Περί ενός αναπάντεχου μάρτυρα
Τι περίεργη φιγούρα αυτός ο Warren Zevon! Αν μη τι άλλο για τα δικά μας δεδομένα, τα ελληνικά, στα οποία δρώμενα και συζητήσεις που αφορούν τα μουσικά προτιμητέα ποσά και πηλίκα, όχι απλά σπάνια αλλά με σταγονόμετρο βρίσκω αναφορές του σε περιοδικά και άρθρα συναδέλφων. Το βιβλίο ‘Accidentally Like a Martyr: The Tortured Art of Warren Zevon’ του James Campion που κυκλοφόρησε από την Backbeat Books ήρθε να θυμίσει αυτή την πραγματικότητα αναφορικά με τον Αμερικανό καλλιτέχνη ο οποίος έφυγε πριν από μερικά χρόνια. Οι λόγοι είναι πολλοί. Αν έπρεπε να τους συνοψίσουμε θα μπορούσαμε να αναφέρουμε τους Jackson Browne, Billy Joel και Linda Ronstadt.
Και αν μπερδευτήκατε, να σας πω ότι ειδικότερα ο πρώτος και η τρίτη ήταν επιστήθιοι φίλοι του και ουδόλως τυχαίως εμφανίστηκαν και στο κύκνειο άσμα του, το ‘Wave’, το οποίο και ηχογραφήθηκε το 2004, στο τελευταίο δηλαδή στάδιο του καρκίνου που κατέβαλε τελικώς τον Αμερικανό καλλιτέχνη σε ηλικία μόλις 47 χρονών την ίδια εκείνη χρονιά. Και οι τρεις όμως παραπάνω μοιράζονται μια αστική σκοπιά πλεύσης στις συνθέσεις και εκτελέσεις τους, η οποία καθότι απηχεί ψιμύθια της αμερικάνικης νευρωτικής αστικής νομενκλατούρας της Νέας Υόρκης όπως αυτή μετασχηματίστηκε στα 70s και 80s, δεν βρήκε ποτέ συνθήκες επώασης μίας έστω και μικρής αποδοχής στην ημεδαπή. Ίσως ακριβώς επειδή δεν διηγείτο ιστορίες βρώμικου rock’n’roll αλλά βασανισμένου από την ίδια την μετοχοποίηση της επιτυχίας του στα μέσα των 70s. Μαζί με ποίηση η οποία αφορούσε τόσο την κανονικότητα/πραγματικότητα/καθημερινότητα όσο και την βίαια προσαρμογή των εφήβων ακόμα και στα 60s, όταν τους πήρε η παλίρροια κι η άμπωτη των κινημάτων (αλλά και ανεμελιάς) που σάρωσε τη χώρα και μετά απλά έπρεπε να πληρωθεί και ο λογαριασμός του ηλεκτρικού (είτε μιλάγαμε για καλλιτέχνες είτε για οπαδούς που δούλεψαν είτε σαν μικροεπιχειρηματίες είτε λαντζέρηδες). Πάντα όμως με μια καλαισθησία αλλά και επιλεκτικότητα σε κάθε κίνηση. Δεν ήταν το κοινό των Doobie Brothers (που αντιπροσωπεύουν χονδρικά τον Έλληνα λαϊκοροκά) αλλά το κοινό του Σαββόπουλου των early 70s που εκίνησε οικογένειες και άρχισε να χτυπά κάρτα στο γραφείο.
Η αλήθεια βέβαια είναι ότι ο Zevon γεννήθηκε στο Σικάγο, αλλά στα 16 του ήταν ήδη στη Νέα Υόρκη όπου σε ηλικία 22 χρονών θα κυκλοφορήσει το 1969 το αδίκως αδικημένο από τους κριτικούς ‘Wanted’. Μιας και οι πωλήσεις δεν πήγαν καλά, στη συνέχεια έριξε το συνθετικό του τάλαντο στη βορά των jingles, τραγουδιών δηλαδή για διαφημίσεις, ανάμεσα στις οποίες συγκαταλέγονταν προϊόντα από ένα ευρύ φάσμα, από κέτσαπ μέχρι αυτοκίνητα της Ford. Χρειάστηκε ο προαναφερθείς Jackson Browne να τον πιέσει να συνεχίσει την δισκογραφική του πορεία και έτσι μερικά τραγούδια του εμφανίστηκαν σε δίσκους της Linda Ronstadt και κυρώθηκαν ως επιτυχίες στα charts.
Οι μετέπειτα δίσκοι του στην Asylum και την Imperial γνώρισαν την πολυπόθητη κριτική αλλά και εμπορική αποδοχή. Όμως ο αλκοολισμός του θέριεψε στα μέσα των 70s και ως εκ τούτου η πορεία του ήταν κατιούσα και εκεί κάπου βρίσκεται το μισό βιβλίο του Campion. Ο συγγραφέας, πεπειραμένος και μάλιστα όχι μόνο στον μουσικό τομέα, κάνει μια αναδρομή ειδικότερα στις δεκαετίες του ‘70 και του ’80 οι οποίες έπαιξαν αφανιστικό ρόλο στην ψυχοσύνθεση του Zevon. Ο Campion αν και βουτάει στις συνθέσεις του Zevon έχει έναν μόνιμο μεγεθυντικό φακό εστιασμένο στους στίχους του τραγουδοποιού. Όχι άδικα βέβαια διότι ο Zevon έρχεται από μία γενιά για την οποία ο στίχος ήταν ισότιμος με τον ήχο, αν όχι σημαντικότερος σε κάποιες φάσεις. Ο Campion ως κανονικός οπαδός του Zevon, το οποίο και δηλώνει σχεδόν εξαντλητικά πολλές φορές μέσα στο ‘Accidentally Martyr’ προσπαθεί, και η αλήθεια είναι ότι πείθει, για τα αποτελέσματα της γέφυρας που ρίχνει ανάμεσα στους στίχους που σκάρωσε ο Zevon και των γεγονότων της πολυτάραχης ζωής του.
Το βιβλίο έχει αποκλειστικό ενδιαφέρον για τους οπαδούς του Zevon, ο Campion δεν δίνει μεγάλη έκταση στη σύνδεση του Zevon με το εκάστοτε μουσικό κίνημα ή κοινωνική εξέλιξη. Ακολουθεί τον Μάρτυρά του στον λαβύρινθο των καταχρήσεων και της συμφορητικής σε συνέπειες ενδοσκόπησης του. Ο Campion είναι φανερό ότι τον λατρεύει ως δημιουργό και αυτό δημιουργεί ζητήματα. Όχι τόσο στην αποτίμηση των επιλογών του Zevon, αλλά σε μία αυτή καθαυτή μουσική ανάγνωση. Αν και το βιβλίο είναι σαφώς ενδιαφέρον στην εξέλιξη του όσο και εντυπωσιακό στην έρευνα που έχει διεξάγει ο συγγραφέας για να διασταυρώσει στοιχεία, αποτελεί περισσότερο τη βιογραφία μίας ιδιότυπης φιγούρας των γραμμάτων παρά την έντυπη saga ενός μουσικού δημιουργού. Και τελικά ο Campion σε κερδίζει ακριβώς λόγω της αγάπης του. Μπορεί να είναι στα όρια του οπαδισμού αλλά λόγω τους βάθους της έχει παράξει ένα έργο άξιο αναφοράς.