11ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας
15 - 25 Σεπτεμβρίου 2005
Ένας ακόμα Σεπτέμβριος φεύγει, ένα ακόμα Φεστιβάλ Κινηματογράφου τελείωσε. Επιτέλους, για να πω την αλήθεια, γιατί είχα καταντήσει σαν ζόμπι ύστερα από αυτόν τον μαραθώνιο προβολών...
Άσε που φέτος λόγω του φεστιβάλ δεν πήγα:
1. στο φεστιβάλ της Βαβέλ
2. στο Bios όπου το πρόγραμμα είχε μ-Ziq, Mira Calix και Cylob μεταξύ άλλων
3. στους Blues Explosion στο Gagarin (2.5 ώρες σετ!)
4. σπίτι μου
και δεν είδα ούτε έναν αγώνα του Eurobasket (εκτός από ένα ημίχρονου του τελικού ενδιάμεσα από δύο προβολές), ποιος εγώ, ο μπασκετάνθρωπος!
Λοιπόν, για όσους από εμάς συγκαταλέγουμε τους εαυτούς μας σε αυτούς τους "άρρωστους" που τρέχουν από αίθουσα σε αίθουσα, καταφέρνοντας, φέτος, να παρακολουθήσουν 30 ταινίες μεγάλου μήκους και κάμποσες μικρού μέσα σε 11 ημέρες, ο Σεπτέμβριος έχει συνδεθεί με ένα φεστιβάλ που ύστερα από τα πρώτα δειλά του βήματα, πλέον έχει γιγαντωθεί, με όσα θετικά και αρνητικά έχει επιφέρει αυτή η ισχυροποίηση στον χάρτη της κινηματογραφικής βιομηχανίας στη χώρα μας.
Για ακόμα μία χρονιά λοιπόν η καρδιά του κινηματογραφόφιλου κοινού της πόλης μοιράστηκε στις γνωστές τέσσερις αίθουσες Αττικόν, Απόλλων, και Δαναός 1 & 2. Μία από τις αλλαγές που συζητήθηκαν αρκετά φέτος ήταν η δυνατότητα προαγοράς των εισιτηρίων, με αριθμημένες θέσεις αυτή την φορά. Μία αλλαγή, που αν και δημιούργησε κάποια σημαντικά προβλήματα στις πρώτες ημέρες (το να κάθεσαι στην ουρά περιμένοντας μία ολόκληρη παρέα να αποφασίσει εκείνη την στιγμή ποιες ταινίες θέλει να παρακολουθήσει και να αγοράσει καμιά 25 εισιτήρια δεν είναι και το καλύτερό μου) γενικότερα κρίθηκε ως πολύ χρήσιμη αφού αποφεύχθηκε η ταλαιπωρία πριν από τις προβολές και τα προβλήματα με υπεράριθμους θεατές που είχαν παρατηρηθεί πολλές φορές τα περασμένα χρόνια.
Ένα σημαντικό πάντως θέμα που συζητήθηκε αρκετά φέτος ήταν η επιλογή πάρα πολλών ταινιών που όχι μόνο θα έχουν εξασφαλισμένη, και ευρεία μάλιστα, διανομή, αλλά ακόμα και ταινιών που άρχισαν να προβάλλονται κανονικά στις αίθουσες πριν ακόμα τελειώσει το φεστιβάλ. Καταλαβαίνουμε βέβαια ότι και οι εταιρίες διανομής ασκούν σίγουρα κάποια επιρροή στους διοργανωτές να συμπεριλάβουν ταινίες τους, για λόγους εμπορικής προώθησης και διαφήμισης, όμως κραυγαλέες περιπτώσεις όπως οι προβολές των μετριότατων, όπως αποδείχτηκε, "Down In The Valley" και "Crash", που ήδη προβάλλονται κανονικά, θα ήταν καλύτερα να αποφευχθούν στο μέλλον.
Άλλο παράπονο που εκφράστηκε από αρκετό κόσμο ήταν το γεγονός ότι πάρα πολλές προβολές πραγματοποιήθηκαν σε beta και όχι σε φιλμ, με τα συνήθη αποτελέσματα της κακής ποιοτικά εικόνας, ενώ για τον προτζέκτορα του Απόλλωνα, όποιος παρακολούθησε την πρώτη προβολή του ντοκιμαντέρ της Γκρατσιέλλας Κανέλλου "The Approaching of the Hour" είχε την χαρά να μάθει πως προβάλει μία ταινία ένας καμένος προτζέκτορας.
Στο Διαγωνιστικό Τμήμα του φεστιβάλ συμπεριλήφθηκαν συνολικά 15 ταινίες, από τις οποίες πρόλαβα να παρακολουθήσω τις μισές. Πραγματικά ξεχώρισαν το "Nine Lives" του Rodrigo Garcia, με ένα all-star καστ να συμμετέχει σε εννιά εξαιρετικά one-take μονόπλανα, και το μικρό μυστηριώδες και φετιχιστικό διαμάντι από την Γαλλία "L'Annulaire" με το πλάσμα που ονομάζεται Olga Kurylenko να αναδεικνύεται σε πρόσωπο-εμμονή των ημερών και τη στοιχειωτική μουσική με υπογραφή της Beth Gibbons να μας οδηγεί αμέσως να αναζητούμε πληροφορίες για την ημερομηνία κυκλοφορίας του soundtrack (άγνωστο!). Από τα υπόλοιπα που παρακολούθησα, το υποτιθέμενο αριστουργηματικό ρωσικό "4", αν εξαιρέσουμε την εντυπωσιακότατη έναρξη, κατέληξε να αναγορεύεται ίσως η πιο απαγοητευτική ταινία που παρακολούθησα σε όλο το φετινό φεστιβάλ, το "Gigi 12x5" επίσης μετριότατο με τις μουσικές αναφορές να λειτουργούν απλά ως παρηγοριά στον "άρρωστο" θεατή που χασμουριόταν, το κορεατικό "Jumeogi Undo (Οργισμένη Γροθιά)", αρκετά καλό, με μέτριο σενάριο και πλοκή, αλλά πολύ καλές ερμηνείες και φυσικά με την σφραγίδα στυλιστικής ποιότητας που είναι ο σύγχρονος κορεατικός κινηματογράφος.
Τα βραβεία που δόθηκαν την Κυριακή το βράδυ βέβαια, για άλλη μία φορά δεν συμφωνούν με τις προσωπικές μου επιλογές. Χωρίς λοιπόν να την έχω παρακολουθήσει, δεν μπορώ να κρίνω την μεγάλη νικήτρια ταινία του Διαγωνιστικού τμήματος, την "Stesti (Something Like Happiness)" του Τσέχου σκηνοθέτη Bodham Slama. To βραβείο σεναρίου από την άλλη κέρδισε η φινλανδική "Frozen Land" του Aku Luhimies, σε σενάριο του ιδίου και των Paavo Westerberg και Jari Rantala, ενώ ο Ρώσος Ilya Khrzhanovsky κέρδισε το βραβείο σκηνοθεσίας για το αμφιλεγόμενο "4" (η γνώμη μου για την εν λόγω ταινία παραμένει η ίδια, παρά το βραβείο και παρά την ειλικρινέστατη ενθουσιώδη υποστήριξη από τους φίλους - υπεύθυνους προγράμματος σε φιλικές συζητήσεις καθ' όλη την διάρκεια του φεστιβάλ, κυρίως μεταξύ 2ου και 3ου μεταμεσονύχτιου ποτού στο "επίσημο" μπαρ του φεστιβάλ όλα αυτά τα χρόνια, το "Τoy"). Το βραβείο κοινού από την άλλη κέρδισε η "Αγρύπνια" του Νίκου Γραμματικού, του μόνου μπορώ να πω πραγματικά σταθερού και καλού έλληνα σκηνοθέτη των τελευταίων 15 χρόνων.
Πραγματικά δεν θα ήθελα να σταθώ περισσότερο στα βραβεία, αφού κατά την γνώμη μου, η σύσταση της επιτροπής (μία ομάδα από σπουδαστές κινηματογράφου από την Ευρωπαϊκή Ένωση, 18-25 ετών) με βρίσκει αντίθετο και από την άλλη, όσον αφορά το βραβείο κοινού, ας πούμε ότι, η εγκυρότητά του είναι αρκετά συζητήσιμη.
Από εκεί πέρα, αν θέλαμε να ξεχωρίσουμε και να απομονώσουμε κάποιες ιδιαίτερες στιγμές από τις φετινές "Νύχτες Πρεμιέρας" θα καταλήγαμε στις παρακάτω σημειώσεις:
- To "Le Couperet" του Κώστα Γαβρά που άνοιξε το φεστιβάλ ήταν προσωπικά για μένα η μεγάλη έκπληξη της διοργάνωσης, αφού ο βετεράνος σκηνοθέτης παρουσίασε μία εξαιρετική ταινία, συνδυάζοντας απόλυτα επιτυχημένα το πολιτικό του σχόλιο πάνω στην ανεργία και ιδιαίτερα στον τομέα των στελεχών επιχειρήσεων των Δυτικών κοινωνιών με ένα πανέξυπνο κωμικοτραγικό σενάριο. Κοφτερό μαύρο χιούμορ που έβγαλε αβίαστο γέλιο σε ένα πολυσυλλεκτικό κοινό, κορυφαία πρωταγωνιστική ερμηνεία από τον Jose Garcia και ένας συγκινητικός Κώστας Γαβράς που φυσικά γνώρισε την αποθέωση, πριν, και πιο σημαντικό, μετά την προβολή της ταινίας.
- Η ειδική προβολή του "Soy Cuba" του Mikhail Kalatozov από ότι μάθαμε άφησε πάρα πολλούς σχετικά ανυποψίαστους με ανοιχτό το στόμα, και για πολλούς ήταν και η κορυφαία στιγμή του φεστιβάλ. Καθόλου άδικα, αφού πρόκειται για μία από τις 10 σπουδαιότερες κινηματογραφικές εμπειρίες όλων των εποχών κατά την γνώμη μου. Μία ταινία σοβιετικής προπαγάνδας κατά παραγγελία του Κρεμλίνου που ξεπερνάει όλα τα κινηματογραφικά όρια της εποχής (1964) και σε αφήνει ακόμα και σήμερα να αναρωτιέσαι πως κατάφεραν με τα μέσα της εποχής τότε να δημιουργήσουν πλάνα σπάνιας μαγείας και σκηνοθετικής μαεστρίας. Δεν την παρακολούθησα στα πλαίσια του φεστιβάλ, αλλά είμαι σίγουρος ότι όλοι όσοι βρέθηκαν εκεί στις δύο προβολές στον Δαναό 1, είχαν την ίδια αντίδραση με μένα όταν πρωτοείδα το έπος του Kalatozov σε DVD πριν από λίγα χρόνια.
- Τα δύο μεγάλα αναδρομικά αφιερώματα στους πολύ σπουδαίους Jean Renoir και Kim Ki-duk αποδείχτηκαν πολύ δημοφιλή, απόλυτα φυσιολογικό, αν αναλογιστεί κανείς την διαχρονικότητα των δημιουργημάτων του Γάλλου σκηνοθέτη και τα συνεχόμενα αριστουργήματα του σπουδαιότερου σύγχρονου Κορεάτη σκηνοθέτη.
- Το αφιέρωμα στους αδερφούς Quay, οι οποίοι ήταν και παρόντες σε όλες τις προβολές, μας εντυπωσίασε με την σπάνια αισθητική και αριστουργηματική τεχνική των δύο αμερικανών κινηματογραφιστών. Το σκοτεινό καφκικό αριστούργημα που είναι το "Institute Benjamenta" κέρδισε τις εντυπώσεις από το πιο πρόσφατο "The Piano Tuner of Earthquakes", ενώ τα μικρού μήκους, αν και πραγματικά ήταν δείγματα της σχολαστικής ιδιοφυίας των δύο δημιουργών, κούρασαν με την εικαστικότητά τους (ίσως και να έφταιγε και η συσσωρευμένη κούραση μας κατά την μεταμεσονύχτια αυτή προβολή).
- Από τις ταινίες που παρουσιάστηκαν στα πλαίσια της ενότητας Πρεμιέρες, αγνοήσαμε επίτηδες τις προβολές των πολυδιαφημισμένων και πολυαναμενόμενων "Last Days" του Gas Van Sand, "Broken Flowers" του Jim Jarmusch, "Cinderella Man" του Ron Howard, "The Brothers Grimm" του Terry Gilliam και "The Ballad of Jack & Rose" της Rebecca Miller. Τα πρώτα τέσσερα φιλμ διότι θα βρεθούν κανονικά στις αίθουσες πάρα πολύ σύντομα, αν δεν έχουν ήδη βρεθεί, και το τελευταίο διότι η παρουσία του πολύ Daniel Day Lewis στα πλαίσια της φιλανθρωπικής προβολής, δημιούργησε το αδιαχώρητο από σχετικούς και άσχετους για χάρη του σπουδαίου ηθοποιού και του θεαθήναι.
Παρακολουθήσαμε όμως το νέο μαγευτικό παραμύθι του αγαπημένου μας Hayao Miyazaki με τίτλο "Howl's Moving Castle", το οποίο μπορεί μεν να μην πιάνει τα υψηλότατα στάνταρντς που έθεσε το "Spirited Away", όμως στέκει κι αυτό υπερήφανο στην φιλμογραφία του γιαπωνέζου δάσκαλου των κινουμένων σχεδίων.
Το νέο πόνημα του τρομερού παιδιού του σύγχρονου Γαλλικού σινεμά Francois Ozon με τίτλο "Le Temps Qui Reste" συγκίνησε κάποιους, αλλά κυρίως απογοήτευσε αρκετούς, αφού ο Ozon κατέληξε να κινείται σε πολύ κλισέ μονοπάτια, χωρίς εκπλήξεις με μοναδική ιδιαιτερότητα από παρόμοιες ταινίες, το γεγονός ότι ο πρωταγωνιστής ήρωας είναι ομοφυλόφιλος, το οποίο δίνει την δυνατότητα στον σκηνοθέτη να δημιουργήσει ορισμένες πολύ ερωτικές σκηνές, που ίσως και να σόκαραν ορισμένους, κακώς θα έλεγα. H παρουσία στην προβολή πάντως του πρωταγωνιστή Melvil Poupaud έκλεψε καρδιές.
Από την άλλη, το "Yes" της Sally Potter, ενόχλησε κάποιους αφού το θεώρησαν πολύ επιτηδευμένο για την χρήση ιαμβικού μέτρου σε όλους του διαλόγους, όμως κατά την γνώμη μου επρόκειτο για μία από τις καλύτερες ταινίες που παρακολούθησα φέτος στο φεστιβάλ, τόσο για τους εξαιρετικούς αυτούς διαλόγους σεξπηρικής έντασης που λειτούργησαν ως μουσική πάνω στις εικόνες που δημιούργησε η βρετανίδα σκηνοθέτης, όσο και για τις ερμηνείες των Joan Allen και Sam Neill.
Αρκετά καλή και μία άλλη βρετανική ταινία, σε άλλο ύφος και δομή βέβαια, το "On A Sunny Day", ντεμπούτο της Gaby Dellal, με το working-class ζεστό βρετανικό χιούμορ να αναδεικνύεται μέσα από τις σπουδαίες ερμηνείες των Peter Mullan και Billy Boyd, παρά το απλοϊκό σενάριο.
Το επόμενο βήμα του Yoji Yamada ύστερα από την μεγάλη επιτυχία του "Σαμουράι του Λυκόφωτος" είναι το παρόμοιου ύφους "Hidden Blade", ένα μικρό έπος 132 λεπτών που θα μπορούσε να γίνει κουραστικό εάν ο έμπειρος Ιάπωνας δημιουργός δεν το πότιζε με αρκετό χιούμορ, λίγο σλαπστικ σε στιγμές βέβαια, και εξαιρετικούς διαλόγους με ιδιαίτερη ένταση.
- Μία πολύ ευχάριστη έκπληξη ήταν το ντοκιμαντέρ "Abel Raises Cain" για την απίστευτη ιστορία του μεγαλύτερου φαρσέρ των Ηνωμένων Πολιτειών, ο οποίος για 40 και πλέον χρόνια εκμεταλλεύτηκε την πείνα των media για νέα πρόσωπα και αξιοπερίεργες ιστορίες για να αποκαλύψει και να ξεσκεπάσει τον πουριτανισμό και την ηλιθιότητα της Αμερικανικής κοινωνίας. Γελάμε τώρα, αλλά το γεγονός ότι κάποια στιγμή βρέθηκαν χιλιάδες αμερικανοί που πίστεψαν και υιοθέτησαν την καμπάνια της ψευτο-Εταιρίας κατά της Απρέπειας των Γυμνών Ζώων του Alan Abel μόνο γέλιο δεν πρέπει να προκαλεί.
- Στα πλαίσια της μόνιμης πλέον ενότητας "Αμερικάνοι Ανεξάρτητοι", το πολυδιαφημισμένο "Crash", αν και παρακολουθείται πολύ ευχάριστα, εκτός από μία στιγμή προς το τέλος που νομίζεις ότι οι πρωταγωνιστές θα αρχίσουν να κάνουν μία... "Magnolia" (στο πλάνο με το τραγούδι της Aimee Mann αναφέρομαι), γενικότερα δεν μένει και για πολύ στην μνήμη, παρά τις δυνατές ερμηνείες πολλών από τους πρωταγωνιστικές, ακόμα και απρόσμενα, και του ράπερ Ludacris.
Στα ίδια και χειρότερα επίπεδα κινήθηκε και το "The Dying Gaul", που παρά τις προσπάθειες μίας τριπλέτας εξαιρετικών ηθοποιών (Campbell Scott, Peter Sarsgaard, Patricia Clarkson), η αδυναμία του σεναρίου γίνεται κάτι παραπάνω από εμφανής, με πολύ αρνητικά αποτελέσματα, κάτι που ισχύει και για το "Down In The Valley" με τον Edward Norton να παλεύει μόνος του, αλλά χωρίς φυσικά να καταφέρνει να σώσει την ταινία.
Όσο για το "Hair High" του σπουδαίου καρτουνίστα Bill Plympton; Απόλαυση! Όσοι, πολλοί, δεν το παρακολούθησαν απλά έχασαν έναν καταιγιστικό κανιβαλισμό 50 χρόνων αμερικανικής ποπ κουλτούρας.
- Μεγάλη έκπληξη του φεστιβάλ ήταν και η καταπληκτική ερμηνεία του Matt Dillon στον ρόλο του Henri Chinaski, το alter ego του συγγραφέα Charles Bukowski, στο "Factotum", χωρίς να παραγνωρίζουμε και την συμβολή στην ταινία από δύο από τις καλύτερες ηθοποιούς της γενιάς τους, της Lili Taylor και Marisa Tomei. Αλλά όλα τα λεφτά είναι, όπως και να το κάνουμε, ο Bukowski-Chinaski-Dillon.
- Ειδική θέση στο πρόγραμμά μας κάθε χρόνο έχουν οι μεταμεσονύχτιες προβολές, στις οποίες άλλοτε παρακολουθούμε πραγματικά διαμάντια και άλλοτε, την παθαίνουμε, βλέποντας, κοινώς ανοησίες, που μας οδηγούν έξω από την αίθουσα βρίζοντας και πνίγοντας την απόγνωσή μας στα ουίσκια. Η φετινή χρονιά, δεν μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση.
Ας αρχίσουμε από τις εκπλήξεις, και ειδικά από τα καλύτερα 28' του φεστιβάλ, το μικρού μήκους αριστούργημα του Jay Rosenblatt "Phantom Limb", μία συγκλονιστική σπουδή πάνω στην απώλεια και σίγουρα ένα από τα καλύτερα φιλμάκια που έχω παρακολουθήσει.
Στον αντίποδα, η ταινία που προηγήθηκε της παραπάνω προβολής, το υποτιθέμενο προκλητικό "Top Spot" της βρετανίδας εικαστικού Tracey Emin, το οποίο έτυχε της υποστήριξης του Michael Winterbottom και μίας υποψηφιότητας για βραβείο Turner. Για ποιο λόγο; Μακάρι να ήξερα. Ανούσιο, βαρετό και αστείο (χωρίς να το επιδιώκει).
Μεταξύ σκουπιδιού και υποτιθέμενου cult κινείται και η χειρότερη ταινία που είδαμε, το "Ett Hal I Mitt Hjarta (Τρύπα στην Καρδιά)" του Lukas Moodyson, o οποίος μετά από τρεις πραγματικά πολύ καλές ταινίες (ειδικά το ντεμπούτο του "Fucking Amal") βάλθηκε με το νέο του κατασκεύασμα να πετάξει στον κάλαθο των απορριμμάτων την καλή γνώμη που είχαμε γι'αυτόν. Ούτε σοκαριστικό, ούτε cult, ούτε τίποτα, απλά χάσιμο χρόνου.
Από τα highlight του φεστιβάλ ήταν η παρουσία του σπουδαίου Crispin Glover με αφορμή το παράδοξο και αλλοπρόσαλλο δημιούργημά του "What Is It?". Αμφιλεγόμενο από πάρα πολλές απόψεις, κυρίως διότι χρησιμοποίησε για ηθοποιούς, αποκλειστικά σχεδόν, ανθρώπους που πάσχουν από σύνδρομο ντάουν. Ο Glover, στην συζήτηση που ακολούθησε την προβολή, προσπάθησε να πείσει ότι η ταινία πραγματεύεται σοβαρά θέματα, και αποτελεί μία πρόκληση για την αμερικανική λογοκρισία, αφού περιέχει μία σειρά από πραγματικά θέματα ταμπού, όμως για να πω την αλήθεια, προτιμώ να την τοποθετήσω στην κατηγορία των cult b-movies.
Απολαυστικό, ειδικά για Σαββατόβραδο, από όλες τις απόψεις ήταν το "Three... Extremes". Οι τρεις Ασιάτες δεξιοτέχνες του τρόμου, ο Κινέζος Fruit Chan, ο Κορεάτης Park Chan-wook, και ο Ιάπωνας Takashi Miike, παρουσίασαν διαδοχικά 3 ιστορίες τρόμου ("Dumplings", "Cut" και "Box" αντίστοιχα), ο πρώτος προκλητικός, ο δεύτερος με χιούμορ και ο τρίτος ατμοσφαιρικός, όλοι όμως άψογοι. Αμφιβάλλω αν θα πάρει διανομή, ψάξτε το όμως οπωσδήποτε σε DVD.
- Όπως πάντα, οι ταινίες με μουσικό ενδιαφέρον τράβηξαν την προσοχή του κοινού, σε σημείο οι αίθουσες να είναι κατάμεστες, σχεδόν σε όλες τις προβολές. Τα ντοκιμαντέρ για τους George Michael και Bob Dylan δεν τα παρακολούθησα, το πρώτο διότι δεν με ενδιέφερε, το δεύτερο γιατί αποτελεί σίγουρα αγορά σε DVD, ιδιαίτερα ύστερα από τα ενθουσιώδη σχόλια που άκουσα από φίλους και γνωστούς που είδαν την 4ωρη σπουδή από τον Martin Scorsese. To "Punk: Attitude" του Don Letts επίσης το αφήσαμε, διότι πολύ απλά θα το προσθέσουμε στην συλλογή μας σε DVD μιας που περιέχει 3 ώρες υλικό περισσότερο από την 90λεπτη ταινία που προβλήθηκε.
Το ωριαίο ντοκιμαντέρ από την άλλη για τον Jeff Buckley ήταν εξαιρετικό στο να μου ξυπνήσει μνήμες από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του '90, τότε που το "Grace" αποτελούσε μέρος του καθημερινού μου σχεδόν soundtrack.
Όσο για το "Screaming Masterpiece", που ήταν και η τελευταία προβολή που παρακολουθήσαμε στο κλείσιμο του φεστιβάλ, ενώ χιλιάδες συμπολίτες μας είχαν ξεχυθεί στους δρόμους πάλι γεμάτοι "εθνική υπερηφάνια", ας αρκεστώ να πω μόνο ότι ετοιμάζω βαλίτσες για Reykjavik. Απλά μαγευτικό και από άποψη μουσικής και κυρίως ατμόσφαιρας.
Τέλος, μία ιδιαίτερη στιγμή ήταν και η προβολή της ταινίας της Γκρατσιέλας Κανέλλου για την ελληνική αγγλόφωνη pop/rock σκηνή με αφορμή και βασικούς πρωταγωνιστές τους Raining Pleasure. Ενδιαφέρουσα ως προσέγγιση, αν και έχω τις αντιρρήσεις μου, διότι θα μπορούσε να είχαμε στα χέρια μας ένα πραγματικό ιστορικό ντοκουμέντο γύρω από την λεγόμενη ελληνική αγγλόφωνη μουσική σκηνή, αν υπάρχει τέλος πάντων τέτοιο πράγμα, και δυστυχώς δεν το έχουμε. Δεν ήταν βέβαια και αυτός ο σκοπός της Γκρατσιέλλας, οπότε θα ήταν άδικο να την κατηγορήσει κάποιος γι' αυτό.
Όμως αν είναι να κάνω μία παρατήρηση είναι μία που δεν έχει να κάνει άμεσα με την ταινία, αλλά γενικότερα με την λεγόμενη "indie κοινότητα" της πόλης. Ας το παραδεχτούμε. Η ταινία αυτή είναι το in-joke μας, το διασκεδάσαμε βλέποντας φίλους, γνωστούς και όχι τόσο φίλους στην μεγάλη οθόνη, μουσικούς, δημοσιογράφους και ανθρώπους της μουσικής "βιοτεχνίας" μας, όλοι σχεδόν προσήλθαν να δουν πως "γράφουν" στο πανί, μοιράσαμε και τα όσκαρ μας, γελάσαμε και βέβαια δεν ακούσαμε κάτι που δεν ξέρουμε. Αναρωτιέμαι, αν παρακολουθήσει άλλος την ταινία, κάποιος που δεν είναι ένας από εμάς, θα καταλάβει τίποτα; Τέλος πάντων, θα τον ενδιαφέρει να καταλάβει κάτι; Πάρα πολύ αμφιβάλλω...
Μουσική για εσωτερική κατανάλωση, ταινίες για εσωτερική κατανάλωση, "φοβερά" ερωτήματα τύπου εάν ήταν καλό ή καλό που πήγαν οι R.P. στο Fame Story, όλα αυτά για εμάς τους 500-1000 νοματαίους σε μία πόλη 5 εκατομμυρίων... Ακόμα και αν πούλησαν, όσο πούλησαν οι Raining Pleasure...
Ραντεβού τον (επόμενο) Σεπτέμβρη!