Bob Dylan - 100 τραγούδια: Οι ιστορίες πίσω από αυτά και η σημασία τους
Αφού το λέει και ο ίδιος: "ο κόσμος μπορεί να μάθει τα πάντα για μένα μέσα από τα τραγούδια μου, αν ξέρει που να κοιτάξει". Του Αντώνη Ξαγά
Έχω την αίσθηση (γράψε βεβαιότητα) ότι στους μεγάλους εκδοτικούς οίκους της χώρας (και όχι μόνο υποθέτω) με το που σκάει κάθε χρόνο η είδηση για το νέο βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας σημαίνει ένας κάποιος συναγερμός. "Ποιος είναι αυτός καλέ;, που τον ανακαλύψανε;, που τον ξέρουμε;, έχουμε βγάλει άραγε κανένα βιβλίο του;, και αν όχι ποιος τότε; Α, και μαζέψτε τα "κορδελάκια" για τον Φίλιπ Ροθ, ούτε φέτος το πήρε". Μια αντίστοιχη κινητοποίηση θα έγινε ασφαλώς και με την είδηση-βόμβα της βράβευσης του Bob Dylan, "να και κάποιος γνωστός μετά από καιρό, ρε σεις τι έχει γράψει αυτός, τραγούδια δεν έγραφε;, η αυτοβιογραφία που είχαμε βγάλει κυκλοφορεί ακόμη;, θέλουμε και κάτι νέο όμως, υπάρχει κενό και ζήτηση στην αγορά".
Πάνω σε αυτή την ευνοϊκή συναστρία είδε το φως της εκδοτικής δημοσιότητας και το εν λόγω βιβλίο του καλού (έτσι δεν υπαγορεύει το στερεότυπο;) συναδέλφου Βύρωνα Κριτζά. Ένα βιβλίο το οποίο όμως είναι εμφανές ότι δεν γράφτηκε πάνω στην τούρλα της επικαιρότητας, έχει μάλιστα κι έναν λόγο ύπαρξης ο οποίος την υπερβαίνει. Διόλου αυτονόητα και τα δύο αυτά. Για την διαπίστωση μάλιστα δεν χρειαζόταν καν η ομολογία του συγγραφέα ότι είχε ξεκινήσει την εργασία του ήδη από το ανύποπτο 2010, το βιβλίο είναι φροντισμένο σε λεπτομέρεια, με επιμελημένα κείμενα άποψης γραμμένα με μια ψύχραιμη και ήσυχη γειωμένη γραφή, έχει πρωτότυπα σκίτσα δια χειρός Αχιλλέα Ραζή, ενώ μία προσθετική αξία δίνουν και γνωστές προσωπικότητες του μουσικού σιναφιού με συνεισφορές οι οποίες άλλοτε έχουν βιωματική φόρτιση (όπως εκείνη του Διονύση Σαββόπουλου ο οποίος αυτο-συλλαμβάνεται κλέπτων ...οπώρας -αμαρτία εξομολογημένη...- από τον Dylan, ή εκείνη του Πάνου Κατσιμίχα για την γκαντεμιά η οποία σημάδεψε ένα λάιβ ζωής) και άλλοτε σκάβουν βαθύτερα φωτίζοντας από μια πιο "ολιστική" σκοπιά το φαινόμενο Dylan, όπως π.χ. εκείνες του Αργύρη Ζήλου και του Φοίβου Δεληβοριά.
Το βιβλίο είναι σαφές ότι δεν είναι, ούτε φιλοδοξεί να γίνει, μια βιογραφία του Dylan (κυκλοφορούν άλλωστε πολλές, της αυτοβιογραφίας του συμπεριλαμβανομένης). Με τη στενή έννοια του όρου τουλάχιστον. Γιατί κατά έναν τρόπο αποτελεί μία βιογραφία του σχηματισμένη με ψηφίδες τα ίδια του τα τραγούδια, εν προκειμένω 100 εξ αυτών, τα σπουδαιότερα κατά τον συγγραφέα. Δεν είναι και ότι πιο εύκολο σε εγχείρημα, κι ας έχει πει κάποτε και ο ίδιος "ο κόσμος μπορεί να μάθει τα πάντα για μένα μέσα από τα τραγούδια μου, αν ξέρει που να κοιτάξει". Εμμ, σε αυτό ακριβώς το "αν" κρύβεται ο ...διάβολος. Τα λόγια γαρ, η ποίησή του (έτσι δεν δικαιούμαστε να λέμε πλέον και με τη βούλα;) είχε μεν ανέκαθεν βιωματική αφόρμηση, αλλά ακόμη κι όταν ήταν φαινομενικά απλή, άφηνε ανοιχτές ένα σωρό ερμηνείες (πόσο μάλλον όταν χανόταν σε κρυψίνοες συμβολισμούς), έτσι για να κάθονται μετά οι ντυλανολόγοι να σπαζοκεφαλιάζουν ενώ ο ίδιος κάπου να το διασκεδάζει με σαρδόνιο χαμόγελο.
Να σημειωθεί προς άρσιν πιθανών παρερμηνειών, ότι από την άλλη μεριά το βιβλίο ΔΕΝ αποτελεί και μία αυτοβιογραφία του συγγραφέα, δεν είναι ο Κριτζάς ο οποίος μέσω των τραγουδιών μιλά για τον εαυτό του και τις όποιες αυτοαναφορικές εμμονές του (θυμάστε το ανέκδοτο με τον Τοτό και το σκουλήκι;). Εδώ το φως του προβολέα πέφτει πάνω στο έργο του Dylan και αποκλειστικά σε αυτό.
Τούτη η στάση δεν συνεπάγεται όμως και απόπειρα μιας (έτσι κι αλλιώς μάταιης και ανύπαρκτης) αποστασιοποιημένης αντικειμενικότητας. Το βιβλίο δεν είναι συναισθηματικά αποστειρωμένο, το προσωπικό στοιχείο είναι πανταχού παρόν. Όχι τόσο (ή μόνο) στην επιλογή των κομματιών. Αυτή σε έναν σημαντικό βαθμό είναι "αντικειμενική", ένα μεγάλο ποσοστό είναι κομμάτια τα οποία δεν θα μπορούσαν να απουσιάζουν από μια τέτοια παράθεση (αφήστε που γενικότερα δεν θεωρώ τις συζητήσεις του τύπου "γιατί αυτό και όχι κάποιο άλλο" ιδιαίτερα καρποφόρες). Το δε περιθώριο μιας πιο προσωποκεντρικής ανθολόγησης πλαταίνει μόνο όταν μπαίνουμε στις πιο μέτριες ή/και κακές περιόδους του Dylan (το ποιες είναι αυτές, αναδεικνύεται και μαθηματικά ήδη από την ποσόστωση των επιλογών, ήτοι 50% των τραγουδιών προέρχονται από τα 60s, 24% από τα 70s, 15% από 80s-90s και 9% από το 2000 μέχρι το σήμερα).
Από την άλλη η αγάπη του συγγραφέα για τον Dylan δεν κρύβεται, χωρίς πάντως να πιάνει και οπαδικό κάθισμα. Αναγνωρίζει π.χ ότι δεν υπήρξε ποτέ ούτε ιδιαίτερα καλλικέλαδος ούτε και σπουδαίος οργανοπαίχτης. Όμως η αγάπη "γι' αυτά και παρολ' αυτά" αναδεικνύεται περισσότερο όταν στέκεται στις λιγότερο λαμπρές στιγμές του Dylan, τότε που έψαχνε πατήματα σε εποχές που οι πολλοί τον είχαν ξεχάσει, ο Κριτζάς κρίνει χωρίς να καταδικάζει, αντιμετωπίζει με τρυφερό μεγάθυμο βλέμμα, βρίσκει ως και την χιουμοριστική/ειρωνική τους διάσταση, "συγχωρεί" ακόμη και τραγούδια σαν το "Jokerman". Είναι ίσως και αυτή η αγάπη η οποία τον οδηγεί και σε κάποιες τουλάχιστον συζητήσιμες εκτιμήσεις, όταν βλέπει π.χ. τον Dylan ως "προπομπό του χιπ χοπ", ή σαν κάποιον ο οποίος "έθεσε ένα λιθαράκι στον πύργο του garage rock", ή το "Tombstone Blues" ως πρώτο τραγούδι με punk rock αίσθηση". Έτσι κι αλλιώς όμως η συζήτηση για τον "πρώτο" και τις εκάστοτε επιρροές και εκλεκτικές συγγένειες είναι ατελείωτη και ανεξάντλητη στην μουσική (ενίοτε και διόλου καρποφόρα και αυτή)...
Είναι πολλά τα αγκίστρια για προβληματισμούς και σκέψεις υπάρχουν στο βιβλίο. Και σε πολλά τέτοια θα μπορούσα να πιαστώ και να παρασυρθώ κι εγώ σε αυτό το κείμενο. Ειδικά από τη στιγμή που σε τέτοια θέματα δεν υπάρχουν τελικές απαντήσεις, περισσότερο τέτοια κείμενα αποτελούν μια καλή αφορμή/αφετηρία για περαιτέρω ψάξιμο. Είναι και αυτό το ανεξάντλητο και πολυσχιδές της προσωπικότητας του δημιουργού, οι ιδιορρυθμίες του, οι αντιφάσεις του. Πολλές είναι και οι τελευταίες, αλλά με μία να αναδεικνύεται και στο βιβλίο τούτο ως η κορυφαία και πιο καθοριστική: η διαρκής προσπάθεια εξισορρόπησης μεταξύ της ατομικής και της συλλογικής (θέλετε κοινωνικής;) έκφρασης. Από τη μία ο Dylan (ή Ντάυλαν όπως πρωτο-αναφέρθηκε στα μέρη μας από την "Αυγή" τότε) ως οργανικό μέλος, συνεχιστής και αγωγός μιας μακράς (εντάξει, για τα δεδομένα των ΗΠΑ) παράδοσης (σημειώστε, ειδικά τα πρώτα χρόνια, πόσα κομμάτια του βασίζονται σε άλλα, δεν μιλάμε μόνο για δάνεια αλλά έως και "κλοπές", τόσο που η Joni Mitchell σε μια μάλλον τσαντισμένη φάση να τον χαρακτηρίσει και "απατεώνα"), στην πραγματικότητα ποτέ δεν ξέφυγε από το πλαίσιο αυτό όσες πρωτοπορίες και αν του πιστώσουμε τελικά (π.χ. ακόμη και τα μεγάλα σε χρονική διάρκεια κομμάτια του, μπορεί να ειδωθούν ως μια επιστροφή στο παρελθόν των τροβαδούρων αφηγητών, πριν έρθουν οι εταιρείες και κάνουν την μουσική εμπόριο φορώντας της και τον διαβόητο τρίλεπτο κορσέ).
Από την άλλη ο Dylan ως μια αυτόφωτη καλλιτεχνική οντότητα στην συνεχή αναζήτηση μιας προσωπικής και ελεύθερης ταυτότητας και έκφρασης, συχνότατα σε αντιδιαστολή με τις προσδοκίες του δικού του κοινού. Είναι όμως μέσα σε αυτό το πλαίσιο και ακριβώς χάρις σε τούτη την "τριβή" των φαινομενικά ασυμβίβαστων που γεννήθηκε το νέο το οποίο κόμισε στην τέχνη ο Dylan. Ή όπως το έθεσαν και κάποιοι ακαδημαϊκοί στην Στοκχόλμη: «δημιούργησε νέες ποιητικές εκφράσεις μέσα στη μεγάλη παράδοση του αμερικανικού τραγουδιού».
Άραγε χρειαζόταν και η βούλα μιας Ακαδημίας για να αναγνωριστεί αυτό; Τώρα που καταλάγιασε και ο αχός με την βράβευση, την οποία άλλοι είδαν έως και σαν προσωπική δικαίωση και άλλοι σαν ένα ατόπημα καθοσιώσεως, έχω την αίσθηση ότι δεν θα αλλάξει κάτι στο στάτους ή την υστεροφημία του Bob, θα είναι απλά μία ακόμη ιδιαίτερη προσθήκη σε ένα ούτως ή άλλως ιδιαίτερο βιογραφικό. Ούτε η απόφαση αυτή ρίχνει ένα κάποιο βαρίδι στην παλάντζα (ψευδοδίλημμα!) υπέρ του λόγου μεταξύ στίχου και μουσικής. Εν τέλει, ας έχουμε κατά νουν ότι τα βραβεία συνήθως λένε πολλά περισσότερα για εκείνους που τα απονέμουν και λιγότερα για εκείνους που τα δέχονται (έστω και δια αντιπροσώπου). Εν προκειμένω είναι εμφανές ότι τα τελευταία χρόνια η Σουηδική Ακαδημία βρίσκεται σε μια φάση ανοίγματος του "ορισμού" της λογοτεχνίας, όπως τουλάχιστον αυτός γίνεται αντιληπτός στον ενίοτε μουχλιασμένο και συντηρητικό αυτό χώρο (νομίζω μια πιο ριζοσπαστική κίνηση, ακόμη και από την βράβευση ενός τροβαδούρου, θα είναι κάποια στιγμή η βράβευση ενός αστυνομικού λογοτέχνη, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία).
Κλείνω το βιβλίο και ο απόηχος του τελευταίου 100ου τραγουδιού αιωρείται στον χώρο... Το "Long and wasted years" από το μάλλον μετριότατο Tempest. Ναι, διαβάζοντας μπήκα στο κλίμα και άκουσα παράλληλα και τα 100 επιλεγμένα κομμάτια, ξανα-θυμήθηκα πρώτες ακροάσεις, ξανα-θάμαξα την ολάκερη πορεία του όλα αυτά τα σίγουρα long αλλά διόλου wasted χρόνια, ανακάλυψα κιόλας ένα αριστούργημά από την εποχή που κι εγώ του είχα γυρίσει πλέον την πλάτη. "Ain't talking", εκεί κάπου στο 2006 ήταν που βγήκε για περιπλάνηση, με ξηρά χείλη και δάκρυα στα μάτια, χωρίς να μιλά, ain't talking, just walkin'. Απλώς περπατάμε όπως σημειώνει και ο Φοίβος, όσο μας πηγαίνει, το ίδιο είμαι σίγουρος θα κάνει και ο συγγραφέας από τη μεριά του, κι ας δηλώνει τώρα ότι "αυτό είναι το πρώτο και ενδεχομένως μάλλον το τελευταίο του βιβλίο"...