16ο ΔΦΚ της Αθήνας - Νύχτες Πρεμιέρας
Σαν μετρητής φθινοπώρων λειτουργεί το Φεστιβάλ "Νύχτες Πρεμιέρας" (βλέπετε αποφεύγω να μιλήσω για χρόνια). 16ο πια φέτος. Και τί άλλαξε από πέρυσι; Ο κόσμος συρρέει μαζικά (οι διοργανωτές μιλάνε για 6000 εισιτήρια περισσότερα), το φεστιβάλ έχει εξελιχθεί σε έναν hype τόπο συγκέντρωσης όπου "πρέπει να σε δουν", το πρόγραμμα αναμενόμενα έχει γίνει λιγότερο τολμηρό, με περισσότερες ασφαλείς επιλογές-κράχτες. 150 ταινίες πάντως είναι αρκετό υλικό για κάθε γούστο και για κάθε αντοχή. Το κινηματογραφικό νομοσχέδιο που κάποιοι περιμένουν σαν τον Μεσσία, έχει χαθεί στη ομίχλη, κάπου μεταξύ ΔΝΤ και τρόικας, ενώ η φιλολογία περί "άνοιξης του ελληνικού κινηματογράφου" έχει οργιάσει. Προσωπικά βέβαια πιστεύω ότι ακόμη βαθύ χειμώνα έχουμε, δεκεμβριανό μάλιστα, απλά υπάρχουν κάποια λίγα τολμηρά χελιδόνια που πεταρίζουν εδώ κι εκεί.
Στο πρόγραμμα του φετινού φεστιβάλ υπήρχε και μια μεταμεσονύχτια ταινία με τίτλο "Πικρό τσιμπούσι", την οποία δυστυχώς δεν κατάφερα να δω. Η ιντριγκαδόρικη υπόθεση μιλούσε για έναν σεφ ο οποίος δυσαρεστημένος από την κριτική ενός food blogger, τον απάγει και τον κλείνει σε ένα σκοτεινό υπόγειο όπου "αποδεικνύει ότι η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται ματωμένο". Παρακάτω θα διαβάσετε απόψεις για τις ταινίες (ή με αφορμή τις ταινίες), απόψεις με πάθος, προκατάληψη και εμμονή. Και χωρίς το φόβο μήπως καταλήξω πρωταγωνιστής σε ...horror movie.
Τα βραβεία που απονεμήθηκαν, όσοι ενδιαφέρονται θα τα βρείτε στην ιστοσελίδα της διοργάνωσης:
Der Rauber (O ληστής) - Benjamin Heisenberg
Καρδιογραφήματα, κοφτές λαχανιασμένες ανάσες, ρυάκια ιδρώτα, βιταμίνες, χιλιόμετρα, ατελείωτα χιλιόμετρα... Ο Johann Rettenberger τρέχει... Όχι σαν τον Βέγγο για να προλάβει τις δουλειές της βιοπάλης, ούτε σαν τη Λόλα του Τίκβερ για να νικήσει το χρόνο. Τρέχει γιατί είναι μαραθωνοδρόμος και ...ληστής τραπεζών. Και είναι ένας άνθρωπος στεγνός, όχι μόνο από ...λίπος αλλά και από εμφανή συναισθήματα, ασυγκίνητος ακόμη και από τον έρωτα που συναντά στο δρόμο του. Ανέκφραστος σαν τη μάσκα του Ρέιγκαν με την οποία πραγματοποιεί τις ληστείες του. Τρέχει για να ξεφύγει από τον εαυτό του...
Από ένα σημείο και μετά η ταινία μετατρέπεται σε περιπέτεια καταδίωξης με το τέλος (φευ) προδιαγεγραμμένο (όπως συμβαίνει 9 φορές στις 10 στο σινεμά). Ο Heisenberg σκηνοθετεί ...δογματικά (κατά Τρίερ!), με φυσικούς ήχους μόνο, χωρίς μουσικά συγκινησιακά δεκανίκια, μια πραγματική ιστορία η οποία διαδραματίστηκε στην Αυστρία τη δεκαετία του 80. Και αφήνει όλα τα ερωτήματα ανοιχτά. Ποιός είναι αυτός ο άνθρωπος, ποιό το παρελθόν του, ποιά τα κίνητρα και οι στόχοι του; Οι υαλοκαθαριστήρες στο τέλος, μαζί με τις στάλες της βροχής σαρώνουν άλλη μια αινιγματική χαμένη ζωή...
Strange Powers: Stephin Merritt and the Magnetic Fields - Kerthy Fix & Gail O'Hara
Όταν κάποτε είπαν στον Bob Mould (των Husker Du) ότι κάποιος μουσικοκριτικός τον είχε ...ανακηρύξει ως τον πιο καταθλιπτικό άντρα στην ροκ μουσική, απάντησε "προφανώς δεν έχει γνωρίσει τον Stephin Merritt"! Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν ο Bob έχει δίκιο ή όχι (τα τραγούδια πάντως συνηγορούν θετικά!), το σίγουρο είναι ότι ο Merritt, η δημιουργική ψυχή του ποπ (με την ουσιαστική σημασία του όρου) σχήματος των Magnetic Fields, που λίγα χρόνια πριν έκανε αίσθηση κυκλοφορώντας έναν τριπλό δίσκο με ...69 ερωτικά τραγούδια, ιδανική ηχητική συνοδεία για χωρισμούς και δακρύβρεκτες ...ταβανοσκοπήσεις, είναι μια πραγματική ...ανορθογραφία (όπως και το όνομά του), μια ιδιαίτερη και πολυτάλαντη περίπτωση.
Το ντοκιμαντέρ αυτό (το οποίο χρειάστηκε μάλιστα 10 χρόνια για να ολοκληρωθεί - δύσκολος άνθρωπος γαρ), δεν μας μαθαίνει κάτι καινούργιο από πραγματολογικής άποψης. Αλλά σε μια μουσική ταινία δεν αποζητώ τα στοιχεία που μπορώ να βρω με ένα κλικ στη Wikipedia. Παρακολουθεί μεν την πορεία του, ειδικά από τη στιγμή που αποκήρυξε το ...σατανά των ηλεκτρονικών και έπιασε τις κιθάρες, φωτίζει τη σχέση του με τον άλλο ...μαγνητικό πόλο, την Claudia Gonson, αλλά αποφεύγει το λιβανιστήρι και την εύκολη λύση του τύπου "γέμισε την ταινία τραγούδια", αφήνοντας την ιδιόρρυθμη προσωπικότητα του Merritt να αναπνεύσει και να ξεδιπλωθεί μέσα από ατάκες, άφθονο αυτοσαρκασμό και χιούμορ (ακόμη κι όταν απαντάει στις ανόητες κατηγορίες περί ρατσισμού). Δεν θα περιμέναμε βέβαια κάτι διαφορετικό από τον άνθρωπο που έχει γράψει στίχους όπως "η αγάπη μου τυλίγει την καρδιά σου σαν βόας συσφιγκτήρας", στίχους οι οποίοι είναι συγχρόνως σουρεαλιστικοί, χιουμοριστικοί, γλυκανάλατοι, κυνικοί, αντι-ερωτικά ερωτικοί, αντιφατικοί και γι' αυτό, πάνω απ' όλα, ανθρώπινοι.
When you're strange - Tom DiCillo
Δεν έχω να προσθέσω τίποτα στα όσα έχουν γραφτεί για το γιο του ναύαρχου (τελικά οι στρατιωτικές οικογένειες είναι οι καλύτερες μήτρες της αμφισβήτησης!) ο οποίος (άθελα του;) μετατράπηκε σε σύμβολο μιας ολόκληρης εποχής, σφραγίζοντας συνάμα και το τέλος της. Αν το ροκ ήταν θρησκεία (και κατά κάποιο τρόπο είναι!) ο Βασιλιάς Σαύρα θα ήταν από τους προκαθήμενους αγίους της.
Η ταινία τούτη είναι φτιαγμένη από τα χέρια ενός ευσεβούς πιστού, του γνωστού σκηνοθέτη Tom DiCillo, και μοιραία είναι μια αγιογραφία (αν και μεταξύ μας, θα μπορούσε να έχει και τον εναλλακτικό τίτλο "τι μπορεί να κάνουν τα ναρκωτικά στον άνθρωπο"). Η υποβλητική (ή υπνωτική-διαλέγετε!) φωνή του Johnny Depp δίνει τον τόνο στο φιλμ, το οποίο ακολουθεί πιστά και γραμμικά την ιστορία, χωρίς νοηματικές "καλλιτεχνίζουσες" ακροβασίες, ενώ έχει και ως αγκίστρι για τους οπαδούς, ακυκλοφόρητο οπτικό υλικό που γύρισε ο Morrison στην έρημο το 1969.
Να σας το χαλάσω με ...spoiler; Στο τέλος ο Morrison πεθαίνει! Ναι, εκεί ολοκληρώνεται και η ταινία, οπότε νομίζω ότι πρέπει να αντιμετωπιστεί ως μια ταινία για τον Morrison, και όχι για τους Doors. Γιατί όπως όλοι ξέρουμε, η ζωή συνεχίστηκε και Doors υπήρξαν και μετά το θάνατο του ηγέτη τους. Και ο "ηρωισμός" του τσιτάτου με το οποίο κλείνει η ταινία "μέχρι σήμερα, κανένα τραγούδι των Doors δεν χρησιμοποιήθηκε σε διαφήμιση αυτοκινήτων", μάλλον ξεθωριάζει αν φέρεις στο νου σου τους Doors του ...21ου αιώνα! Μα ούτε μία αναφορά στον ...Ian Astbury; :-P
L' arbre et la foret (To δέντρο και το δάσος) - Olivier Ducastel & Jacques Martineau
Βλέπουμε το δέντρο και χάνουμε το δάσος. Έκφραση φθαρμένη από την υπερβολική (ενίοτε και ατυχή) χρήση. Κι αν το θέμα μας είναι το δέντρο, τί γίνεται; Και ως γνωστόν, δάσος χωρίς δέντρα δεν υπάρχει. Το δέντρο από την άλλη είναι μια ...αυθύπαρκτη ύπαρξη. Μήπως λοιπόν όλα αυτά μας οδηγούν σε μια αντιστοίχηση με το δίπολο "οικογένεια-άτομο";
Το μοναχικό ...δέντρο της ιστορίας μας είναι ένας γέρος δασοκόμος, pater familias τριών γενεών, ο οποίος κουβαλά μέσα του για χρόνια ένα μυστικό "που τη ζωή του έχει αλλάξει". Ο θάνατος του γιου του, τον οποίο αντιμετωπίζει αδιάφορα και ψυχρά, ξενίζοντας και σοκάροντας την υπόλοιπη οικογένεια, θα αποτελέσει την αφορμή για την αποκάλυψη. Το μυστικό θα το ...ξεφουρνίσει στο οικογενειακό τραπέζι (αυτό το ψητό της Κυριακής, πόσους καυγάδες δεν έχει παρακολουθήσει;), ένα ...νετρόνιο έναυσμα για αλυσιδωτές αντιδράσεις που δεν θα αφήσουν κανέναν ανεπηρέαστο. Ένα μυστικό το οποίο αγγίζει μια σκοτεινή σελίδα-ταμπού της ευρωπαϊκής ιστορίας, θυμίζοντας ότι στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Ναζί δεν βρέθηκαν μόνο Εβραίοι, αλλά και άτομα "διαφορετικού σεξουαλικού προσανατολισμού" (γεγονός που μόλις πρόσφατα αναγνωρίστηκε νομικά στη Γαλλία). Ταινία τυπικά γαλλική, θεμελιωμένη στο διάλογο, θα λύγιζε από τη βαρύτητα των θεμάτων που πραγματεύεται, αλλά τη σώζει η εξαιρετική "ευσταλής" ερμηνεία του Guy Marchand και η όμορφη "δασική" φωτογραφία.
Hitler a Hollywood (Ο Χίτλερ στο Χόλιγουντ) - Frederique Sojcher
Από μια λαμπρή ιδέα μέχρι την εκτέλεσή της η απόσταση είναι χαώδης. Σχεδόν τόση όσο μεταξύ των ...προεκλογικών υποσχέσεων και των μετεκλογικών έργων. Μια τέτοια περίπτωση είναι και αυτή η ταινία. Η ιδέα ενός mockumentary, δηλαδή ενός "φανταστικού" ντοκιμαντέρ σε αληθοφανή συσκευασία (πολύ της μόδας εσχάτως), για μια συνομωσία του Χόλιγουντ και του ...Χίτλερ με στόχο την καταστροφή του ευρωπαϊκού σινεμά ακούγεται -και είναι- αστεία. Ειδικά επειδή στη σύγκρουση μεταξύ αυτών των δύο κύριων κινηματογραφικών σχολών υπεισέρχονται ένα σωρό στερεότυπα (Χόλιγουντ-εμπορικότητα, μαζικότητα - ευρωπαϊκός κινηματογράφος-τέχνη, σοβαρότητα, διανόηση). Και όπου υπάρχουν πολλά στερεότυπα, το πεδίο για την ανατρεπτική σάτιρα ανοίγεται λαμπρό. Η ταινία όμως δεν το εκμεταλλεύεται. Παρά την καλή ερμηνεία της Maria de Medeiros (τη θυμόμαστε από το "Pulp Fiction" βέβαια) και τη συμμετοχή της Micheline Presle, η ταινία δεν είναι ούτε τόσο αστεία αλλά δεν ξύνει κιόλας ούτε την επιφάνεια αυτής της ιδιότυπης σχέσης. Μιας σχέσης η οποία ειδικά από τη μεριά του ευρωπαϊκού σινεμά, καθορίζεται από ένα σύμπλεγμα ταυτόχρονα ανωτερότητας - κατωτερότητας, κυμαινόμενη από προσπάθειες μίμησης (ας θυμηθούμε την Τσινετσιτά και τα έργα της) έως εκφράσεις τυπικού ευρωπαϊκού αντιαμερικανισμού...
45 τετραγωνικά - Στράτος Τζίτζης
Πολλά και ηρωικά ακούγονται και γράφονται τελευταία για την αναγέννηση-άνοιξη του ελληνικού σινεμά, ότι ξαναμπαίνει (αν εξαιρέσεις τον Τεό, ποτέ ήτανε;) στο χάρτη κλπ κλπ, ενίοτε με μια υπερβολή οποία αδικεί τους δημιουργούς καθώς ανεβάζει τον πήχη πολύ ψηλά για τις δυνατότητες τους.
Ο Στράτος Τζίτζης οκτώ χρόνια μετά το "Σώσε με", ταινία που θυμόμαστε κυρίως για το εξαιρετικό soundtrack των Καλοφωλιά και Αμοργινού, επιστρέφει με ένα έργο το οποίο θεωρητικά θέλει να πιάσει τον παλμό της εποχής. Η γενιά των 700 ευρώ (που σιγά-σιγά γίνεται των 600, των 592 και ο πάτος μοιάζει να μην έχει τέλος), γίνεται πλέον πρωταγωνίστρια (ακόμη και τηλεοπτικά κανάλια έχουν μπει στο χορό με διάφορες σειρές της συμφοράς), το θέμα είναι προκλητικό και σύγχρονο και πολλά νέα παιδιά μπορούν να βρουν σημεία ταύτισης.
Το στόρι απλό. Μια 23χρονη κοπέλα, πωλήτρια σε high συνοικία της πόλης, αποφασίζει να κάνει το μεγάλο βήμα και να εγκαταλείψει τη μητρική φωλιά, νοικιάζοντας μόνη της ένα διαμέρισμα στην άχαρη Αχαρνών (εξού και τα 45 τ.μ.). Το έργο κουβαλάει στις πλάτες της η πρωταγωνίστρια Έφη Λογγίνου, την οποία και παρακολουθούμε στην πορεία της από ...ντους σε περιπέτεια και πάλι σε ντους και πάλι σε περιπέτεια κοκ. Παρά το γεγονός ότι η ταινία έχει και αρχή και μέση και τέλος (η απουσία τους είναι συνήθης νόσος του νέου ελληνικού κινηματογράφου), το ενδιαφέρον για την εξέλιξη έχει εξατμιστεί πριν καν η ταινία μεσιάσει, καθώς η πλοκή είναι αφόρητα προβλέψιμη.
Οι δεύτεροι δε χαρακτήρες είναι προσχηματικοί, πραγματικές καρικατούρες, απλά οχήματα στερεότυπων (οι άντρες πίνουν μπύρες και μιλάνε μόνο για ποδόσφαιρο, η καλύτερη σου φίλη τα φτιάχνει με τον πρώην σου, η κακιά εργοδότρια παρακολουθεί τους εργαζόμενους κλπ).
Επιπλέον η ταινία αστοχεί και στον κεντρικό ιδεολογικό της άξονα. Δεν φταίει η οικονομική κρίση για το γεγονός ότι τα ελληνόπουλα δεν τολμούν να φύγουν από την προστασία του πατρικού σπιτιού και της μητρικής φτερούγας. Ποτέ δεν το έκαναν άλλωστε, ούτε ακόμη στις εποχές των παχιών αγελάδων, των δανείων και της "ανάπτυξης". Η άρρωστη, ενίοτε και διαστροφική αντίληψη της ελληνικής οικογένειας, η γενεσιουργός αιτία του φαινόμενου που με τόση ανατομική ακρίβεια σκιαγραφήθηκε στον "Κυνόδοντα", εδώ εξαντλείται σε μια καρικατούρα υπερ-προστατευτικής μάνας βγαλμένη από τηλεοπτικό σίριαλ (μια εύκολη αποστολή για την Ράνια Οικονομίδου).
Συνοψίζοντας: μια ταινία που ναι μεν βλέπεται με ενδιαφέρον λόγω εντοπιότητας και οικειότητας τόπων και καταστάσεων, αλλά μέχρις εκεί...
Sex & Drugs & Rock'n' Roll - Matt Whitecross
Πέρα από τη χρονική συγκυρία, υπήρξαν αρκετοί λόγοι για τους οποίους ο Ian Dury εντάχθηκε από τους επαΐοντες στη γενιά του πανκ κινήματος. Ήταν η γενικότερη στάση ζωής του αυτού του sui generis λαϊκού μουσικού (ξεπήδησε από τις pub, το πραγματικό λαϊκό παλκοσένικο δηλαδή!). Ήταν όμως και η αγάπη του για τη μουσική του Gene Vincent, του Little Richard και των άλλων αστέρων της αθώας εποχής του rock'n'roll (ας μην ξεχνάμε ότι το punk μουσικά έχει τις ρίζες του στα 50s).
Ο Dury ήταν ένα από εκείνα τα παιδιά, τα "κανονικά", αυτά με τις "ειδικές ανάγκες" που λέει και η πολιτική ορθότητα (στα εννιά τον χτύπησε η πολιομυελίτιδα που θέριζε πριν βρεθεί το σωτήριο εμβόλιο), που όμως δεν δίστασε να υψώσει με θράσος ένα δάχτυλο ενάντια της κοινωνικής υποκρισίας όταν έγραψε το "Spasticus Autisticus", το οποίο και απαγορεύτηκε από το BBC ως προσβλητικό για τους ...ανάπηρους.
Η ταινία του Whitecross η οποία διατρέχει όλα αυτά τα γεγονότα και τη διαδρομή από μια δύσκολη παιδική ηλικία μέχρι την επιτυχία, είναι πολύ ζωντανή, ζωηρόχρωμη, ενώ ο Dury ευτυχεί να ζήσει μια δεύτερη "ζωή" χάρις στην εκπληκτική ερμηνεία του Andy Serkis (του Γκόλουμ από τον Άρχοντα των Δακτυλιδιών). Και σημαντικότερο: η ταινία δεν έχει προαπαιτούμενα, βλέπεται και από κάποιον ο οποίος δεν έχει ιδέα για τον Ian Dury, σαν ένα ντοκουμέντο της αέναης μάχης του ανθρώπου με το ριζικό του...
Lemmy - Wes Orshoski & Greg Oliver
Πως το λένε στη μαγειρική; Η καλή πρώτη ύλη μπορεί να κάνει μάγκα ακόμη και έναν μέτριο μάγειρα. Αρκεί να τη σεβαστεί και να μην την καταστρέψει με υπερφίαλους δήθεν "γκουρμέ" νεωτερισμούς. Το ίδιο ισχύει και στον κινηματογράφο τεκμηρίωσης (όπως αποκαλούνται στην ακαδημαϊκή τα ντοκιμαντέρ). Κατ' αναλογία, όταν έχεις στη διάθεση σου ένα πρωτογενές, πληθωρικό και εκρηκτικό υλικό όπως τον άνθρωπο που λέγεται Lemmy, δε χρειάζεται να κάνεις πολλά. Αφήνεις την κάμερα απλά και μόνο να τον ακολουθεί. Και αυτό ακριβώς έκαναν οι Orshoski και Oliver. Τρία χρόνια τον ακολουθούσαν κατά πόδας, και ιδού το αποτέλεσμα.
Η ταινία "Lemmy" είναι ο Lemmy (ας μου επιτραπεί η ταυτολογία). Μέσα στα 123 λεπτά της ταινίας αναδεικνύεται ο ηγέτης των Motorhead σε όλες του τις εκφάνσεις: ως δυναμικός μπασίστας, ως κτηνώδες όλο τεστοστερόνη αρσενικό, ως κοινός θαμώνας στο αγαπημένο του μπαρ Rainbow στο LA, ως κολλημένος με τα φρουτάκια και τους κουλοχέρηδες, ως στρατόκαυλος με τις παρεξηγήσιμες εμμονές του με τα όπλα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και τις στολές των ναζί, ως πατέρας που πολλοί θα ζήλευαν (ή θα απεύχονταν!) να έχουν. Σε όλες τις περιπτώσεις πάντως, είναι ο εαυτός του (και άλλη ...μισητή ταυτολογία) ενώ δεν διστάσει να τσαλακώσει το προφίλ του αυτοσαρκαζόμενος χωρίς να φοβάται την απομυθοποίηση.
Απόλαυσα πραγματικά την ταινία σε ένα σινεμά κατάμεστο από μεταλλάδικα μπλουζάκια (αν και οι Motorhead μουσικά απέχουν πολύ από το metal). Μία μόνο ένσταση: προφανώς οι σκηνοθέτες έπεσαν θύματα της λογικής "μην πετάξεις τίποτε" και η ταινία κάπου ξέφυγε χρονικά, χωρίς να προσθέτει κάτι. Αν ήταν μισή ώρα μικρότερη θα μιλάγαμε για το ιδανικό. Γιατί ισχύει ότι μεγάλος συγγραφέας-μουσικός-σκηνοθέτης (προσθέστε κατά βούληση) γίνεσαι όταν μαθαίνεις να κόβεις και να πετάς...
A temporary area in Athens - Vincent Moon & Thomas Rabillon
Αν αναγκάζαμε κάποιον ο οποίος δεν έχει μυρωδιά από τη "ζωντανή ανεξάρτητη ελληνική σκηνή", να παρακολουθήσει το 40λεπτο ντοκιμαντέρ των δύο Γάλλων, σε τι συμπεράσματα άραγε θα κατέληγε το άτυχο μας "πειραματόζωο"; Κατ' αρχή θα αισθανόταν οικεία με το κλίμα της ακατάσχετης γκρίνιας και της εθνικά υπερήφανης (σε ελληνοπρεπέστατα αγγλικά) μιζέριας για την ευρύτερη ελληνική πραγματικότητα (με δόσεις επαναστικότητας του καναπέ τύπου "κλείστε την τηλεόραση για δυο ημέρες"). Η δε επωδός "που είναι το κράτος που δεν μας υποστηρίζει και αδιαφορεί", θα τον έκανε ίσως να δακρύσει από συγκίνηση και να σπεύσει να συμπαραταχθεί στον δίκαιο αγώνα του αναξιοπαθούντος χίψτερ, αν ίσως δεν τον ξένιζαν οι δήθεν πειραματισμοί, οι κακόηχες κιθαρωδίες με τα φάλτσα φωνητικά, και η γενικότερη κακή αισθητική του φιλμ, το οποίο μοιάζει να απευθύνεται αποκλειστικά και μόνο στους συμμετέχοντες. Κρίμα γιατί έτσι δίπλα στα ξερά κάηκαν και κάποια χλωρά (δεν δόθηκε άλλωστε κανένας λόγος στους ίδιους τους μουσικούς). Πάντως όσοι λιγότεροι δουν αυτό το ανοσιούργημα τόσο ...καλύτερα για τη σκηνή. Ομερτά λοιπόν, να μείνει μεταξύ μας!
Και κάποια στιγμή οφείλουμε να αναρωτηθούμε (φτύνοντας και την παλιά καραμέλα για την έλλειψη προβολής η οποία πλέον δεν ισχύει, όλα τα τσάμπα -και όχι μόνο- φύλλα της πόλης με αυτό το είδος ασχολούνται), γιατί η όλη κατάσταση είναι εγκλωβισμένη σε μια περίμετρο λίγων κεντρικών ...βενζινάδικων και σε έναν ομφαλοσκοπούντα αυτοθαυμαζόμενο μικρόκοσμο. Από αυτή την άποψη, το ντοκιμαντέρ αυτό ίσως να δίνει κάποιες απαντήσεις...
Μετά την προβολή ακολούθησε ένα μικρού μήκους ταινιάκι του Spike Jonze, όμορφο και γλυκούλι, με θέμα μια ερωτική ιστορία ανάμεσα σε δύο ρομπότ, όπου το αντικείμενο του πόθου δεν δικαιούται να αναρωτηθεί "και ποια θυσία έχεις κάνει εσύ για μένα;". Τα μελαγχολικά μάτια του Sheldon είναι μια εικόνα που μένει, η δε χορηγία γνωστού ποτού διακριτική... Μπορείτε να τη δείτε ολόκληρη εδώ.