Οι Ωραίοι Έχουν Χρέη
Η απόπειρα ανατομίας μιας εποχής μέσα από 45 τραγούδια μπαίνει και αυτή με τη σειρά της στο ...ανατομικό τραπέζι του Άρη Καραμπεάζη.
Με τον Κριτζά έχουμε βρεθεί –αν δεν μου διαφεύγει κάτι– όχι παραπάνω από μία φορά για να πιούμε και να πούμε και κάτι παραπάνω, ενόψει ενός on line project που ετοίμαζε γύρω από την ελληνική μουσική και το οποίο δεν πραγματοποιήθηκε τελικά ποτέ. Ως ανάμνηση έχω στο drive μου κάτι κείμενα για τον Πανούση, που ομοίως δεν του τα έστειλα ποτέ. Αυτός φαντάζομαι έχει πολλά περισσότερα κείμενα δικά του και διαφόρων τρίτων που είτε περιμένουν υπομονετικά, είτε θα υποστούν την μοίρα της οριστικής ματαίωσης. Δεν ξέρω αν τον συμπαθώ ή με συμπαθεί, όπως αναφέρει και ο Στυλιανός ο Τζιρίτας σε όσα αυτός έγραψε για το βιβλίο, ξέρω πάντως με σιγουριά ότι εκεί όπου ελάχιστα συναντιούνται οι μουσικές μας αναζητήσεις (φοιτητής είσαι ακόμη αγόρι μου και αναζητάς;), εκεί ξεκινάει και το αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα μας.
Αυτά τα λέω ως πρόλογο περισσότερο σε εμένα για να δικαιολογήσω το ότι πριν γραφτούν και δημοσιευτούν τα παρακάτω δεν του έστειλα κάτι στο στυλ «Βύρωνα, σε ευχαριστώ που μου έστειλες το βιβλίο, το διάβασα, δεν θα πω και τόσο καλά πράγματα, μήπως προτιμάς να μην πω τίποτε;». Και αυτό διότι θέλω να πιστεύω ότι οι άνθρωποι που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ‘κρίνουν’, αν μη τι άλλο όχι μόνον ανέχονται, αλλά προσδοκούν και να κρίνονται, χωρίς να τους αφορά το αρνητικό ή το θετικό (OK, τους αφορά ασφαλώς, αλλά καταλάβατε τι θέλω να πω φαντάζομαι). Αν μη τι άλλο κι εγώ όταν διαπίστωσα ότι δοκιμιακού χαρακτήρα κείμενο 2.500+ λέξεων συνοψίζονταν στο «πόσο καιρό έχεις να γαμήσεις ρε Καραμπεάζη και τολμάς και θάβεις τους Metro Decay;» το διπλοσκέφτηκα πριν παρεξηγηθώ και θυμώσω, και ξεκίνησα να μετράω καλού κακού.
Θα πρέπει να ειπωθεί εξαρχής και χωρίς πέρα-δώθε, ότι ο Κριτζάς αποτυγχάνει σχεδόν ολοκληρωτικά σε αυτό που φέρεται να επιδιώκει γράφοντας (απνευστί όπως προκύπτει από όσα αναφέρει στον πρόλογο, αλλά και από το ανάλαφρο δια του οποίου κυλάει η ανάγνωση) αυτό το (δεύτερο του) βιβλίο. Η μόνη ίσως ένσταση σε αυτό τον ισχυρισμό αφορά όχι στο αν αποτυγχάνει, αλλά στο ποιο είναι αυτό στο οποίο τελικά αποτυγχάνει; Ποιος είναι ο στόχος του βιβλίου δηλαδή. Όχι ότι σώνει και καλά κάθε βιβλίο πρέπει να έχει έναν στόχο (που πρέπει, αλλά άλλη κουβέντα αυτό). Μπορεί ο στόχος να είναι και η απόλαυση της ανάγνωσης, που θα μας έλεγε και μια μεσόκοπη φιλόλογος. Ας μην χλευάζουμε την κάθε Δημουλίδου τότε, αν ο στόχος περιορίζεται εδώ, διότι σίγουρα οι αναγνώστες της την απολαμβάνουν. Αν βάλουμε ως παράμετρο το αισθητικό-γνωστικό τους επίπεδο, τότε ήδη αναιρέσαμε την περιοριστική παραδοχή. Ο Κριτζάς πάντως βάζει στόχο και μάλιστα ήδη από τον υπότιτλο του βιβλίου «... και 44 ακόμη τραγούδια που καθρεφτίζουν την Ελλάδα από το 1990 έως το 2017».
Πλήρως ακατανόητο καταρχάς, ακόμη και μετά από μια δεύτερη ανάγνωση του βιβλίου, το γιατί σώνει και καλά πρέπει να αποτυπωθεί ένα καθρέφτισμα της Ελλάδας της παραπάνω περιόδου, πολλώ δε μάλλον μέσα από 45 τραγούδια. Ή καλύτερα το αν είναι πράγματι εφικτό κάτι τέτοιο.
Μέσα σε αυτό το αυθαίρετο πλαίσιο οι ουκ ολίγες «ιστορικές καταγραφές» του βιβλίου, με σχεδόν πάντοτε την τυποποιημένη μονοσήμαντα φρηπρεσική αποτύπωση του στυλ «τα 90s έχουν πάρει φωτιά, μας εκτινάσσουν και ταυτόχρονα μας σκάβουν το λάκκο, η ιδιωτική τηλεόραση φεύγει μπροστά κι εμείς τρέχουμε από πίσω της παίζοντας στο μεγάλο παζάρι» είναι το πρώτο (και αδιάψευστο μέχρι τέλους) σημάδι της μη επιτυχίας του βιβλίου.
Στην βιασύνη του να καταγράψει την κάθε εποχή, και δη να την καταγράψει όχι απλώς με την έστω και αναθεωρημένη σήμερα ματιά του πραγματικού χρόνου (μιας και κατά βάση την έζησε, έστω και μέρος της σε ασυνείδητη ηλικία), αλλά με την διορθωτική σοφία της ύστερης γνώσης και πληροφορίας, ο Κριτζάς καταλήγει απλώς και μόνο να μεταφέρει σε γραπτό και άχαρα ξαλαφρωμένο δοκιμιακού τύπου λόγο τις αρετές των τριών μεγάλων του δασκάλων (Σαββόπουλος, Πανούσης και κύρια Δεληβοριάς), οι οποίοι ανέκαθεν και με αυξομειούμενη μαεστρία, κατέγραφαν με αμεσότητα τα πράγματα γύρω τους, πετυχαίνοντας άμεσα να μεταφέρουν τον ακροατή τους σε μία είτε φιλική, είτε εχθρική νοσταλγία πραγμάτων που άμεσα τον αφορούν (προσφάτως ο Φώντας Τρούσας «κατηγόρησε» τον Δεληβοριά για αυτή την τακτική, εδώ και αν χωράει πολλή κουβέντα). Η τραγουδιστική-ποιητικότροπη φόρμα καθιστά την εν λόγω τακτική άμεσα γοητευτική, στο πλαίσιο της πεζής καταγραφής το όλο πράγμα όμως συντρίβεται. Ο (υποψήφιος) ιστορικός του πρόσφατου παρελθόντος και του παρόντος, απαιτείται ασφαλώς να βουτήξει σε πιο βαθιά νερά από αυτά στα οποία επιπλέει ή βυθίζεται η ικανότητα του μοντέρνου τραγουδιού να καταγράφει την εποχή του.
Και συντρίβεται ακόμη πιο εντυπωσιακά από την ...πρεμούρα (θα επιμείνω στην έννοια) του Κριτζά να πάρει θέση απέναντι στα πράγματα. Η οποία θέση δεν ξεφεύγει και πολύ από την αφετηρία του βιβλίου να αντιλαμβάνεται τραγούδια όπως το ‘Οι ωραίοι έχουν χρέη’ ως πολλά περισσότερα πράγματα από αυτό που πραγματικά υπήρξαν (ως αποτέλεσμα και όχι ως προσδοκία των δημιουργών τους). Δηλαδή λίγο-πολύ ως μία ανάποδων στροφών, αλλά πάντως στερεοτυπική, υπενθύμιση περί του ότι ζούμε με δανεικά, πάνω από τις δυνάμεις μας, κοζάρετε τι έρχεται, τα πεντοχίλιαρα είναι πετσετάκια τελικά κ.ά. τέτοια σύνδρομα της μετά Χριστόν Κασσάνδρας, τα οποία αφαιρούν αξιοπιστία ακόμα και από τις πιο μετριοπαθείς, και άρα φύσει πιο ορθές, διαπιστώσεις στις οποίες σε ουκ ολίγα σημεία του βιβλίου οδηγείται (και δεν οδηγεί τον αναγνώστη, όπως συχνά παρασύρεται να κάνει), ο Κριτζάς.
Υπάρχουν δε στιγμές του βιβλίου, στις οποίες καθώς οι ‘παρατηρήσεις’ του Κριτζά απομακρύνονται από το όποιο πολιτικό-οικονομικό γίγνεσθαι, και εμφανίζονται περισσότερο ενδοσκοπικές, δίνεται η εντύπωση ότι θα ήταν καλύτερα να γραφεί (με περισσότερο παίδεμα) ένα είδος χαντεροτομπσονικής αυτοαναφορικής νουβέλας, στην οποία οι προσωπικές κρίσεις θα ήταν σαφώς πιο απελευθερωμένες, από ότι εδώ που επιχειρείται να ερμηνεύσουν το περιβάλλον τους σε δήθεν αντικειμενικές συνθήκες παρατήρησης.
Στο κεφάλαιο του βιβλίου που αναφέρεται στο τραγούδι ‘Τα Πάγια’ του Σωκράτη Μάλαμα, όπου και λέγονται ορισμένα σωστά πράγματα για το έντεχνο τραγούδι και την μετέπειτα εχθρική τάση προς αυτό, ο Κριτζάς παρασύρεται και πάλι σε προσωπικές εμμονές οι οποίες τον απομακρύνουν τελικά από το να απασχοληθεί με το αντικείμενο του με ουσιαστικό τρόπο. Ίσως λοιπόν εδώ θα είχαν θέση οι πιο προσωπικές ιστορίες και εξομολογήσεις και δεν θα καταλήγαμε σε υπερβολές του τύπου «Αυτούς που βλέπετε να είναι κάθε βράδυ έξω, αυτούς να παρηγοράτε. Δεν αντέχουν το βάρος του εαυτού τους και το περιφέρουνε μπας και τους βοηθήσει κανείς να το σηκώσουν».
Τίποτε περισσότερο δηλαδή από ένας ακόμη καθ’ υπερβολή αντίστροφος κωστοπουλισμός (μιας και ο τελευταίος αντιμετωπίζεται περίπου ως ισότιμο κακό του ναζισμού ας πούμε, στη δίνη της μεταμνημονιακής οικιακής οικονομίας) με καβαφικά δεκανίκια, που όμως στις σελίδες του ίδιου βιβλίου, όταν αυτό αποφασίζει να επιτεθεί στους εναλλακτικούς, αυτοαναιρείται κάνοντας λόγο για «αυτάρεσκους εναλλακτικούς... ανεπαισθήτως κλεισμένοι στα καβαφικά τείχη τους, αισθάνονται διαφορετικοί από τους άλλους ώστε πραγματικά δεν μπορούν να συνεννοηθούν με κανέναν». Στο τέλος της ανάγνωσης δεν ήξερα αν πρέπει να βγω έξω, να πάω σε 3-4 μπαρ τουλάχιστον, μπας και βρεθεί κανείς-καμία να με παρηγορήσει ή να κλείσω ερμητικά τις σκουρόχρωμες κουρτίνες και να διαβάσω ποίηση. Ευτυχώς είχε ποδόσφαιρο και βγήκα από το δίλημμα.
Λοιπόν και πέρα από την όποια πλάκα, διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας (σε ορισμένα σημεία) το βιβλίο, θεωρώ ότι τα εν λόγω ...ατοπήματα του Κριτζά δεν έχουν να κάνουν ούτε με μία τάση συμβουλευτικού διδακτισμού, από την οποία ίσως και ακούσια εμποτίζεται το βιβλίο, ούτε ασφαλώς επειδή πρόκειται για άνθρωπο χωρίς κρίση και τάση εμβάθυνσης στα πράγματα. Ίσα-ίσα. Θεωρώ ότι είναι αναπόφευκτα από τη στιγμή που η κεντρική συλλογιστική του βιβλίου κινείται από αυτό που αναγράφεται στο οπισθόφυλλο ως εξής «απαλλαγμένο από τους διαχωρισμούς ποιοτικού και ευτελούς, για όποιον ξέρει που να κοιτάξει, το μοντέρνο ελληνικό τραγούδι κρατάει ψηλά και διαγώνια τον πιο ρεαλιστικό καθρέφτη μας». Ο Κριτζάς προδίδεται και αυτοαναιρείται αρκετές φορές μέσα στο βιβλίο του, τα καλύτερα κεφάλαια του οποίου είναι αυτά που απασχολούνται με μη ευτελές αντικείμενο, δηλαδή με πραγματικά καλά και κυρίως πραγματικά άξια λόγου και σοβαρών και πολυεπίπεδων αναλύσεων τραγούδια, και όχι ασφαλώς αυτά που εξαναγκάζουν την κρίση τους σε συναλλαγές με ανθυποτσιφτετέλια της Λίτσας Διαμάντη ή με το αδύνατο σημείο της Άντζυς Σαμίου.
Καλώς ή κακώς τα δύο παραπάνω τραγούδια (το 'Χαλαρά' του Χρήστου Πάζη κ.ο.κ.), αυτό που έχουν να προσφέρουν (και που πράγματι έχουν κάτι), το δίνουν σε ένα και μόνο επίπεδο, χωρίς δεύτερες και τρίτες αναγνώσεις, και ασφαλώς (εδώ είναι το τεράστιο λάθος) χωρίς καμία ανάγκη σημειολογικής αντιστοίχισης τους με τα όποια τεκταινόμενα γύρω τους. Το να επιχειρείται να δοθεί σε αυτά τα τραγούδια μια διαφορετική υπόσταση από αυτή που πραγματικά έχουν, δεν ξέρω καταρχάς τι και ποιον εξυπηρετεί.
Έχοντας συζητήσει με τον Κριτζά στο παρελθόν για αυτό το θέμα και όντας και εγώ κατά περίσταση λάτρης αρκετών τραγουδιών του είδους (ποιο είδος; Ε, ας μην αρχίσουμε καλύτερα. Ο Κριτζάς λέει ότι δεν υπάρχει trash εφόσον υπάρχει διασκέδαση, εγώ θα αντιλέξω απλώς και μόνον βγάζοντας το "δεν" από την παραπάνω φράση), καταλήγω –και από την επιχειρηματολογία εδώ μέσα– ότι αυτή η τακτική αναπτύσσεται κυρίως για να εξυπηρετήσει την υπόγεια ντροπή που αισθάνονται όσοι κατά καιρούς αγαλλιάζουν με τέτοιου είδους τραγούδια, ενώ κατά βάση κατατάσσουν εαυτούς στην κατηγορία των σοβαρών ακροατών. Ο Κριτζάς –και θα το πω ξεκάθαρα– φαίνεται να ξορκίζει τις όποιες ενοχές αισθάνεται σε κάθε επόμενη ακρόαση του αδύνατου μουσικού του σημείου, επιχειρώντας να του προσδώσει διαστάσεις που σαφώς δεν έχει. Το λεγόμενο σύνδρομο περί guilty pleasures δηλαδή, όπου ποτέ και κανείς δεν κατάλαβε ποια ακριβώς είναι η ενοχή και τι είδους τιμωρία επιφέρει τέλος πάντων.
Μιλώντας για τους και αναλύοντας τους Κόρε Ύδρο, τους Active Member, τα Ημισκούμπρια, άντε οριακά και τους Μητροπάνο και Μικρούτσικο, ο Κριτζάς είναι σαφές ότι παίζει αν όχι στο δικό του, τότε σε γήπεδο με καλύτερο χορτάρι. Δεν έχει ανάγκη υπερβολών για να αιτιολογήσει τις επιλογές του, δεν καταλήγει σε αυθαίρετους αφορισμούς και κυρίως έχει κάτι να πει, είτε συμφωνεί κανείς με αυτό, είτε όχι.
Καλώς ή κακώς (κάλλιστα), η μουσική δεν είναι μία, δεν χωρίζεται σε καλή και κακή, κατά την προαιώνια κορπορατιστική πετριδική λογική, αλλά το ποιοτικό και το ευτελές είναι θέμα αισθητικής και όχι απαραίτητα file under. Δεν έχω διαβάσει το βιβλίο του Κριτζά για τα τραγούδια του Bob Dylan, αλλά κάτι μου λέει ότι εκεί θα τα έχει πάει αρκετά καλύτερα, μη όντας αναγκασμένος να καταλήξει σε απλουστεύσεις του τύπου «ποιοτικό θεωρείται μονάχα το «σοβαρό», το οποίο συνήθως δεν αντέχουμε για περισσότερο από πέντε λεπτά, ή το περιφρονούμε ως «κουλτούρα να φύγουμε». Ήδη σε αυτή του τη φράση εμπεριέχεται ακόμη μία τεράστια αντίφαση, εκτός και αν μου διαφεύγει μία φλεγματική ειρωνεία.
Κάπου εδώ και για να κλείσουμε πριν προσεγγίσουμε το μέγεθος του ίδιου του βιβλίου, θα πρέπει να επισημανθεί και η σχεδόν απόλυτη ταύτιση των απόψεων και των συμπερασμάτων του Βύρωνα Κριτζά με τα αντίστοιχα του Τάσου Φαληρέα. Δεν είναι κάτι που το κρύβει άλλωστε, το παραδέχεται και το προτάσσει και ο ίδιος. Στο πιο αδύναμο κεφάλαιο του βιβλίου, αυτό που αναφέρεται στο ούτως ή άλλως αδιάφορα εμβατηριακό ‘Τα καράβια μου καίω’ του Νίκου Πορτοκάλογλου, διαφαίνεται υποδόρια η φαληρεϊκή σκέψη (άλλωστε οι Φατμέ και ο Πορτοκάλογλου, υπήρξαν οι σημαίες της).
Στην περίπτωση όμως του ‘Πεχλιβάνη’ του Θανάση Παπακωνσταντίνου (το μόνο πραγματικά ΚΑΚΟ κεφάλαιο του βιβλίου) είναι που απογειώνεται αυθαίρετα για να συντριβεί (και πάλι) εντυπωσιακά σε κάτι λιγότερο από τέσσερις σελίδες. Εδώ πλέον τα ατοπήματα εντοπίζονται στην ίδια την στάση έναντι της μουσικής, η οποία ενώ δεν πρέπει να διαχωρίζεται δήθεν σε ποιοτική και ευτελή, εν τούτοις διαμελίζεται χωρίς πολλά πολλά σε «αγκιστρωμένη σε δυτικότροπα μοτίβα» και σε «ένωση ροκ και έντεχνου... ανατρεπτική όσο και ελληνική». Και ο Κριτζάς –ο οποίος πάντως στα κατά καιρούς γραπτά του σε μουσικά site δεν έδινε την αίσθηση ότι διακατέχεται από αυτό το δαιμόνιο της εγχώριας μουσικής φυλής– παραδίδεται σε μία υπερασπιστική ελληνικότητας, που και πάλι έρχεται σε αντίφαση με όσα προηγουμένως ο ίδιος έχει στηλιτεύσει, όταν θα χρειαστεί να αντιλέξει για την πληθώρα Παρθενώνων στο ‘Μια Ελλάδα Φως’ της Κωνσταντίνας. Γενικώς σύγχυση θεωρώ.
‘Εν κατακλείδι’, το ‘Οι Ωραίοι Έχουν Χρέη’, και πέρα από τις όποιες ιδεοληπτικές ή αισθητικοφανείς αντιθέσεις μας χωρίζουν με τον συγγραφέα του, είναι ένα βιβλίο του οποίου το βασικό πρόβλημα στο τέλος της ανάγνωσης είναι ότι μάλλον δεν θα έπρεπε να είναι βιβλίο. Το ανάλαφρο της γραφής του Κριτζά δεν είναι απαραίτητα αρνητικό, αλλά σίγουρα θα είχε περισσότερες ανάσες στις σελίδες ενός μουσικού περιοδικού (εντύπου ή μη), γιατί όχι και ενός πολυσυλλεκτικού free press, ίσως τέλος πάντων σε κάτι πιο λογοτεχνίζον, αλλά σίγουρα όχι σε κάτι που βαραίνει υπό την ανάσα της λογοτεχνίας. Ομοίως θεωρώ ότι η περιοδικότητα στην παράδοση και την ανάγνωση θα βοηθούσε και τον συγγραφέα να παιδευτεί περισσότερα επάνω στο αντικείμενο του (και στην επιλογή και στην ανάλυση του) και τον αναγνώστη να συλλογιστεί πιο ψύχραιμα επάνω στο κάθε τραγούδι και το πώς τέλος πάντων αυτό εκφράζει ή έστω καθρεφτίζει (αν όντως το κάνει, διότι υπάρχουν έντονες αμφιβολίες για τα περισσότερα) την εποχή του.
Η επιμονή μουσικογραφιάδων (θεωρώ τον Κριτζά ως τέτοιο, έστω και αν βεβαιωμένα επιδιώκει αλλαγή ρότας) να λάβουν τα κείμενα και οι σκέψεις τους την αυθαίρετα σημαίνουσα υπόσταση του ‘βιβλίου’ είναι έντονη εσχάτως. Στις περισσότερες περιπτώσεις a priori δεν βρίσκω το λόγο για κάτι τέτοιο. Ίσως να είναι και η παντελής έλλειψη εγχώριων μουσικών εντύπων βέβαια, που τροφοδοτεί το μικρόβιο, καθώς τα μουσικά site πολλάκις καταλήγουν σε μία προέκταση του μακρότατου χεριού των social media.
Σε κάθε περίπτωση βέβαια πρέπει να κρίνουμε εκ του αποτελέσματος, δυστυχώς όμως στην περίπτωση του δεύτερου βιβλίου του Βύρωνα Κριτζά το αποτέλεσμα κάθε άλλο παρά αναιρεί τα παραπάνω. Το παρόν βιβλίο είναι μεν ένα «αφρισμένο κύμα που έκανε μούσκεμα τον δημιουργό του», καθώς ο ίδιος ομολογεί και δεν έχουμε κανένα λόγο να τον αμφισβητήσουμε εδώ, υπό την αίρεση βέβαια του «πιασάρικου concept», που εναγωνίως αναζητούσε για τη δεύτερη συγγραφική του απόπειρα, αυτό όμως που τελικά μένει στον αναγνώστη δεν είναι παρά ελάχιστες ψιχάλες. Και αυτές υπό ασθενείς ούτως ή άλλως συνθήκες. Λίγα λεπτά μετά το τέλος της ανάγνωσης, απολύτως στεγνοί αναγνώστες αναρωτιούνται τι ακριβώς θα μπορούσε να πάει καλύτερα. Προσωπικά δεν ξέρω.