Στ’ αμπέλια + Το ξανθό κορίτσι της Σαντορίνης
Ο Αντώνης Ξαγάς ψάχνει τα κοινά νήματα που ενώνουν τα βιβλία ενός συγγραφέα και μιας τραγουδίστριας, όπου αμφότεροι επιστρέφουν στα παιδικά χρόνια στη δεκαετία του '50
Σταύρος Ζουμπουλάκης - Στ’ αμπέλια (ΠΟΛΙΣ)
«Υπάρχει συγκίνηση χωρίς νοσταλγία, ίσως μάλιστα να είναι έτσι πιο αδρή».
Μια φράση η οποία ακούγεται έως και …ανατρεπτική (για να χρησιμοποιήσω ένα μοδάτο και καταχρηστικά χρησιμοποιούμενο επίθετο) σε μια εποχή η οποία νοσταλγεί ακατάσχετα, ακόμη και νοσηρά (να θυμηθούμε εδώ και ότι και η νοσταλγία ως ψυχική νόσος πρωτοεμφανίστηκε;). Είναι και η φράση-κλειδί για το καινούργιο βιβλίο του Σταύρου Ζουμπουλάκη, μιας που σ’ αυτό ο συγγραφέας επιστρέφει στη «μοναδική του πατρίδα» όπως είθισται πλέον να λέγεται, στα παιδικά του χρόνια δηλαδή και συγκεκριμένα στα καλοκαίρια που περνούσε «στ’ αμπέλια», στη Συκιά (Συκέα), ένα χωριό στα μισά του δρόμου από Μολάους προς Μονεμβασιά, εκεί που τον έστελνε η μάνα του στους συγγενείς, για να πάρει το ασθενικό παιδί κα’να κιλό. Οι ξώβεργες της νοσταλγίας και του εξωραϊσμού είναι λοιπόν παντού στημένες, γι’ αυτό κι ο συγγραφέας εν γνώσει αυτού προειδοποιεί ότι και ο ίδιος δεν βρίσκει «τίποτε πιο βαρετό από το να ακούς ή να διαβάζεις για τα παιδικά χρόνια κάποιου, πρέπει πράγματι να τον αγαπάς πολύ για να το αντέξεις».
Ωστόσο η αφήγηση του Ζουμπουλάκη ούτε βαρετή είναι ούτε δυσβάσταχτη. Κι αν το να υποκύψεις στη νοσταλγία είναι έως και αναπόφευκτα ανθρώπινο, ο συγγραφέας καταφέρνει να το αποφύγει με τέχνη, μαστοριά και φιλοσοφημένη εμβάθυνση. Κατά μία έννοια μάλιστα το βιβλίο μπορεί να λειτουργήσει και σαν μια αντι-νοσταλγική …αγωγή, ειδικά για ανθρώπους σαν και τον υποφαινόμενο πληκτρολογούντα, τους «βουτυρόκωλους όπως τους προσδιορίζει ο ίδιος κάπου, όλα δηλαδή εμάς τα ανθρώπινα πλάσματα τα στοιβαγμένα σαν κατσαρίδες στις σύγχρονες μητροπόλεις, με την «στέγη» του ενός να μπαίνει στο μάτι του άλλου, τα αλληλομισούμενα και αλληλοϋποβλεπόμενα, που φαντασιώνονται έναν παλιό καλό χαμένο τρόπο ζωής στην ύπαιθρο, στο χωριό, μια φαντασιακή αρμονία με την φύση πριν αυτή η αγνότητα αλλοτριωθεί από τον «σύγχρονο τρόπο ζωής», όλα αυτά δηλαδή που κυνηγάνε να βιώσουν αγχωμένα (και συνήθως ακριβοπληρωμένα) σε σαββατοκυριακάτικες αγροτουριστικές αποδράσεις.
Αυτόν ακριβώς τον κόσμο της υπαίθρου, και μάλιστα στην …ασπρόμαυρη εποχή της δεκαετίας του ’50, είχε την τύχη να βιώσει και ο συγγραφέας, για εννιά μάλιστα συναπτά καλοκαίρια. Τύχη με την έννοια ίσως ότι είχε την πολυτέλεια του μουσαφίρη, του εξωτερικού παρατηρητή ο οποίος πλέον με την απόσταση του χρόνου και την θεωρητική σκευή που αυτός συσσώρευσε, τον αναπαριστά εντελώς διαφορετικό από τις ρομαντικές αστικές φαντασιώσεις. Με μια γλώσσα γυμνή και στέρεη και χωρίς περιττούς λυρισμούς περιγράφει έναν τόπο σκληρό, τραχύ, παγ(ι)ωμένο, μια ζωή όλο στερήσεις, με (διόλου εξαγνιστική) φτώχεια και πείνα, υψηλή παιδική θνησιμότητα, στάσιμο και βαλτωμένο σε αέναη επανάληψη, με μόνη διέξοδο τη δυστυχία του ξενιτεμού. Έναν τόπο όπου η ιδιοκτησία είναι το παν, όπου μπορεί και να φτάσεις στον φόνο για μια πιθαμή γης, όπου η καταλαλιά και ο φθόνος κυριαρχούν, και η βία, ψυχική τε και σωματική, κατά των αδυνάτων, όπου τα ζώα είναι υποψήφια σφάγια ή χρηστικοί σκλάβοι, κάπου μπορεί να απαντήσετε και μια …ακέφαλη κότα να τρέχει αιμάσσουσα. Τίποτε δεν μένει όρθιο στην ρομαντική κατασκευή, ακόμη και το πάτημα των σταφυλιών γίνεται μέσα σε ένα σύννεφο από σφήκες και σκούρκους, ακόμη και η «μεσογειακή διατροφή», αυτή η μάλλον φράγκικης επινόησης ορθορεκτική-υγιεινιστική τάση της εποχής όπου το «τι τρως» (ή τι δεν τρως) έχει αναδειχθεί σε θέμα ταυτότητας και διάκρισης, ούτε αυτή μένει αλώβητη «προφανώς δεν έχουν ζήσει σε μεσογειακό χωριό, μιλάνε για κάτι φανταστικό. Αληθεύει ακριβώς το αντίθετο. (…) Όλα τηγανητά και τσιγαριστά και αλμυρά λύσσα». «Ο άνθρωπος του αγροτικού πολιτισμού γενικώς δεν γνωρίζει την αισθητική στάση» σημειώνει κάπου ο συγγραφέας με ευστοχία (πόσο μάλλον την «υγιεινή»), συμπεριλαμβάνοντας ασφαλώς και το μεγαλύτερο μέρος των έργων που σήμερα τα θαυμάζουμε και τα θεωρούμε λαϊκή τέχνη.
«Μικρόν χωρίον, μεγάλη κακία», ένα greek gothic (κατ’ αναλογία με τον περίφημο πίνακα του Grant Wood), μας τα περιέγραφε με ζωηρά μελανά χρώματα και ο Παπαδιαμάντης, μόνο που εμείς τον διαβάσαμε με εστέτ αποστασιοποιημένο βλέμμα και κρατήσαμε μόνο την γοητευτική ασφαλώς, παγανιστικά ορθόδοξη φυσιολατρία του.
Μαρίζα Κωχ – Το ξανθό κορίτσι της Σαντορίνης (Μεταίχμιο)
Αν τώρα από την Συκιά πάρουμε τον δρόμο προς Μονεμβασιά και μετά διασχίσουμε για κάμποσα ναυτικά μίλια το άστατο Μυρτώο Πέλαγος, μπορεί και να μας βγάλει το κύμα στην Σαντορίνη. Για να συναντήσουμε εκεί νοερά το «ξανθό της κορίτσι», την Μαρίζα Κωχ εν προκειμένω και τα δικά της παιδικά χρόνια, ίδια περίπου εποχή με του Ζουμπουλάκη, μόνο πέντε σκάρτα χρόνια νωρίτερα ήταν όταν η μικρή Μαρίζα έπαιρνε μαζί με την αδερφή της το πλοίο της άγονης γραμμής για να μετακομίσει στο νησί καταγωγής της μητέρας της.
Εδώ βέβαια οι άνθρωποι κι ο κόσμος που ξεπηδούν μέσα από τις γραμμές του βιβλίου δεν έχουν την σκληρότητα που συναντήσαμε στην αντικρινή λακωνική στεριά. Ίσως να είναι και το αιγαιοπελαγίτικο φως που μαλακώνει τα αισθήματα και λειαίνει τις αιχμηρές γωνίες, ίσως όμως να είναι και το πιο ευμενώς νοσταλγικό βλέμμα της συγγραφέως. Πόσο μάλλον όταν η ίδια η Σαντορίνη, ειδικά με το σημερινό της κατάντημα, δίνει απλόχερα λαβές πειρασμού για να νοσταλγήσει κανείς πρότερες «καλές» ημέρες, χωρίς χειροκροτητές ηλιοβασιλεμάτων και όλα τα υπόλοιπα σημάδια που έχουν αφήσει στον τόπο οι ερπύστριες της τουριστικής νεωτερικότητας (της ίδιας νεωτερικότητας που σαν σε flip-side δράσης, έχει φέρει στην Συκιά ερήμωση και εγκατάλειψη).
Μέσα από την διήγηση της Κωχ, την οποία υποστηρίζει μια ήσυχη γραφή, τρυφερά απλή, χαμηλών τόνων και χωρίς να διεκδικεί δάφνες υψηλής λογοτεχνικότητας, ζωντανεύει η ζωή της οικογένειας και του ευρύτερου σογιού μαζί με εικόνες του νησιού της εποχής, με την φτώχεια και τις στερήσεις να καθορίζουν την καθημερινότητα, με τις μνήμες της Κατοχής νωπές και τις πληγές ακόμη ανοιχτές. Στο φόντο, περιγράφονται έθιμα και παραδόσεις και τα μεγάλα γεγονότα, η επίσκεψη του γερμανού καγκελάριου, ο σεισμός, η άφιξη του πρώτου αυτοκινήτου (που χρειάστηκε να το ανεβάσουν από το λιμάνι πάνω στα Φηρά «είκοσι άντρες από την μια μεριά και είκοσι από την άλλη, το αυτοκίνητο που είχαν στερεώσει πολύ καλά επάνω σε κορμούς κυπαρισσιών»).
Εν τούτοις, το βασικό κίνητρο για να γραφτεί το βιβλίο αυτό δεν ήταν η αναπόληση της παιδικής ηλικίας μιας διάσημης τραγουδίστριας, κάποιος μπορεί να το υποπτευτεί ήδη από την αφιέρωση του βιβλίο «σε όλα τα παιδιά του πολέμου». Και η ίδια έχει πει σε συνέντευξη ότι το έγραψε «για να ευαισθητοποιηθούν οι άνθρωποι απέναντι στην προσφυγιά, στα βάσανα των συνανθρώπων μας που βιώνουν το “δύο πατρίδες έχω και καμιά δεν με θέλει” – όπως εγώ». «Εγώ», το κορίτσι με τα ξανθά μαλλιά και το επώνυμο που ξένιζε (αναζητήστε να διαβάσετε –όχι στο βιβλίο– την γουστόζικη και συγκινητική ιστορία της γνωριμίας της με τον σκηνοθέτη Νίκο Κούνδουρο). Αυτή η διαφορετικότητα, το παιδικό δράμα του να διαφέρεις και να ξεχωρίζεις από τα άλλα παιδάκια, διατρέχει υπόρρητα όλη την αφήγηση, τα στόματα που δεν λένε φωναχτά, όμως τα παιδιά κάτι ψυχανεμίζονται, «άκουγα κάτι να ψιθυρίζουνε για μας», για τα «ορφανά», «τίνος είναι αυτά τα θηλυκά;» που «παραείναι ξενόλοα» (παράξενα δηλαδή). Και φυσικά το φάντασμα του απόντος πατέρα, πανταχού παρόν μέσα στην απουσία του, του γερμανού στρατιωτικού που χάθηκε χωρίς να αφήσει ίχνη, μονάχα μια χαμένη πλέον κι αυτή φωτογραφία. Μια ιστορία που επαναλήφθηκε σε πολλές παραλλαγές και κλιμακώσεις τραγικότητας τα χρόνια μετά τον πόλεμο παντού όπου πάτησε γερμανική μπότα αφήνοντας πίσω της παιδιά, “enfants maudits”, ένα ευαίσθητο θέμα-ταμπού που ακόμη περιμένει την εγχώρια ιστοριογραφία να του δώσει σημασία (στα γερμανικά υπάρχει από το 2008 το βιβλίο της Kerstin Muth με τίτλο «Die Wehrmacht in Griechenland – und ihre Kinder», «Η Βέρμαχτ στην Ελλάδα – και τα παιδιά της», αλλά περιέργως παραμένει αμετάφραστο).
Κι αν αυτό το συναίσθημα αποτελεί τον κεντρικό άξονα του βιβλίου, από δίπλα εμείς οι μουσικόφιλοι μπορούμε να ιχνηλατήσουμε και τα πρώτα της τραγουδιστικά σκιρτήματα, τα βιώματα που την έφεραν σε επαφή με την ελληνική παράδοση, με κομμάτια τα οποία κάμποσα χρόνια αργότερα θα σημάδευε με τη φωνή της («Καροτσέρη, τράβα, να πάμε στα Ταταύλα», «Στο πα και στο ξαναλέω», κ.ά). Και κάποια στιγμή θα πρέπει να σταθούμε και να μιλήσουμε (δεν λέω να αποκαταστήσουμε γιατί δεν το χρειάζεται) για αυτή την σπουδαία ερμηνεύτρια και δημιουργό, για τον ρόλο της στην εξέλιξη και στο ανακάτεμα της παράδοσης με τον δυτικότροπο ροκ (ω ναι) ήχο, ερχόμενη μάλιστα από έναν χώρο λίαν συκοφαντημένο (σε κραυγαλέα μάλιστα και άδικη αντίθεση με το εξίσου συμβιβασμένο ροκ).
Πέρα πάντως από την όποια νοσταλγία, η οποία αποποιούμενη ή μη, είναι μια υπαρκτή και εμφανέστατη τάση εσχάτως και στην ελληνική λογοτεχνική παραγωγή (με πρόχειρο χαρακτηριστικό παράδειγμα το επίσης φετινό βιβλίο του Αλέξη Πανσέληνου «Ελαφρά ελληνικά τραγούδια»), τα δύο αυτά βιβλία που παρουσιάσαμε σε παραλληλία τα συνδέει τελικά και ένα άλλο, πιο στέρεο νήμα: της αγάπης. Αυτής που μπορεί να μετατρέψει και την χειρότερη κόλαση σε παράδεισο. «Το αφήγημα μου αυτό το έγραψα ως απάντηση της αγάπης που δέχτηκα» γράφει στο οπισθόφυλλο η Μαρίζα Κωχ, «είναι άδικο: εννιά παιδικά καλοκαίρια αδιατάρακτης ευτυχίας, μέσα σε έναν ωκεανό αγάπης, δεν είναι λίγο», κλείνει την αφήγηση του ο Ζουμπουλάκης.