Kevin Barry - Νυχτερινό πλοίο για Ταγγέρη
Δυο απελπισμένοι στο μεταίχμιο της αναμονής και στην άκρη της αναζήτησης, εραστές της ίδιας γυναίκας, θεατρίνοι με λάθος ρόλο, στην άκρη της Ευρώπης που έπαψε να είναι ό,τι υπήρξε. Του Λάμπρου Σκουζ
Στο σταθμό των φεριμπότ, ωχροί κάτω από τα φώτα του, οι Μόρις Χερν και Τσάρλι Ρέντμοντ στέκονται όρθιοι σαν επιθεωρησιακό ντουέτο, όμως τα κορίτσια με τα ράστα ακόμη κοιμούνται – μόνο ο σκύλος, ο Τζούνιορ Κορτές, είναι ξύπνιος για να δει το νούμερο της επιθεώρησης. [σ. 82]
1. Στο μεταίχμιο της Aναμονής. Το τελευταίο μυθιστόρημα που απόλαυσα απ’ όσα απέδιδαν την ατμόσφαιρα κάποιου μη ειδυλλιακού παραθαλάσσιου χώρου ήταν το αριστουργηματικό Ναυπηγείο του Χουάν Κάρλος Ονέτι. Σε αντίθεση με τις παρατημένες αίθουσες και τις σκουριασμένες εγκαταστάσεις του ονετικού σύμπαντος, εδώ, ένας άλλος επιβλητικός χώρος μοιάζει εξίσου εκτός τόπου και χρόνου αλλά κατά τα άλλα είναι διαμετρικά αντίθετος: βρίσκεται στο μεταίχμιο δυο ηπείρων και δυο κόσμων και είναι γεμάτος με ταξιδιώτες και έτερους αναμονείς. Πρόκειται για τον επιβατικό σταθμό του λιμανιού της Αλχεθίρας, όπου πηγαινοέρχονται τα πλοία από και προς Ταγγέρη. Αλλά εδώ και ώρα δεν φτάνει κανένα πλοίο, η ώρα άφιξης είναι άγνωστη …
2. Στην άκρη της αναζήτησης … και οι πλέον ανυπόμονοι γι’ αυτήν, οι Μόρις Χερν και Τσάρλι Ρέντμοντ, δυο Ιρλανδοί λίγο πιο πάνω από τα πενήντα, φαίνονται ιδιαίτερα μελαγχολικοί και κάνουν χειρονομίες μακροχρόνιας καρτερίας και πόνου. Κρατούν την φωτογραφία της εικοσιτριάχρονης κόρης του Μόρις, της Ντίλι Χέρν, που ο πατέρας της έχει να δει εδώ και τρία χρόνια. Ο άντρας πίσω στο γκισέ των πληροφοριών σηκώνει τους ώμους του και αγνοεί πλήρως τις επανειλημμένες τους ερωτήσεις. Οι ξεφτισμένες αφίσες με τους εξαφανισμένους δεν βοηθούν· ούτε το περίπλοκο φως του λιμανιού που μπαίνει από τα ψηλά παράθυρα, ο θολός αέρας από την κάπνα ή ο χρόνος που σχεδόν ακούγεται να περνάει. Αυτοί όμως γνωρίζουν πως οι ταξιδιώτες από και προς την άλλη πλευρά κάθε 23 του μήνα ανταλλάζουν διαδρομές ώστε να κρατήσουν ο ένας τον σκύλο του άλλου.
Δεν μένει παρά να αρχίσουν να προσεγγίζουν πιθανούς γνώριμούς της. Μήπως ο αυτός ο νεαρός ονόματι Μπεν που καθίζουν κάπως βεβιασμένα ανάμεσά τους την θυμάται; Έχει κι αυτός μια χίπικη εμφάνιση, άρα είναι ύποπτος γνώριμός της. Συζητήσεις ανάμεσα σε συγκατάβαση, απειλές και βία. Κουρέλια εξομολόγησης για συγνώμη, μεγάλωσα σε ένα δρόμο με ολόιδια σπίτια στη σειρά, που δεν τα έβλεπε ποτέ ο ήλιος, εισπράκτορας στο λεωφορείο νούμερο 8 από την παιδική ηλικία, φαντάζεσαι πως είναι να έχεις χάσει την κόρη σου.
3. Εραστές ’94. Στην Μάλαγα του 1994 ο Μόρις είχε μια άλλη ζωή, έναν μεγαλοπρεπή έρωτα με την Σίνθια και τον καρπό αυτού Ντίλι. Η Ταγγέρη παρέμενε μακριά κι ας αχνοφαίνονταν τα φώτα της με λίγη καλή θέληση και ακόμα καλύτερη ατμόσφαιρα. Αλλά πρώτα είχε γνωρίσει την Καρίμα, που ήταν όμορφη μ’ έναν βρώμικο τρόπο, είχε εξίσου ωραίες γκριμάτσες και ρυτίδες όταν ρουφούσε το τσιγάρο της και σύντομα οι δυο τους «αναρωτιούνταν πώς θα ήταν αν γαμιόντουσαν». Μόνο που μαζί με την Καρίμα πήγαινε κι ένα κιλό επεξεργασμένου μαροκινού χασισιού. «Ήξερε ότι η γυναίκα αυτή θα έπαιζε μεγάλο ρόλο στη ζωή του», αλλά ίσως δεν φανταζόταν την έκταση της τραγικότητας.
4. Ανασκόπηση ζωής. Από μια ημιφωτισμένη όπως κι η αίθουσα αναμονής σκοπιά οι δυο φίλοι περιμένουν το πλοίο να τους σώσει προς μια άλλη ζωή, χωρίς τα λάθη του παρελθόντος. Έτσι είναι τα λιμάνια, περιμένεις πως κάτι θα γίνει, κάτι υπέρ σου. Με ρημαγμένο σώμα– μάτι ο ένας, πόδι ο άλλος, αμφότεροι με άξεστους τρόπους, έχουν το θράσος του παράνομου και την αδημονία του χρόνιου τζάνκι. Εδώ δεν υπάρχει άλλη λύση της αναμονής παρά η ανασκόπηση ενός βίου που βαραίνει πλάτες και σωθικά. Η Ντίλι στα δεκατέσσερα να τρέχει να εξαφανίζεται στα δάση, να χώνεται στο χώμα, να πέφτει με τα μούτρα σε βιβλία λευκής μαγείας, να κλειδώνεται ακίνητη στο δωμάτιο με τις ώρες. Και στην τελευταία ενθύμηση του πατέρα της, η Ντίλι κλεισμένη στον εαυτό της, πουλούσε μενταγιόν με τον ηλιακό δίσκο σε παζάρια και λαϊκές.
5. Κρεμαστές οικοδομές. Οι εραστές με την μικρή τους Ντίλι ευημερούν: να ανταλλάζεις τις ουσίες που σε ευτυχούν, να τις εμπορεύεσαι στην κοινότητα που σε ενώνει η κοινή χρήση, ένας ιδανικός τρόπος πλουτισμού. Όμως δεν θέλησαν να γνωρίζουν πως ποτέ δεν αφήνεσαι μόνος και απυρόβλητος. Όταν ήρθε το βράδυ που μόλις άκουσαν την μηχανή του αυτοκινήτου, κρύφτηκαν στον κήπο και ξαγρύπνησαν σ’ έναν ξενώνα. Είχε έρθει η ώρα για την φυγή στη νοτιοδυτική Ιρλανδίας, στο παραθαλάσσιο Μπερχέιβεν, και το οικοδομικό πλάνο που ξέπλενε χρήματα και επένδυε μέλλον: να χτίσουν σ’ ένα πλάτωμα στα βραχώδη υψώματα πάνω από την πόλη μια σειρά από πανομοιότυπα σπίτια σε σχήμα μισοφέγγαρου με προσανατολισμό ώστε η ράχη του να τα προστατεύει από τον δυτικό άνεμο. Τα σωτήρια κτίσματα θα είχαν θέα θάλασσα και βουνό και θα κρέμονταν πάνω από το κρύο λιμάνι, σα να αιωρούνται.
6. Αύρες και αυτουργοί. Οι νεαροί γονείς προσαρμόζουν τις ώρες τρυπήματος στο ωράριο του μωρού και αδημονούν για τις πρώτες οικοδομές. Όμως δύσκολα ρίχνεις θεμέλια στα βράχια των λόφων, ο τόπος βροντάει από το ίδιο το ουρλιαχτό τους κάτω από το κομπρεσέρ. Ένα εργατικό ατύχημα, μια αποχώρηση, και τα νέα διαδίδονται γρήγορα. Η αιώνια καταραμένη Ιρλανδία, με τους ομιλούντες βράχους, τα στοιχειωμένα χωράφια, την θαλάσσια μνήμη, τις αιώνιες έριδες, το στοιχειό της μελαγχολίας! Ο τρόπος που σε κυκλώνει όλο και πιο ασφυκτικά. Η αύρα της κακοτυχίας είναι μια ιδέα που πάντα γεννάει καρπούς. Οι ημέρες ξεκινάνε με αλκοόλ για πρωινό και κοκαΐνη για δεκατιανό. Τέρμα οι μετρημένες ποσότητες, συχνές οι μείξεις, ελεύθερα τα speedballs, συνεχείς οι καυγάδες. Εδώ ή κάπου παραπέρα κάποτε καμιά εικοσαριά άντρες στήνονταν με τα φανάρια τους σε ένα απόκρημνο μέρος της ακτογραμμής και τα ανεβοκατέβαζαν ώστε από τη μεριά της θάλασσας να φαίνονται σαν πλεούμενο που κουνάει και τραβούσαν προς το μέρος τους άλλα πλεούμενα για να τους χαιρετήσουν και τα χτυπούσαν στα βράχια και τότε έβγαζαν τους σουγιάδες να τους πάρουν την ψαριά και ό,τι άλλο.
7. Το βογκητό τους. Αγάπη και οπιοειδή – αξεπέραστος συνδυασμός στη σφαίρα των ανθρώπων, λέει ο Μόρις. Βγαίνανε έξω σαν νεαροί θεοί, αλλά όποτε εξαφανίζεται η Σύνθια, αυτός αισθάνεται την ναυτία που προκαλεί η απουσία της αγάπης. Τα βράδια της απουσίας της ακούει την θάλασσα να βογκάει και είναι βέβαιος ότι ακούει τα δικά της βογκητά, από κάποιον άλλον. Φροντίζει να ακούει κάτι ανάλογο από ορισμένες γυναίκες που τους χαρίζει μαύρο λάδι κάνναβης και με την απόλυτη γυναίκα («γιατί και τα ναρκωτικά έχουν φύλο»), την ηρωίνη. Κάποτε βρίσκεται και ο αυτουργός και δεν είναι παρά ο φίλος του Τσάρλι. Τι είδους αντίδραση ταιριάζει σε αυτές τις περιπτώσεις; Τότε σκέφτεται την ιδέα του αυτοκινήτου στην άκρη των βράχων, με την Ντίλι δίπλα τους.
8. Θεατρίνοι με λάθος ρόλο. Αυτό δεν είναι ένα συνηθισμένο μυθιστόρημα: κινείται αργά, μπρος πίσω και εναλλάξ σε διαφορετικούς μυθιστορικούς χρόνους και σπάει σε μικρές φράσεις ή παραγράφους, σαν σκαρίφημα θεατρικού έργου που γράφεται στον δρόμο, σαν δοκιμασία προς τον αναγνώστη να ενώσει εκείνος τους αρμούς προτού δημιουργηθεί η ολόκληρη εικόνα των κατεστραμμένων πρωταγωνιστών. Η γλώσσα προφορική στους διαλόγους, ενίοτε ποιητική από τον συγγραφέα ως δείγμα συμπάθειας προς τους ήρωες, διανθισμένη με πλείστες μεταφορές και παρομοιώσεις. Τα φιλιά της είχαν γεύση καπνού και λαδιού.
9. Ντουέτα της πτώσης. Είναι, φυσικά, αδύνατο να μην θυμηθεί εδώ τους ήδη προσκεκλημένους αφελείς και κωμικοτραγικούς φλωμπερικούς Μπουβάρ και Πεκισέ ή τα μπεκετικά δίδυμα που (ακόμα) Περιμένουν τον Γκοντό ή αναπολούν τις Ευτυχισμένες Μέρες, αν και προσωπικά θυμήθηκα τους διαλόγους των Ρόζενκραντζ και ο Γκίλντενστερν, που ως πρώην δευτερεύοντες χαρακτήρες του Άμλετ, επανήλθαν ως πρωταγωνιστές στο θεατρικό έργο του Τομ Στόπαρντ Ο Ρόζενγκραντζ και ο Γκίλντενστερν είναι νεκροί [1967] και στην κινηματογραφική ταινία που σκηνοθέτησε ο ίδιος ο συγγραφέας με πρωταγωνιστές τους Τιμ Ροθ και Γκάρι Όλντμαν [1990]. Κι οι δυο αυτοί ήρωες ακόμα αναρωτιούνται αν υπάρχει ελεύθερη βούληση και πότε επήλθε η στιγμή όπου έχασαν τον πλήρη έλεγχο των ζωών τους.
10. Πού ήσουν; Προνομιούχοι και ασφαλείς εμείς οι αναγνώστες και εντοπίζουμε πρώτοι την Ντίλι σε μια φτηνή πανσιόν για ραγισμένες καρδιές στη Γρανάδα. Έχει μπόλικα πλαστά διαβατήρια ραμμένα στη φόδρα της βαλίτσας της και σύντομα εγκαθίσταται σ’ ένα από τα σπίτια-σπηλιές της πόλης, παράνομες κατασκευές με μικροσκοπικά δωμάτια χωρίς παράθυρα. Μήτρα ή τάφος, εκεί γίνεσαι κι εσύ μια σαύρα. Η Ντίλι συνεργάζεται με την διεμφυλική Φρεντερίκε που έχει ως βιτρίνα ένα κατάστημα χονδρικής με κοσμήματα, μαντήλια και τα συναφή. Τα λεφτά πλέον είναι στην διακίνηση των ανθρώπων. Όμως και η Ντίλι έχει μνήμη και θυμάται την στιγμή που είδε την μάνα της να ψήνεται στο κρεβάτι και τον πατέρα της να μονολογεί βρίζοντας, τότε που κατάλαβε ότι στα σίγουρα δεν ήταν σαν τις άλλες οικογένειες. Ακούει το κλείδωμα στις πόρτες του αυτοκινήτου πάνω από τον γκρεμό, βλέπει το ύφος του Μόρις· θυμάται την ύστατη προτροπή της Σύνθια: δεν πρέπει να βρίσκεσαι κοντά τους· φύγε και μη ξαναγυρίσεις ποτέ. Την άκουσε αλλά δεν θέλησε ούτε τα χρήματά τους. Το σώμα της αυτοχειρίας της μητέρας της δεν βρέθηκε ποτέ.
11. Το τέλος της Ευρώπης. Αυτή είναι μια αναντίλεκτη όψη της Ευρώπης, το παρόν και το μέλλον ενός κόσμου που είναι πια αλλιώς: Στο λιμάνι τα περιπλανώμενα παιδιών πάντων των εθνών κάθονται στο πάτωμα και τριπάρουν ή και βρίσκονται σε κατάσταση μέθης. Αρνούμενοι να προσαρμοστούν στον δυτικό τρόπο ζωής βλέπουν την Ταγγέρη ως το σημείο εξόδου από τον ευρωπαϊκό κόσμο και την συνακόλουθη μελαγχολία του. Οι άλλοι που θέλουν να πλουτίσουν δεν διακινούν πια ναρκωτικά, είναι διαθέσιμα πλέον από το διαδίκτυο, δεν πλουτίζουν. Η Μεσόγειος, αντίθετα, είναι ένα λιβάδι διαθέσιμων σκλάβων, τα δρομολόγια μπορούν να σε κάνουν πλούσιο και υπάρχουν πολλά πόστα, χωρίς να χρειαστεί να μπεις στη βάρκα.
12. «Τι κάνουμε;». Η ερώτηση που έχει απευθυνθεί τόσο σε προσωπικές ζωές όσο και σε κρίσιμες πολιτικές περιστάσεις δεν εκφέρεται ποτέ από τους δυο ήρωες αλλά βρίσκεται συνεχώς στην άκρη των χειλιών τους. Τι μένει να κάνει κανείς όταν όλα έχουν χαθεί; Υπάρχει τώρα επιλογή για μια διαφορετική ζωή; Πως βρίσκεις γαλήνη μετά από ένα τόσο λάθος παρελθόν; Έτσι διαλύονται οι ζωές; Πώς γίνεται και καταφτάνουμε καταρρακωμένοι στην μέση ηλικία; Γιατί η αγάπη δεν διαρκεί για πάντα; Τι μας σπρώχνει στην παρανομία που δεν έχει δρόμο γυρισμού, μόνο οδηγεί στην καταστροφή; Είμαστε όλοι έρμαια ενός κόσμου μονοδρομημένου από το χρήμα ή έχουμε την επιλογή μιας προσωπικής πορείας;
13. Τελειώνει ποτέ τίποτα; Η Ντίλι σκέφτεται να κατέβει νοτιότερα, σε μια μαροκινή ακτή του Ατλαντικού, να βρει ένα αγόρι ή ένα κορίτσι και οπωσδήποτε έναν σκύλο. Οι δυο φίλοι συνομιλούν ενώ γνωρίζουν και παραδέχονται ότι η Ντίλι τελικά μπορεί να μην είναι του ενός αλλά του άλλου. Δεν υπάρχει μέρος που μπορείς να πας χωρίς να σε φτάσει το παρελθόν. Η βαθύτερη εμπειρία που σου προσφέρει ο κόσμος είναι η ραγισμένη καρδιά. Όλα αυτά τα λιμάνια, λένε, έχουν μια φυσική θλίψη. Όταν μετακινούμαστε μέσω θαλάσσης, οι καρδιές μας ξεθαρρεύουν. Είναι κάποιες μέρες και νύχτες που δεν ξέρεις σε ποιο τόπο και σε ποια εποχή είσαι. Σε αυτό το λιμάνι οι ώρες λειώνουν η μία μέσα στην άλλη. Ακόμα και εδώ όμως φτάνει κάποτε η καθοριστική στιγμή της συνάντησης: οι Μόρις και Τσάρλι κοιτάζουν προς τα πάνω και τους τραβάει η γραμμή του βλέμματός της.
Η πορεία του αλκοόλ είναι γνωστή: ζεσταίνει εύκολα, σε κρατάει σε ηρεμία, και μετά, τώρα, σε βυθίζει αργά στις τύψεις. Ήγγικεν η ώρα της μελαγχολίας. Όπως αρμόζει σε έναν κύριο με πλούσιο παρελθόν. Αλλά, και τίποτα άλλο να μην έχει στ’ όνομά του, έχει τουλάχιστον αυτά που μετάνιωσε, και αυτά έχουνε την αξία τους καθότι συνεισφέρουν στην αυτοπροσωπογραφία που ζωγραφίζει ο οσιομάρτυρας νοερώς. [σ. 171]
Εκδ. Gutenberg, 2021 [Σειρά Aldina, αρ. 44], μτφ. και επίμετρο Ορφέα Απέργη, σελ. 302 [Night Boat to Tangier, 2019]
pandoxeio.com