10 χρόνια μετά, ήταν το «Κύμα» ένας άλλος, πιο ευρωπαϊκός τρόπος για να δούμε μια ταινία καταστροφής;
Καταστροφολογικά σενάρια υπήρχαν από τον καιρό ήδη της Βίβλου, ωστόσο στον 20ο αιώνα απέκτησαν και μια 'ψυχαγωγική' διάσταση. Συνήθως αμερικάνικης ματιάς. Όχι πάντα όμως. Του Χάρη Συμβουλίδη
Ο Κινγκ Κονγκ να τα κάνει Γης Μαδιάμ στη Νέα Υόρκη (1933), ο Μαξιμίλιαν Σελ απέναντι στην έκρηξη του ηφαιστείου Κρακατόα (1969), οι δέκα υποψηφιότητες του «Airport» στα Όσκαρ του 1970, ο χαμός που προξένησαν τα «The Poseidon Adventure» (1972) και «Ο Πύργος της Κολάσεως» (1974), ο Μπρους Γουίλις απέναντι στον Αρμαγεδδώνα με υπόκρουση το "I Don't Wanna Miss A Thing" των Aerosmith (1998), ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο και η Κέιτ Γουίνσλετ να προσπαθούν να επιβιώσουν από τη βύθιση του Τιτανικού (1997). Σχεδόν όλα τα ορόσημα των ταινιών καταστροφής προέρχονται από τον κινηματογράφο των Ηνωμένων Πολιτειών.
Το «σχεδόν», φυσικά, μπαίνει γιατί υπάρχει και ο Γκοτζίλα, ο οποίος στα 1954 ισοπέδωσε το Τόκυο κατά αξέχαστο τρόπο –σε ένα εκπληκτικό φιλμ με ξεκάθαρα ιαπωνική αισθητική, που, όμως, είχε κι αυτό τις ρίζες του στο αμερικάνικο «The Beast From 20,000 Fathoms» (1953) και στις δόξες του Κινγκ Κονγκ. Επιπλέον, πρέπει να θυμόμαστε ότι το σινεμά δεν γεννήθηκε στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, μα στην Ευρώπη. Έτσι, οι καταβολές ακόμα κι αυτού του είδους βρίσκονται εδώ, σε ξεχασμένα βωβά φιλμ σαν το βρετανικό «Fire!» του Τζέιμς Γουίλιαμσον (1901), το γερμανικής παραγωγής «In Nacht Und Eis» του Μίμε Μίσου (1912), που πραγματεύεται το ταξίδι του Τιτανικού ή το δανέζικο «Verdens Undergang» (Το Τέλος Του Κόσμου, 1916), όπου ο Ώγκωστ Μπλομ βάζει έναν κομήτη να κατευθύνεται προς τη Γη.
Ωστόσο, κανείς δεν αμφισβητεί ότι η κλασική συνταγή της μοντέρνας εποχής του σινεμά είναι ξεκάθαρα made in USA. Εκεί, άλλωστε, δημιουργήθηκε και η ταμπέλα «disaster movies» κατά τη δεκαετία του 1970, χάρη στην απρόσμενη επιτυχία του «Airport» κι έπειτα του «The Poseidon Adventure». Η οποία βοήθησε στην παγίωση του είδους και στο (απαραίτητο) ξεχώρισμά του από ταινίες με φανταστικά τέρατα σαν τον Γκοτζίλα και τον Κινγκ Κονγκ. Στο εξής, μόνος εχθρός του Ανθρώπου στα πλατώ των φιλμ καταστροφής θα ήταν οι δυνάμεις της Φύσης.
Οι ταινίες καταστροφής δεν έπαψαν ποτέ να είναι δημοφιλείς. Με τον καιρό, όμως, ξέφτισαν σε εμπορικά υπερθεάματα με τεράστια, χολυγουντιανά μπάτζετ, τα οποία έδιναν όλη τους την προσοχή στα ειδικά εφέ, αφήνοντας τα σενάρια και την ηθοποιία στη μοίρα τους –όπως συμβαίνει, λ.χ., με τα έργα του Ρόλαντ Έμεριχ, αγαπημένου «σάκου του μποξ» για την κινηματογραφική κριτική. Ακόμα κι αν αγαπάς τους μαξιμαλιστικούς τρόπους με τους οποίους μπορεί, π.χ., να ρίχνει ένα τσουνάμι στους φρακαρισμένους από κίνηση δρόμους της Νέας Υόρκης, ακόμα κι αν βρίσκεις απολαυστικά σαρδόνιο το ότι στέλνει τους Αμερικάνους να γίνουν μετανάστες στο Μεξικό ώστε να γλιτώσουν από τη ραγδαία κλιματική αλλαγή, δεν γίνεται να μην αναρωτηθείς τι κουταμάρες βλέπεις, παρακολουθώντας τους διαλόγους ενός φιλμ σαν το «Μετά την Επόμενη Μέρα» (2004).
Μπορούσε, άραγε, να γίνει αλλιώς; Γινόταν να κρατήσεις το χολυγουντιανό θέαμα, μα να φροντίσεις, παράλληλα, το σενάριο και τους χαρακτήρες μιας ταινίας καταστροφής; Μια δεκαετία πριν, ο Νορβηγός σκηνοθέτης Ρόαρ Ούτχαουγκ επιχείρησε να δώσει μια απάντηση από (βορειο)ευρωπαϊκή σκοπιά, παρουσιάζοντας το φιλμ «Bølgen», το οποίο έγινε διεθνώς γνωστό ως «The Wave» (Το Κύμα).
Τι γίνεται, όμως, στο «Κύμα»; Βρισκόμαστε στο γραφικό χωριό Γκεϊράνγκερ, σε ένα τουριστικό φιόρδ της Νορβηγίας, όπου ο γεωλόγος Κρίστιαν Άικουρντ (Κρίστοφερ Γιόνερ) αποχαιρετά την ομάδα με την οποία δούλευε εδώ και χρόνια παρακολουθώντας το δυνητικά ασταθές βουνό Åkerneset, προκειμένου να μετακομίσει με την οικογένειά του: τη σύζυγό του Ίντουν (Άνε Νταλ Τορπ), τον έφηβο γιο τους Σόντρε (Γιόνας Χοφ Όφτεμπρο) και την κορούλα τους Γιούλια (Ίντιθ Χαάγκενρουντ-Σάντε). Ενώ είναι έτοιμος για αναχώρηση, όμως, συνειδητοποιεί ότι υπάρχει κάτι που τον ενοχλεί στις τελευταίες μετρήσεις υπόγειων υδάτων που είδε στη δουλειά. Και δεν αργεί να αποδειχθεί σωστός, καθώς τμήμα του βουνού καταρρέει μέσα στα νερά, δημιουργώντας ένα πελώριο τσουνάμι, το οποίο στρέφεται προς το Γκεϊράνγκερ.
Ασφαλώς, η νορβηγική προέλευση του φιλμ έβαλε δύσκολα στη σχέση του με τα μαζικά ακροατήρια των μεγάλων αγγλόφωνων αγορών, που συχνά σνομπάρουν τις λεγόμενες «ταινίες με υπότιτλους», αρνούμενα να τις δουν. Για την προσέγγισή τους, έγινε μεν μια μεταγλώττιση στ' αγγλικά, αλλά αποδείχθηκε πολύ κακή στην απόδοση συναισθηματικών χρωμάτων, καταστρέφοντας το έργο. Εντούτοις, το «Κύμα» γνώρισε μια σημαντική, μετρήσιμη επιτυχία, βγάζοντας τα διπλά λεφτά από αυτά που κόστισε για να φτιαχτεί, ενώ κάμποσοι κριτικοί φάνηκαν πρόθυμοι να γράψουν έναν καλό λόγο, εκτιμώντας ότι η εστίαση δεν έγινε στο τσουνάμι, μα στον πρωταγωνιστή και στις σχέσεις του με την οικογένειά του (πρωτίστως) και τους συνεργάτες του (δευτερευόντως). Μάλιστα, η Νορβηγία το έστειλε ως επίσημη πρότασή της για το ξενόγλωσσο βραβείο Όσκαρ –με την Ακαδημία, όμως, να μένει ασυγκίνητη, αρνούμενη να του δώσει σχετική υποψηφιότητα.
Μια δεκαετία μετά, η φήμη του «Κύματος» καλά κρατεί και θα το βρείτε συχνά σε ιντερνετικές λίστες με τις καλύτερες μη-αμερικανικές ταινίες καταστροφής (όπου, σημειωτέον, δεσπόζουν οι Ασιάτες δημιουργοί). Κι αυτό, εν μέρει, δείχνει δικαιολογημένο, γιατί είναι αλήθεια ότι ο Ρόαρ Ούτχαουγκ προσπάθησε για το κάτι διαφορετικό. Πρώτα-πρώτα, απομάκρυνε το έργο του από το γνώριμο τερέν του αστικού ιστού και το μετέθεσε σε έναν μικρό τόπο με όμορφη εξοχή, χαρακτηριστική των φιόρδ της πατρίδας του. Δεύτερον, ευτύχησε να έχει ως διευθυντή φωτογραφίας τον Γιόν Κρίστιαν Ρόζενλουντ: έναν άνθρωπο με μαεστρική κατανόηση των δυνάμεων του φωτός και της σκιάς, ο οποίος ώθησε τα σκηνοθετικά πλάνα σε μια σχεδόν μυστικιστική συνδιαλλαγή με τις χθόνιες δυνάμεις του βουνού πάνω από το ήσυχο χωριό, παίζοντας με τον οπτικό αντίκτυπο του φωτός (ακόμα κι αν μιλάμε για τα φώτα των αυτοκινήτων, όπως θα δείτε σε μια ιδιαίτερα δραματική σκηνή), του νερού και της ομίχλης.
Το τσουνάμι και η καταστροφή που επιφέρει προσφέρουν το ζητούμενο θέαμα, ειδικά όταν το βλέπουμε να πρωτοεμφανίζεται στον ορίζοντα, οδεύοντας για το χωριό ή έπειτα, ενώ εφορμά προς το ξενοδοχείο όπου δουλεύει η Ίντουν. Μέχρι τότε, έχουμε δει κάτι που προσπαθεί για περισσότερα σε σύγκριση με τις περισσότερες αμερικάνικες ταινίες του είδους από τα 1990s και μετά, το οποίο, όμως, μένει από πνοή και καύσιμα στα μισά της διαδρομής. Παρά, δηλαδή, τα ευμενή σχόλια για την επικέντρωση στον πρωταγωνιστή και στην οικογένειά του (άρα και σ' ένα πειστικότερο δράμα), παρά την αρκετά καλή ερμηνεία του Κρίστοφερ Γιόνερ, μένουμε με ένα απογοητευτικό, φτωχό σενάριο.
Οι John Kåre Raake & Harald Rosenløw-Eeg, οι άνθρωποι που το υπογράφουν, έμειναν να τσαλαβουτάνε στα ρηχά όσον αφορά τις αναπτυσσόμενες σχέσεις μεταξύ των βασικών ηρώων και τη διάδρασή τους με διάφορες δευτερεύουσες φιγούρες (π.χ. με τους γείτονες των Άικουρντ ή με το ζευγάρι των Δανών τουριστών που καταφτάνουν στο Γκεϊράνγκερ). Και σε κάθε κόμβο της ταινίας, αντί να προσπαθήσουν για κάτι αλλιώτικο, αντί να φωτίσουν τον αντίκτυπο της καταστροφής, κατέφυγαν ρουτινιάρικα σε κλισέ λύσεις και σε προκάτ σασπένς, ανήμποροι να σκεφτούν και να δράσουν πέρα από την παραδεδομένη αμερικάνικη φόρμουλα της οικογένειας σε κίνδυνο, η οποία επαναπροσδιορίζει τους μεταξύ της δεσμούς μέσα από δοκιμασίες.
Τα πράγματα θα γίνονταν αρκετά πιο ενδιαφέροντα 3 χρόνια αργότερα, όταν θα ερχόταν το sequel του Κύματος: μια ταινία ονόματι «Skjelvet» (Ο Σεισμός», 2018), εξίσου επιτυχημένη σε εισπράξεις, στην οποία ο Εγκέλαδος χτυπάει απροειδοποίητα το Όσλο, όπου πλέον έχουν μετακομίσει οι Άικουρντ, πλην του Κρίστιαν, που εξακολουθεί να ζει στο Γκεϊράνγκερ με τα φαντάσματα της εκεί καταστροφής.
Στον «Σεισμό», λοιπόν, οι ίδιοι σεναριογράφοι θα ξετυλίξουν μια πιο σκοτεινή ιστορία με αισθητά περισσότερες πτυχές και με κάποιες αναπάντεχες στροφές, που συχνά τεντώνει τα νεύρα του θεατή με τις καταστάσεις τις οποίες δημιουργεί. Πλέον, όμως, έχουμε επιστρέψει κομφορμιστικά στο οικείο περιβάλλον του αστικού ιστού, όπου η φωτογραφία του Ρόζενλουντ αρκείται σε πιο στάνταρ πράγματα. Επίσης, με τον Ουτχάουγκ να φεύγει για το Χόλυγουντ ώστε να αναλάβει τον μετασχηματισμό της Αλίσια Βικάντερ σε Λάρα Κροφτ, έχουμε έναν καινούριο σκηνοθέτη στα ηνία –τον Γιόν Αντρέας Άντερσεν, ο οποίος φαίνεται να ενδιαφέρεται περισσότερο για τις (εντυπωσιακές, αν μη τι άλλο) σκηνές κατάρρευσης ψηλών κτηρίων, μένοντας σε τυπικές διαδρομές, κατά την υπόλοιπη διάρκεια του φιλμ.
O «Σεισμός», βέβαια, είναι μια παρεμφερής, μα και κάπως διαφορετική ιστορία, που αξίζει ίσως να διηγηθούμε μιαν άλλη στιγμή. Δεν είχε τον διεθνή αντίκτυπο του «Κύματος», ούτε το δικό του σκηνοθετικό κλίμα. Εν τέλει, όμως, ίσως είναι εδώ όπου προσφέρονται στέρεες σεναριακές απαντήσεις στο αν μπορούμε να έχουμε ταινίες καταστροφής σε ένα επίπεδο παραπάνω από εκείνο στο οποίο αρκείται, πλέον, το Χόλυγουντ.