Σάκης Σερέφας – Οδοιπορικό Θεσσαλονίκης. Περπάτημα στην πόλη αλλιώς.
"Η Ιστορία υπάρχει για να σκοντάφτεις πάνω της" λέει ο συγγραφέας, και εδώ δεν σταυρώνει βήμα χωρίς να γκρεμοτσακιστεί πάνω, μέσα, δίπλα της. Του Λάμπρου Σκουζ
Hit the road, Σακ! – μέρος Β΄ [κι εμείς, μαζί σου]
1. Εύφορος Αρχαιοτήτων. Τι θα γίνει με την περίπτωση του Σάκη Σερέφα; Έχουμε ήδη ψελλίσει μερικούς πανηγυρικούς α) όταν συνέγραψε μια νουβέλα εξόχως ευρηματική (Θα σε πάρει ο δρόμος), με τίτλο μας «Καλύτερα ο δρόμος παρά ο διάολος! (ή: Hit the road, Σακ!)», β) όταν συλλογιζόταν πάνω στα δελτία της βιαιότερης δυνατής Ιστορίας (Εδώ. Τόποι βίας στη Θεσσαλονίκη, σε συνεργασία με τον φωτογράφο Πάρι Πετρίδη) και γ) όταν ανθολογούσε από τα Δελτία της πόλης την οποία έχει ταράξει στο γράψιμο (Μια πόλη στη λογοτεχνία. Θεσσαλονίκη, όπου έκανε την επιλογή κειμένων), εδώ, εκεί και παραπέρα, αντίστοιχα· όμως δεν ήταν παρά μισόλογα για την αναγνωστική μας ευφορία. Μήπως και τώρα μπορούμε να κάνουμε κάτι άλλο; Η εν λόγω ευφορία δεν μεταδίδεται με λέξεις. Ας προσπαθήσουμε, πάντως, βέβαιοι για την ήττα μας, παίζοντας με τους τρόπους και τις ίδιες του τις φράσεις.
2. Συλλογικά Ιστορικά. Στην εν λόγω συλλογή κειμένων ο συγγραφέας επανέρχεται σε ένα από τα αγαπημένα του σύμπαντα: την αχανή, άγνωστη, σκοτεινή ιστορία της Θεσσαλονίκης που αποτελεί από μόνη της συλλογή αδιανόητων ιστοριών και σύλλογο σπάνιων λογοτεχνικών χαρακτήρων. Και όπως πάντα, η ανοιχτή Ιστορία συνευρίσκεται με την κλειστή, η δημόσια με την ιδιωτική, η ρεαλιστική με την μυθολογημένη, η πολυγραφημένη και η άγραφη. Κοινώς, όλες οι αντίθετες Ιστορίες εδώ αγκαλιάζονται και συγκρούονται – ανάλογα. Μικρομουσεία, μικρομνημεία, οδοσημάνσεις, σεσημασμένες διαδρομές μιας τοπικής ιστορίας που δεν είναι ποτέ τοπική, φράσεις μαρτύρων και περαστικών, τα πάντα έχουν τον λόγο τους.
3. Νέα Περιπατητική. Η βασική ιδέα είναι το περπάτημα στην πόλη αλλιώς (επ, μόλις βλέπω ότι αυτό είναι και ο υπότιτλος!). Είτε ζεις εκεί, είτε όχι, είτε ανήκεις σε μια ενδιάμεση κατηγορία (όπως κάποιος σαν κι εμένα, που την έλιωσε στο περπάτημα σχεδόν δυο δεκαετίες και τώρα τα ξέχασε όλα, άλλο αν θυμάται το παραμικρό), ο Σερέφας σε παίρνει αγκαζέ, σε προετοιμάζει, και σε υποψιάζει. Δεν υποδεικνύει αλλά προτείνει τρόπους να βλέπει κανείς αλλιώς, οτιδήποτε. Δεν είναι τυχαίο πως σε μία από τις σημειώσεις ανάλογων οδοιπορικών αναγνώσεων / αναγνωστικών οδοιπορικών προτείνει την απόμακρη περιέργεια, ακόμα και την συμπεριφορά ως εξωγήινου για την απαραίτητη έκπληξη, βέβαιος πως σε κανέναν διαγαλαξιακό εγχειρίδιο οδογραφιών δεν αναφέρεται πως η αποτύπωση ενός διάσημου καταστήματος είναι πιο σημαντική από την αριθμητική καταγραφή των πεσμένων φύλλων.
4. Πολεοδομικοί Χωρογράφοι. Ο Σερέφας είναι βέβαιος πως ο περαστικός τελεί πάντα μια χωρογραφία, με ωμέγα· αυτή που του εμπνέει η πόλη γύρω του. Ανάλογα με την πόλη, η χωρογραφία αυτή μπορεί να μοιάζει με βάσανο, με τσαλακωμένα σπλάχνα, με εκδρομή, με περιπέτεια, με ξεχαρβαλωμένο κουκλοθέατρο, με απονομή σιχασιάς προς το σύμπαν, με χαρά, με διέγερση, με ζόφο. Μιλάμε, άλλωστε, για έναν μανιώδη των πόλεων, που δεν τις αλλάζει με τίποτα, πόσο μάλλον όταν κάθε πόλη έχει κρυμμένα αίματα στις πιο κοινόχρηστες γωνίες της· επιπρόσθετα η Θεσσαλονίκη είναι, σε αντίθεση με τις περισσότερες πόλεις, πυκνά σεσημασμένη με την στάμπα του θανάτου, για να μην αναφερθούμε στην επαρκή της παράδοση στον τομέα του παράδοξου, άλλωστε κάποτε το υπερφυσικό τελούνταν στη μέση του δρόμου.
5. Στάσεις, στασίδια, στάσιμα, σταθμοί. Πού μας τριγυρνάνε οι σελίδες; Σε μνημεία της πόλης ελάσσονα έως πανάγνωστα (όπως ο Άγιος Αντώνιος, αλλοτινό αυτοσχέδιο φρενοκομείο για σαλούς και μη), σε κτίσμα κτίσματα τραγικώς υπαρκτά ή ανύπαρκτα (όπως οι δημόσιες τουαλέτες και η ονειρική προβολή αυτών, αντίστοιχα). Μαζί του αντιλαμβανόμαστε ότι εκεί που οι σημερινές πόλεις έχουν την τάση να ξορκίζουν το κακό μετακομίζοντάς το στη μεθόριό τους (φυλακές, μεγάλα νοσοκομεία, νεκροταφεία, σφαγεία, ψυχιατρεία κλπ.), συνεπώς αποκλείεται να πέσει κανείς πάνω τους τυχαία, όμως ένας ενδεικτικός κατάλογος εννέα διευθύνσεων αποδεικνύει το ακριβώς αντίθετο για την Θεσσαλονίκη. Και πάλι πίσω σε μνημεία που οι περαστικοί προσπερνούν, όπως η Ροτόντα, χωρίς να γνωρίζουν ότι εδώ κάποιος θαλασσοδαρμένος Χέρμαν Μέλβιλ το χίλια οκτακόσια τόσο μάζευε τις ψηφίδες των περίφημων ψηφιδωτών που έπεφταν από την οροφή στο κεφάλι του και έναν αιώνα αργότερα και βάλε κάτι μαχαιροβγάλτες ρασοφόροι έντρομοι μπροστά στην βεβήλωση του μνημείου που προφανώς ουδέποτε γνώριζαν ή είχαν επισκεφτεί διέλυσαν το πιάνο του Σάκη Παπαδημητρίου (και παρ’ ολίγον και τον ίδιο), εκφράζοντας την αγάπη του θεού τους και την αποστροφή του προς την τζαζ.
6. Τρόποι του λέγειν. Ο Σερέφας μας καθιστά αυτόπτες ιστορικών συμβάντων (Έχετε δει ποτέ μαυροβουνιώτικη πιστόλα; Θα δείτε σε λίγο) σε ανιαρές γωνίες όπου δεν δίνεται ποτέ ραντεβού ίσως επειδή οι άνθρωποι ακόμα μυρίζουν το μπαρούτι και το αίμα μιας δολοφονίας και μας μαλώνει που αδιαφορήσαμε για μείζονα τοπόσημα, όπως π.χ. το εστιατόριο «Ελβετικόν», εκείνο που δεν πηγαίνατε να φάτε και το κλείσατε. Σε κάποια δραματική αποστροφή αναρωτιέται Συγκλονιστήκατε, επιτέλους;, αλλού μας ενθαρρύνει Αν αυτοσυγκεντρωθείτε αρκετά, θα τα δείτε όλα. Διασχίζοντας την Ολύμπου, απ’ όπου, πιθανώς κατέφτανε προς την Πλατεία Μακεδονομάχων η κυρία Έρση στο μνημειώδες μυθιστόρημα του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη θυμάται μια φράση και μας θυμίζει Να πώς γίνεται η λογοτεχνία, ανθρώποι.
Κάποτε ανησυχεί μήπως κάποια εισαγωγή του είναι υπερβολικά συναισθηματική, αργότερα γίνεται ταξιθέτης μας (Ήρθαμε στη μέση μιας μάχης…ή, Τώρα παρακολουθείτε…). Στα δύσκολα το ρίχνει στην επινόηση και μας παρακινεί να πράξουμε το ίδιο. Στο τέλος κάτι κάνουμε κι εμείς, ιδίως όταν μας φιλοδωρεί με συναρπαστικές λεπτομέρειες τις οποίες και παραδίδει στην δημιουργική μας φαντασία προς ερμηνεία. Τα «καλολογικά» του στοιχεία πάντα αιφνιδιαστικά: οι ιστορικές συγκυρίες είναι θολές ωσάν ακρογιάλι του Καλοχωρίου, ο αυχένας μιας γυναίκας [σωστό] σονέτο, κάποιες φράσεις χαρακτηρίζει συλλεκτικές. Στο τέλος κάθε κειμένου υπάρχουν σημειώσεις και βιβλιογραφία.
7. Οι γραμμές του αίματος. Ο συγγραφέας μας επισημαίνει πως το μάρμαρο έχει πόρους που πίνουν το αίμα άρα το νου μας στις στάμπες του. Το ίδιο και τα σινεμά που κατατιμήσαμε. Όπως, ας πούμε, τα εξπρεσιονισμού γερμανικής υφής Ηλύσια, με την αξέχαστη εσάνς μούχλας, όπου ένας αυτόχειρ του 1909 με μια φωτογραφία γυναίκας στην τσέπη του δίνει έτοιμο σενάριο στον συγγραφέα. Αργότερα, καθώς εντοπίζει τον τόπο των εμφυλιακών εκτελέσεων στην ανατολική προέκταση των Συκεών αναρωτιέται αν το υπαίθριο τελεστήριο του θανάτου έχει διατηρήσει την εκλυθείσα καταληκτική αύρα των εκτελεσθέντων και επιβεβαιώνει ότι «ο πόνος του κολαστηρίου [Γεντί Κουλέ] δεν είναι αξιοθέατος και δεν εξαργυρώνει διατριβές». Λίγο μετά όμως όλα αλλάζουν με την θεσπέσια διήγηση του πρώην φύλακα του Λευκού Πύργου όταν το ’63 κάποια μπήκε φουριόζα και ανέβηκε ψηλά ενώ τα μαλλιά της ανέμιζαν στη διαπασών και τελικά μόλις πρόλαβε και την κράτησε από αυτά. Τα ίδια αυτά μαλλιά πήρε και η κόρη τους!
8. Συνέβησαν άρα συμβαίνουν. Δεν το γράφει ακριβώς έτσι, αλλά αυτό είναι το νόημα. Αγχόνες στην παραλία και Άνθρωποι στη θάλασσα, Αφίσες στην Καμάρα και Κατάσκοποι στην Άνω Πόλη, Ούφο στην παραλία και ο Βυθός της Ευαγγελίστριας, ενδεικτικοί τίτλοι συμβάντων που εξακολουθούν να συμβαίνουν εφόσον συνέβησαν. Παρατηρούνται τα πάντα, όπως τα «Δέντρα εσωτερικού μονολόγου» (όπου και μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα λίστα δέντρων μιας σημαντικής Ιστορίας), «Σκύλοι, σκύλοι, σκύλοι» (με την άξια ανθολογίας φράση της νοσηλεύτριας του Λοιμωδών προς τον ίδιο, όταν χτύπησε το τηλέφωνό της: Μωρό μου θα σε πάρω αργότερα, έχω έναν δαγκωμένο τώρα εδώ), γραφήματα, σημάδια, χαράγματα αλλά και κάτι αιωνίως στάσιμα νερά που μας καθρεφτίζουν
9. Α/σήμαντη Ιστορία. Όμως οι τόποι της Ιστορίας δεν χρειάζονται μνημεία ή ειδική σήμανση, γι’ αυτό και δεν πρόκειται να δείτε αναμνηστική πλακέτα στον χώρο της δολοφονίας, ούτε γλυπτό σε στάση ανθρωπιστικής κραυγής με τα χέρια υψωμένα, ούτε διοργάνωση πολιτιστικών υπερπαραγωγών στη μνήμη του. Θα δείτε όμως το πεζοδρόμιο, όταν περάσετε ξανά από εκεί. Ιδού το κλειδί: μελέτη και προσωπική αυτοψία, απορρόφηση τέτοιων ακριβώς βιβλίων και υποψιασμένη περιπλάνηση.
10. Αυτοπλάνηση. Φυσικά σε τέτοιες δοκιμασίες είναι αδύνατο να λείπει η αυτοβιογραφική πλευρά της περιπλάνησης. Το καθημερινό διά/σχισμα του προαυλίου της Αγίας Σοφίας φαντάζει αλλιώς με την αιματηρή εξέλιξη της οκτάμηνης βουλγαρικής κατάληψης του ναού το 1913 με το πρόσχημα του στρατωνισμού - άλλωστε, ενός από τα πρώτα βιβλία του συγγραφέα, από τις εκδ. Βάνιας πίσω στον 1994 ήταν ακριβώς το Παλίμψηστο προαύλιο της Αγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης (αγορασμένο από το βιβλιοπωλείο των εκδόσεων και βουτηγμένο από επισκέπτη συγκατοίκου –σε ψάχνω χρόνια, όταν σε βρω θα σε καθαρίσω). Έτσι όπως θυμάται την Ικτίνου – δρόμο προς το σχολείο σε διάφορες ηλικίες και με την απαραίτητη ηχογραφία και φωτο-γραφία, αναρωτιέται δε «τόσο εύκολος είναι ο παράδεισος;» [και δεν μπορώ να μην παραλληλίσω με την δική μου Αγίας Ζώνης εν Κυψέλη]. Και πώς να αγνοηθεί το γεγονός ότι πλάι στην τζαμαρία του Ντορέ είδε για πρώτη φορά σκηνοθέτη στη ζωή του, τον Τάκη Κανελλόπουλο, εκεί όπου ο ληστής των ορέων Γιαγκούλας πήγε κι έφαγε το παγωτό του ενώ τον καταδιώκανε σε όλη την ευρασιατική πλάκα.
11. Τα εμφανή περί των αφανών. Είναι εμφανές πως οι αφανείς, οι άσημοι και οι περαστικοί έχουν ίσο μερίδιο στην Ιστορία με τους «άλλους». Γιατί όμως λείπουν όχι μόνο από τις ανάλογες αφηγήσεις αλλά και τις φωτογραφίες ή τις ταινίες της πόλης; Αν, συλλογίζεται ο Σ.Σ. (που κάθισε ο άνθρωπος και υπολόγισε με λογικές παραμέτρους), τα τελευταία εκατόν πενήντα χρόνια η Θεσσαλονίκη πρέπει να έχει αποτυπωθεί σε περίπου 5. 481. 265 φωτογραφίες, ιδιωτικές και επαγγελματικές, στατιστικά αναλογεί στον καθένα μας από μια αποτύπωση στο βάθος μιας τυχαίας φωτογραφίας. Το εν λόγω συμπέρασμα του προκαλεί α) ένα όνειρο: μια έκδοση αυτού του φωτογραφικού υλικού, με περιεχόμενό της μονάχα το έμβιο φόντο των φωτογραφιών, τους τυχαίους περαστικούς, αλλά και β) μια θλίψη: μέσα στις εκατό περίπου ταινίες μεγάλου μήκους που γυρίστηκαν στην πόλη, «ο αριθμός των ανυποψίαστων θνητών που κάνουν το μόνο της ζωής τους ντεμπούτο στο βάθος του πλάνου είναι τριψήφιος και αυστηρά ελεγχόμενος», «καθώς οι ταινίες αυτές γύρισαν την πλάτη τους σε όλο αυτό το ωμό αγοραίο υλικό και μαντρώθηκαν σε διαμερίσματα ή σε ομιχλώδη ταμπλό βιβάν, με ελάχιστες εξαιρέσεις, ιδίως από τον χώρο των b-movies και των βιντεοταινιών» - και εδώ δεν μπορώ να μην προσθέσω ένα άριστο υπόδειγμα του είδους, το βιντεοκλίπ του Γειά σου Μάνα Σαλονίκη του Ζαφείρη Μελά στην «με τα απολύτως απαραίτητα» ποίηση του Μανώλη Αγγελόπουλου.
12. Κλείσε με κάτι συγκινητικό. Είναι οριστικό: «Η Ιστορία υπάρχει για να σκοντάφτεις πάνω της». Σε κάποιο σημείο ο Σερέφας γράφει: «Την Θεσσαλονίκη δεν την επισκέπτεσαι. Η Θεσσαλονίκη είναι που σε επισκέπτεται. Τη μια σε ανεβάζει στον ουρανό και την άλλη σε ρίχνει στα Τάρταρα». Σε αυτό το σημείο εγώ γράφω: «Εδώ μέσα αυτά τα δυο γίνονται ένα».
Εκδ. Μεταίχμιο, 2021, σελ. 228.
Με φωτογραφίες του Πάνου Νικολετάτου.
Σύνδεσμοι:
