τους ας το κάνουν! Αν αποφασίσει να μην επιστρέψει σ’ αυτόν, τότε δεν αξίζει να είναι δίπλα του! Υπάρχει, τέλος, και ο προαναφερθείς Γκίλμπερτ, ένας πολυερωτικός ηθοποιός, πάντα δουλικά υπάκουος στον Τσαρλς, που χρησιμοποιεί έναν περιπαικτικό κυνισμό ως έσχατη άμυνα και σπεύδει να τον επισκεφτεί για να τον … υπηρετήσει.
8. Ανάμειξη ψυχικών υλικών. Αντιλαμβάνεται κανείς τα συσσωρευμένα εκρηκτικά υλικά του σπιτιού όταν, αφενός, ο Τσαρλς επιμένει στο σχέδιό του και, αφετέρου, όταν οι παραπάνω φίλοι και οι νυν και πρώην εραστές σπεύδουν ο ένας μετά τον άλλον ακάλεστοι στο σπίτι, με κυρίαρχη μορφή και τον εξάδελφό του Τζέιμς, μια μυστηριώδη μορφή που συνδυάζει ένα στρατιωτικό παρελθόν με μια ανατολικής προέλευσης φιλοσοφική ενατένιση της ζωής. Ο περίγυρος γνωρίζει καλά τον Τσαρλς και θέλει να τον αποτρέψει από χειρότερες καταστάσεις. Η Ροζίνα του λέει πως είναι συνηθισμένος σε γυναίκες ευφυείς και αντισυμβατικές και είναι αδύνατο να συνυπάρξει με αυτή την «μουσάτη κυρία», πως δεν υπάρχει ρόλος πια γι’ αυτόν σε εκείνα τα μέρη. Ο Τζέημς του επισημαίνει την αυταπάτη αυτής της αγάπης, τον χειρισμό της Χάρτλι ως κινητής περιουσίας, την εξιδανίκευσή της ως υπέρτατης αξίας και κυρίως την μεγάλη παγίδα: την επιμονή της σωτηρίας της, βάσει και μιας προσωπικής ηθικής, ακόμη κι αν η συγκατάθεσή της είναι εμφανώς απούσα. Να ξέρεις ότι οι άνθρωποι τελικά κάνουν αυτό που θέλουν να κάνουνε πολύ πιο συχνά απ’ όσο νομίζεις. [σ. 623]
9. Κωμωδιόδραμα. Το δράμα (που ενισχύεται με μια περίεργη απόπειρα, μια απώλεια, φιλονικίες και προστριβές) συνδυάζεται με την κωμωδία που σε σημεία αποδεικνύεται σπαρταριστή: ο Τίτος με τον Γκίλμπερτ ξοδεύουν τα χρήματά του σε τρόφιμα με ποτά, άλλοι πίνουν με ύφος μακάριας απόλαυσης και ξαπλάρουν στο γρασίδι ενώ ο Τσαρλς τσουρουφλίζεται από τα πάθη του, κάποτε μεταξύ τους επικρατεί ατμόσφαιρα διακοπών και φυσικά όλοι απολαμβάνουν τα τεκταινόμενα και πάνε μαζί του να την διεκδικήσουν, ενώ στην εκεί επίσκεψη ο Τζέιμς με τον Μπεν αποδεικνύονται παλαιοί συστρατιώτες και είναι έτοιμοι να πιάσουν τις αναμνήσεις. Ο Τσαρλς δημιουργεί μια γονεϊκή σχέση με τον Τίτο και αποφασίζει να φέρει σχεδόν δια της βίας την Χάρτλι στο σπίτι για μια «θεραπευτική αγωγή», παρόλο που «δεν θέλει να εξαναγκαστεί να την εξαναγκάσει»!
10. Τα αμέτρητα ενδεχόμενα και οι ανοιχτοί λογαριασμοί. Κι αν η Χάρτλι προτιμά, όπως του λέει, να βιώνει την μακρά διάρκεια στην ζωή της και όχι την ξαφνική φευγαλέα στιγμή και το κυνήγι του άπιαστου που πάντα προτιμούσε ο Τσαρλς; Κι αν η επιθυμία του να υιοθετήσει τον Tίτο, στην ουσία η ύπαρξη ενός γιου, είναι φαντασίωση που όπως όλες, μια χαρά την φέρνει βόλτα, όπως του λέει η Ροζίνα; Κι αν η Χάρτλι θέλει κατά βάθος και η ίδια να πιεστεί για την μεγάλη της απόδραση, όπως επιμένει ο Τσαρλς; Κι αν Χάρτλι με τον Μπεν έχουν βρει τον δικό τους τρόπο να μισούν και να πληγώνουν ο ένας τον άλλον, και το απολαμβάνουν, όπως του τονίζει ο Τζέημς; Το απρόσμενο, συγκινησιακότατο δια εμέ «Υστερόγραφο» (το τελευταίο μέρος του μυθιστορήματος), επιχειρεί να δώσει ένα τέλος ιστορίας, προτού αντιληφθεί ότι έχουν ήδη ανοίξει άλλες.
… σκέφτηκα να επωφεληθώ για να κλείσω μερικούς ανοιχτούς λογαριασμούς, αν και οι ανοιχτοί λογαριασμοί κλείνουν εντελώς, γιατί στο μεταξύ ανοίγεις καινούργιους. Ο χρόνος, όπως και η θάλασσα, λύνει όλους τους κόμπους. Οι κρίσεις μας για τους άλλους δεν είναι ποτέ οριστικές, αναδύονται από ανακεφαλαιώσεις οι οποίες αυτομάτως υποδηλώνουν την ανάγκη αναθεώρησης. Οι διακανονισμοί που κάνουν οι άνθρωποι δεν είναι τίποτε περισσότερο από ανοιχτούς λογαριασμούς και αόριστες εκκαθαρίσεις, όσο κι αν η τέχνη προσποιείται το αντίθετο για να μας παρηγορεί. (σ. 872-873)
11. Εν κατακλείδι; Ποιος μπορεί να γνωρίζει τι συμβαίνει στην «πραγματικότητα» του κάθε ανθρώπου; Οι προσωπικές ερμηνείες, οι ιστορίες που πλάθει ο εγκέφαλος, οι πολλαπλές εκδοχές μιας συμπεριφοράς, τι παραπάνω μπορεί να αποτελούν πέρα από μια καθαρά προσωπική δημιουργία; Και πώς μπορεί κανείς να κατηγορήσει αυτόν τον σπάνιο λογοτεχνικό (αντι)ήρωα, αυτόν τον νάρκισσο και ευφυή εξουσιαστή φίλων και γυναικών, για την εμμονή του μαζί της όταν οι άλλοι έχουν εμμονή μαζί του; Η μόνη που μοιάζει να τον καταλαβαίνει είναι η Θάλασσα (μέχρι να τον προδώσει, φυσικά και αυτή), γίνεται ο καθρέφτης του, οι εναλλαγές της αντιστοιχούν σε εκείνες του ψυχικού του κόσμου, και οι έξοχες σχετικές φράσεις της Μέρντοχ δεν κουράζουν ούτε λεπτό, ακόμα κι εμάς που φρίττουμε μπροστά σε περιγραφές της φύσης.
915 σελίδες απόλαυσης και δεν περίσσεψε ούτε μία. Όσο για την μετάφραση, έχουμε πολλές φορές τονίσει εδώ στο Πανδοχείο ότι δεν έχουμε την απαιτούμενη σκευή να φιλοφρονούμε μεταφράσεις και να μοιράζουμε εδώ κι εκεί τα συνήθη επίθετα· πως, και μόνο η παρουσίαση εδώ των εκάστοτε βιβλίων σημαίνει πως η ανάγνωσή τους υπήρξε απολαυστική και λόγω της μεταφρασμένης γλώσσας τους. Όμως δεν μπορούμε να μην τονίσουμε πως αυτή τη φορά η γλώσσα κυμάτιζε, στραφτάλιζε, έλαμπε και αποκτούσε όλα σχεδόν τα χρώματα κι έτσι κολυμπήσαμε στην υπέροχη θάλασσά της.
Εκδ. Gutenberg, Αθήνα 2023, 915 σελ., μτφ. Αθηνά Δημητριάδου. Περιλαμβάνεται εικοσασέλιδη «Εισαγωγή» του συγγραφέα Τζον Μπερνσάιντ (John Burnside).
Στις εικόνες, έργα των: 1. Rosie McGuines [κάπως έτσι φαντάζομαι την Χάρτλι], 2. Ann Zhuleva [Κάπως έτσι φαντάζομαι την Ροζίνα], 3. Natalia Zanchevskaia [κάπως έτσι φαντάζομαι την Λίζι], 4. Jess Allen [κάπως έτσι φαντάζομαι τον Τσαρλς να φαντάζεται την Χάρτλι], 5. Jacob Streilein.
O τίτλος από το αξέχαστο τραγούδι του Blaine Reininger (Byzantium, 1987) που ταιριάζει εφιαλτικά με τον ήρωα του μυθιστορήματος.