16ο ΔΦΚ της Αθήνας - Νύχτες Πρεμιέρας #2
The Trotsky (Ο Τρότσκυ) - Jacob Tierney
Άλλη μια εξωφρενική ιδέα που σε κάνει αναρωτιέσαι "τι πίνει ο σεναριογράφος και δεν μας δίνει". Ένας έφηβος, γόνος πλούσιας οικογένειας από το Μόντρεαλ, πιστεύει πως είναι η μετενσάρκωση του αρχηγού του Κόκκινου Στρατού και αργότερα θύμα του σταλινισμού, Λέοντος Τρότσκι. Έτσι η ζωή του καταλήγει να καθορίζεται από μια λίστα "to do's" του τύπου "να παντρευτώ μια μεγαλύτερη γυναίκα (κατά προτίμηση με το όνομα Αλεξάνδρα)", "να γνωρίσω έναν Βλαντιμίρ Ουλιάνωφ πριν πατήσω τα 21" και άλλα τέτοια γραφικά.
Η θητεία σε κάποιο από τα πολλά κομματίδια της αριστεράς (τα οποία με τις διασπάσεις όλο και αυξάνονται και πληθύνονται) δεν κρίνεται απαραίτητη για να μπείτε στο πνεύμα της ταινίας, αλλά είναι αναγκαία για να μπορέσετε να συλλάβετε τις ιστορικές αναφορές και τις παραπομπές σε ταινίες του Αϊζενστάιν. Από την άλλη, μη νομίσετε ότι πρόκειται για κάποια ταινία η οποία κηρύσσει την παγκόσμια επανάσταση και την επικράτηση της Τετάρτης Διεθνούς (περιμένω πάντως με ενδιαφέρον την κριτική του Ριζοσπάστη, ειδικά τώρα που οι σύντροφοι έχουν πλέον (ξανα)δεί το φως το σταλινικό το αληθινό). Σε στιγμές μάλιστα θυμίζει τυπική αμερικάνικη highschool ταινία, από αυτές που μεταδίδουν σωρηδόν τα κανάλια τα μεσημέρια της Κυριακής. Ο Jay Baruchel πάντως καταφέρνει με την ερμηνεία του να κάνει συμπαθητικό έναν εμφανώς σαλταρισμένο χαρακτήρα. Μήπως τελικά η ταινία υπονοεί ότι για να γίνεις επαναστάτης χρειάζεσαι και μια γερή δόση τρέλας και "γραφικότητας";
Stones in Exile (Οι Rolling Stones στην εξορία) - Stephen Kijak
To ντοκιμαντέρ "Stones in Exile" (όπως υποδηλώνει και ο τίτλος) είναι η καταγραφή μιας τραγικής ιστορίας. Βρισκόμαστε στα 1971. Οι Stones, το συγκρότημα το οποίο εξέφρασε όσο κανένα άλλο το πνεύμα της αντίστασης κατά του κατεστημένου τη δεκαετία που μόλις είχε εκπνεύσει, περνάνε δύσκολες στιγμές.
Κυνηγημένοι από το άτεγκτο βρετανικό κράτος και τους ανελέητους φορομπηχτικούς μηχανισμούς του, αναγκάζονται να φύγουν πρόσφυγες στη Γαλλία (πολλά χρόνια πριν επιχειρήσεις, ...εεε μουσικοί ήθελα να πω, όπως οι U2, τους μιμηθούν ακολουθώντας τον ίδιο πικρό δρόμο της -φορολογικής- ξενιτιάς). Ευτυχώς το προσωπικό τους τζετ και ένα κάποιο κομπόδεμα που είχαν μαζέψει λίρα-λίρα τα προηγούμενα χρόνια με το τίμιο τραγούδι τους, τους γλιτώνει από το να διασχίσουν τη Μάγχη πάνω σε δουλεμπορική σχεδία.
Τα πράγματα δεν είναι βέβαια πολύ καλύτερα στην απεχθή για κάθε σωστό Άγγλο χώρα των βατραχοφάγων. Εκεί μαζί με την κουστωδία που τους ακολουθεί πιστά, στοιβάζονται όλοι μαζί σε ένα σπιτάκι στα ανεμοδαρμένα και ηλιοκαμένα παράλια της Μεσογείου, όπου προσπαθούν να πνίξουν τον πόνο της ανεργίας και της νοσταλγίας για τα πάτριες λάσπες της βρετανικής υπαίθρου και τα φασόλια κονσέρβας, στo σεξ, τα ναρκωτικά, τα παλιά κρασιά και τις κάθε λογής ουσίες. Στο ενδιάμεσο θα γράψουν και τα τραγούδια τα οποία αργότερα θα βρουν θέση στο "Exile on Main Street", το δίσκο που οι κριτικοί λατρεύουν και κάθε λίστα η οποία σέβεται τον εαυτό της φιλοξενεί στην πρώτη δεκάδα.
Δυστυχώς όλη αυτή η συναρπαστική ιστορία πνίγηκε σε ένα βαρετό, κακογυρισμένο και κακόγουστο φιλμ, που λίγο έλειψε να με ρίξει σε βαθύ ύπνο στις αναπαυτικές πολυθρόνες του "Απόλλωνα". Αυτοί οι ατάκτως ερριμμένοι πλίνθοι και κέραμοι, μόνο σε οπαδούς απευθύνονται. Τώρα στο ερώτημα αν το "Exile on Main Street" είναι ο πιο υπερτιμημένος δίσκος των τελευταίων εξήντα ετών, ο καθένας μπορεί να δώσει τη δική του απάντηση...
Μέσα στο δάσος - Άγγελος Φραντζής
Ακριβή τέχνη το σινεμά... Δεν είναι λοιπόν διόλου παράξενο ότι βρίσκεται στο στάδιο ανάπτυξης που είχε η μουσική τον ...17ου αιώνα, με τον δημιουργό να πρέπει να βρει τον ...Μαικήνα του ώστε να συντηρηθεί και να παραμείνει δημιουργός (με τις συνεπαγόμενες εξαρτήσεις ασφαλώς!). Και ο Μαικήνας είναι άλλοτε το Κράτος με τις περίφημες επιχορηγήσεις του και άλλοτε οι ιδιωτικές εταιρείες του ανελέητου κέρδους.
Τα πράγματα όμως σιγά-σιγά αρχίζουν να αλλάζουν. Οραματίζομαι μια εποχή, όχι μακρινή, όπου τα μέσα παραγωγής του κινηματογράφου θα είναι πλέον διαθέσιμα και προσβάσιμα στον καθένα. Προς το παρόν, ολοένα και περισσότερες no (ή low) budget ταινίες εμφανίζονται, γυρισμένες με φτωχικά μέσα αλλά με συνεχώς βελτιούμενα τεχνικά χαρακτηριστικά. Όπως αυτή η ταινία του Άγγελου Φραντζή, η οποία είναι εξ ολοκλήρου γυρισμένη με μια κοινή φωτογραφική μηχανή των 7.2 megapixel την οποία βρίσκεις σε λογική τιμή σε οποιοδήποτε μαγαζί.
Η τέχνη όμως όπως λέει και η θεωρία, δεν είναι μόνο φόρμα είναι και περιεχόμενο. Αν δεν υπάρχει περιεχόμενο, το έργο δεν σώζεται από καμία φόρμα όσο "επαναστατική" κι αν είναι. Εν προκειμένω, η ταινία κυριολεκτικά δεν βλέπεται. Πρώτη φορά είδα τόσο κόσμο να κοιτάει με απελπισία την ώρα στο κινητό, αλλά να περιμένει στωικά την εξέλιξη χωρίς να φεύγει. Και ο χρόνος κυλούσε βασανιστικά αργάααααα, οι 3 πρωταγωνιστές τριγύριζαν άσκοπα σε βουκολικά τοπία, λιβάδια και δάση (χωρίς τον κίνδυνο -φευ- να εμφανιστούν οι εξαφανισθέντες από τα ελληνικά δάση ...λύκοι), αυνανίζονταν, έφτιαχναν ερωτικά τρίγωνα (με γκέι αναφορές), μιλούσαν σπάνια... Όλες οι παιδικές ασθένειες του παλιού κακού ελληνικού σινεμά μαζεμένες. Στην καλύτερη περίπτωση ας τη θεωρήσουμε μία ενδιαφέρουσα έκθεση φωτογραφίας, μια ονειροπόληση, μια πρωτόλεια απόπειρα σε ένα νέο μέσο, στη χειρότερη άλλο ένα προϊόν-πείραμα σύγχρονης τέχνης που αφορά το μικρόκοσμο κάποιων ειδικών...
We don't care about music anyway - Cedric Dupire & Gaspard Kuentz
Η Ιαπωνία για εμάς που "ανήκομεν εις την Δύσιν" αποτελεί ένα εξωτικό δυσεπίλυτο αίνιγμα. Πως αλήθεια να προσεγγίσεις μια τόσο αντιφατική χώρα και να καταλάβεις ένα λαό ο οποίος μιλάει μια γλώσσα με 3 αλφάβητα και μερικές χιλιάδες χαρακτήρες και γράμματα και ο οποίος έχει μια απόλυτα σχιζοφρενική σχέση τόσο με την πιο βαθιά συντηρητική παράδοση όσο και με το πιο ...φουτουριστικό μέλλον. Διόλου δύσκολο να βρεθείς χαμένος στη μετάφραση...
Το Τόκυο θα λέγαμε είναι από τους πρωταγωνιστές της ταινίας αυτής η οποία εξερευνά τη θορυβώδη πλευρά του γιαπωνέζικου underground, που επιτυχημένα έχει αποκληθεί japanoise. Τόκυο... Αδιανόητη σε πλήθος ανθρωπομάζα... Μεταλλικές κρούσεις στον σιδηρόδρομο... Βόμβοι ηλεκτρικού ρεύματος... Τα ντεσιμπέλ οργιάζουν... Χημική μόλυνση... Οπτική μόλυνση... Φώτα νέον μέσα στη νύχτα... Χωματερές... Η μουσική δεν είναι καθρέφτης του περιβάλλοντος;
Η ταινία φτιάχτηκε από δύο Γάλλους (οι οποίοι δεν είναι αλεξιπτωτιστές, έχουν γνώση και αγάπη για τη σκηνή), και μας συστήνει οκτώ μύστες της σύγχρονης πειραματικής σκηνής της χώρας του σούσι και του σούμο. Θα ξεχωρίσω δύο: τον εκπληκτικό μουσικό (για να ανατρέψεις πρέπει πρώτα να μάθεις!), Sakamoto Hiromichi ο οποίος χρησιμοποιεί το τσέλο του με κάθε αντισυμβατικό τρόπο που μπορείτε να (μην) φανταστείτε, και τον Yamakawa Fuyuki, ο οποίος παίζει μουσική κατευθείαν από τα βαθιά ανθρώπινα σπλάχνα, προσαρμόζοντας πάνω στην καρδιά του ένα μικρόφωνο.
We don't care about music anyway... Που σημαίνει, σε ελεύθερη μετάφραση: διεκδικώ την ατομικότητά μου, επιλέγω και ακολουθώ το δρόμο μου, όσο περιθωριακός κι αν θεωρείται, με ότι αυτός συνεπάγεται, δεν ζητώ από κανέναν τίποτε και ...I don't care! Οι συγκρίσεις ανοιχτές, ελεύθερες και προφανείς...
Freakonomics - Heidi Ewing, Alex Gibney, Seth Gordon, Rachel Grady, Eugene Jarecki & Morgan Spurlock
Είναι γεγονός ότι τώρα που η κρίση έχει αγγίξει και το τελευταίο νοικοκυριό και ο κόσμος (ή κοσμάκης που θα ΄λεγε και ο Αυτιάς) είναι φρικαρισμένος μπροστά σε νέους δυσοίωνα ακατανόητους όρους όπως spread, hedge funds, δομημένα ομόλογα κλπ, οι οικονομολόγοι είναι οι νέες πολύφερνες νύφες των ΜΜΕ. Όχι ότι βοηθάνε ιδιαίτερα... Πιο ζαλισμένος και συγχυσμένος καταλήγεις ακούγοντας αντικρουόμενες απόψεις οι οποίες μοιάζουν εξίσου εύλογες. Διόλου περίεργο βέβαια, αν αναλογιστούμε ότι τα οικονομικά απέχουν ακόμη έτη φωτός από το να καταστούν "κανονική" (κατά Kuhn) επιστήμη (μπροστά στους οικονομολόγους, τύφλα να έχουν οι ...αστρολόγοι!). Διόλου περίεργο επίσης ότι μέσα σε αυτό το κλίμα, ένα ντοκιμαντέρ με τίτλο "Freakonomics" μάζεψε κόσμο και κοσμάκη στον Δαναό.
Η ταινία είναι μια οπτικοποίηση κάποιων κεφαλαίων από το best-seller των Steven Levitt και Stephen J. Dubner (2005), το οποίο αντιμετωπίζει ζητήματα της οικονομικής ζωής από μια διαφορετική σκοπιά. Μια σκοπιά η οποία στηρίζεται στη φιλοσοφία ότι η επιλογή της κατάλληλης ερώτησης είναι εκείνη η οποία ανοίγει το δρόμο προς νέα, πολλές φορές απροσδόκητα συμπεράσματα, κόντρα στον περιβόητο "κοινό νου".
Έτσι ενδεικτικά αναφέρω ότι οι δημιουργοί εξετάζουν τη σχέση του σούμο με τη γένεση της διαφθοράς (όσοι βέβαια ξέρουν από ελληνικό ποδόσφαιρο και κατέχουν άριστα το θέμα, μάλλον θα βαρέθηκαν), ασχολούνται με το ζήτημα αν το όνομα του παιδιού συμβάλει στην επιτυχία του στη ζωή (να μεταφέρετε τα συμπεράσματα στους γονείς που βαφτίζουν τα παιδιά τους Νεφέλες και Αριστοτέληδες κατά το μοντέρνο trend), αναρωτιούνται αν η νομιμοποίηση των αμβλώσεων έχει επίδραση στη μείωση της εγκληματικότητας.
Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι οι Αμερικανοί γενικώς είναι μάστορες στον τομέα που λέγεται popular science, η ταινία είναι ευχάριστη, με έξυπνα δισδιάστατα γραφικά, τηλεοπτική αισθητική (με την ...καλή έννοια!), γρήγορη, το θέμα αλλάζει κάθε τέταρτο, αν και κάποιες φορές επιμένει μέχρι να το κάνει "νιανιά" και για τον πιο άσχετο, εις βάρος της ...οικονομίας του έργου.
Θα κρατήσω ένα θεματάκι το οποίο πέρασε κάπως γρήγορα από την οθόνη. Αναφέρομαι στη γελοία με τα σημερινά δεδομένα συσχέτιση της κατανάλωσης παγωτού (!) με την εξάπλωση της πολιομυελίτιδας, με βασικό επιχείρημα ότι η νόσος εμφάνιζε αύξηση το καλοκαίρι. Εστιάζω σε αυτό, γιατί αποκαλύπτει έναν τρόπο σκέψης ο οποίος είναι ευρύτατα διαδεδομένος στις μέρες, τη λογική του εάν ένα συμβάν προηγείται κάποιου άλλου, αυτά συνδέονται με σχέση αιτίου-αιτιατού. Λογική που συνοψίζεται στην αηδή πλέον ατάκα των ημερών "Τυχαίο; Δεν νομίζω". Ποιος είπε ότι δεν υπάρχουν ηλίθιες ερωτήσεις;
La Mosquitera (Η κουνουπιέρα) - Agusti Vila
Ξεκινάω με παρένθεση: έχει πολύ πλάκα και ένα κάποιο ανθρωπολογικό ενδιαφέρον να παρατηρείς το πότε και το πως γελάει το ελληνικό κοινό στον κινηματογράφο. Ακόμη και αυτό το δήθεν σινεφίλ κοινό που μαζεύεται στα φεστιβάλ. Θα μπορούσα να γράψω ολόκληρο δοκίμιο για το θέμα, αλλά θα περιοριστώ στα χάχανα (δεν τα λες και γέλια) σε οποιοδήποτε ερωτικό υπονοούμενο, κατάλοιπο φρονώ εφηβικών καταπιεσμένων συνδρόμων. Ας είναι όμως...
Η ταινία του Καταλανού Agusti Vila πάντως είχε πολλά υπονοούμενα (όχι αποκλειστικά ερωτικά!). Και ομολογώ ότι με μπέρδεψε. Στην αρχή βαρέθηκα, μετά με απώθησε το όλο κλίμα οικογενειακής διαστροφής που με επιτυχία δημιουργεί ο σκηνοθέτης, μετά με κέντρισε, εκ των υστέρων νομίζω ότι θα ήθελα να τη δω δεύτερη φορά για να καταλήξω. Όταν συμβαίνει ένα τέτοιο μπέρδεμα, δύο τινά μπορεί να συμβαίνουν: έχουμε να κάνουμε με αριστούργημα ή με μια μεγάλη "πατάτα". Άλλη μια ταινία πάντως με κεντρικό θέμα (το οποίο μοιάζει ανεξάντλητο) μια δυσλειτουργική όλο νευρώσεις οικογένεια, όπου όλοι ξενοπηδάνε ενώ ο γιος είναι στον κόσμο του...
Τα οπωροφόρα της Αθήνας - Νίκος Παναγιωτόπουλος
Το ομώνυμο βιβλίο του Σωτήρη Δημητρίου πάνω στο οποίο βασίστηκε το σενάριο της ταινίας "Τα οπωροφόρα της Αθήνας" δεν το έχω διαβάσει. Αλλά δεν έχει και σημασία. Βρίσκω ανεδαφικές, εντελώς αστήρικτες και αμφίπλευρα άδικες τις συγκρίσεις μιας ταινίας με ένα βιβλίο στο οποίο αυτή έχει βασιστεί. Πως μας λέγανε στην αριθμητική στο σχολείο; Δεν μπορείς να συγκρίνεις καρπούζια με πορτοκάλια. Και η κάθε ταινία είναι ένα αυθύπαρκτο έργο τέχνης, και ως τέτοιο πρέπει να κρίνεται.
Το κοντέρ του Νίκου Παναγιωτόπουλου έχει ήδη γράψει 14 ταινίες, επίτευγμα που ασφαλώς κάτι δείχνει, ειδικά σε αυτόν τον αφιλόξενο βιότοπο που λέγεται ελληνικός κινηματογράφος. Οι προθέσεις καθίστανται σαφείς από το καλησπέρα, η ταινία αυτο-παρουσιάζεται ως "μια κωμωδία πάνω στο δοκίμιο ή ένα δοκίμιο πάνω στην κωμωδία".
Το έργο αποτελείται από μικρά θραύσματα επεισοδίων με συνδετικό κρίκο τα δέντρα. Ο Νίκος Κουρής είναι πολύ καλός στο ρόλο ενός ελαφρώς λοξού τύπου που περιδιαβαίνει την Αθήνα γευόμενος τα φρούτα της, μούρα, φραγκόσυκα, σύκα, νεράντζια, βερίκοκα (ναι, κάπου στην Αθήνα υπάρχουν και βερικοκιές). Η ταινία δημιουργεί μια οικειότητα, κινείται σε μέρη γνώριμα (υποθέτω ότι μετά από χρόνια θα τη βλέπουμε ως ένα ντοκουμέντο της πόλης μας), το χιούμορ της προσπαθεί να μοιάσει σε εκείνο το αφελές του "παλιού καλού" ελληνικού κινηματογράφου, αλλά συνολικά ούτε γοητεύει ούτε απο-γοητεύει. Επιπλέον, οι εμβόλιμες διαλέξεις ενός συγγραφέα (Λευτέρης Βογιατζής) για τον τρόπο σύνθεσης ενός μυθιστορήματος, διαταράσσουν την ισορροπία λόγου-εικόνας, βαραίνοντας την με περιττή φλυαρία.
Κατά τα λοιπά, έχουμε τη μουσική του αναπόφευκτου Κραουνάκη (ο νέος ...Νταλάρας;) και οι τσάμπα "τι Αθήνα-τι Βερολίνο" φυλλάδες θα λυσσάξουν για την ταινία η οποία εξυμνεί τις κρυμμένες ομορφιές της Αθήνας. "Don't believe the hype" δεν συμβούλευαν οι Public Enemy;
Four lions (Τέσσερις λέοντες) - Chris Morris
Κάπου ανάμεσα στο αναρχικό χιούμορ των Monty Python και τα ντελιαριακά κωμικά gangs του Blake Edwards και του Ροζ Πάνθηρά του, κινείται αυτή η ταινία του Chris Morris, η οποία ήδη έχει προκαλέσει ντόρο στο Νησί. Από τη μία το ΝΜΕ και άλλα μέσα παραληρούν "για την κωμωδία της χρονιάς", από την άλλη οι οικογένειες θυμάτων που χάθηκαν στις τρομοκρατικές επιθέσεις στο Λονδίνο το 2005 κάνουν έκκληση στους αιθουσάρχες να μην προβάλουν την ταινία.
Κατ' ουσία μιλάμε για το γνωστό ζήτημα "έχει όρια η σάτιρα;" (να ρωτήσουν τα δικά μας μεσημεριανάδικα τα οποία έχουν κάνει ολόκληρη διατριβή πάω στο θέμα!). Γιατί η ταινία ασχολείται με ένα θέμα με το οποίο λίγοι γελάνε στην Αγγλία: την τρομοκρατία. Τέσσερις επίδοξοι βομβιστές αυτοκτονίας, γνήσιοι losers, πέφτουν από γκάφα σε γκάφα στην προσπάθειά τους να χτυπήσουν το διεθνή μαραθώνιο του Λονδίνου.
Το φιλμ είναι πραγματικά αστείο, έχει εμπνευσμένες ατάκες, πολλές φορές με ένα χιούμορ μαύρο-κατάμαυρο (θυμήθηκα τα ανέκδοτα τύπου "σκάει ένας Παλαιστίνιος σε ένα μπαρ"). Αλλά... Κάτι ενοχλητικό με τσιγκλούσε την ώρα που την παρακολουθούσα. Ήταν, που παρά την εμφανέστατη προσπάθεια του σκηνοθέτη να μην προσβάλλει κανένα από τα δύο μέρη (δεν είναι ώρα να ξεσηκωθούν οι μουσουλμάνοι), η σάτιρα καθώς εκπορευόταν από την πλευρά του ισχυρού, είχε μια δόση βρετανικής αυτοκρατορικής υπεροψίας απέναντι στον κατώτερο, τον αφελή, τον αλλόθρησκο, τον μετανάστη. Είναι εύκολο να κοροϊδεύεις τον αδύναμο... Unfair, όπως θα έλεγε και ένας Άγγλος gentleman παλαιάς σχολής...
Inside Job - Charles Ferguson
Δεν ξέρω αν ένα ντοκιμαντέρ για τα αίτια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής οικονομικής κρίσης θα είχε άλλοτε τόσους έλληνες θεατές καρφωμένους στην καρέκλα τους. Πρωταγωνιστής είναι το τσουνάμι που ξεκίνησε στην Αμερική της ανεξέλεγκτης αγοράς, των άπληστων παντοδύναμων επενδυτικών εταιριών και των τοξικών τους ομολόγων (βλέπε Lehman Brothers) και κατέληξε σε ένα παγκόσμιο ντόμινο χρεοκοπίας ατόμων, επιχειρήσεων, ως και κρατών, ενώ τα απόνερά του έχουν πάρει κι έχουν σηκώσει τώρα τελευταία και εμάς. Ο Ferguson εστιάζει στη διαπλοκή των ανθρώπων της εξουσίας, των εταιριών αλλά και της πανεπιστημιακής ελίτ, αποδεικνύοντας ότι ουσιαστικά επρόκειτο για τα ίδια πρόσωπα σε πολλαπλούς ρόλους τα οποία εξυπηρετούσαν ένα και μόνο συμφέρον - το δικό τους. Και επειδή η ατιμωρησία στους στυλοβάτες του εκάστοτε συστήματος δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο, τα ίδια πρόσωπα είναι σε καίριες θέσεις και στην κυβέρνηση των υποτιθέμενων αλλαγών και μεταρρυθμίσεων του Ομπάμα. Όποιος πιστεύει ακόμα στην "αυτορύθμιση" της ελεύθερης αγοράς και ποντάρει τη "σωτηρία" της ελληνικής οικονομίας στις συνταγές της παγκόσμιας οικονομικής ελίτ, ας θυμηθεί με αφορμή αυτό το καλογυρισμένο ντοκιμαντέρ τι γίνεται όταν βάζεις το λύκο να φυλάει τα πρόβατα... Ελεάνα Γαρίνη
Exit through the gift shop (Όπως εξέρχεσθε από το πωλητήριο) - Banksy
Την ταινία απ' τα χεράκια του ευφυή street artist Banksy απόλαυσαν οι περισσότεροι αναλογικά θεατές του φεστιβάλ, μιας κατέκτησε και τρίτη, έκτακτη προβολή. Αυτό δεν στάθηκε εμπόδιο στον Ξαγά να την χάσει κι έτσι την ανταπόκριση από το μέτωπο των stencils την στέλνω αντ' αυτού.
Ο Banksy υποτίθεται πως αφηγείται την ιστορία ενός γάλλου οικογενειάρχη έμπορα μεταχειρισμένων ρούχων στο LΑ ο οποίος είχε εμμονή με την κάμερα, η τύχη τα έφερε να συναντήσει το κίνημα της street art και να κινηματογραφήσει πολλούς, μέχρι να φτάσει στον ίδιο που τον αντιμετώπιζε ως τουλάχιστον ημίθεο. Η ταινία που φτιάχνει με το υλικό από δεκάδες γκραφιτάδες είναι για κλάματα. Ο Banksy προτίθεται να τη διορθώσει, παρακινώντας τον στο μεταξύ να εκθέσει και αυτός τα δημιουργήματά του- μια κραυγαλέα αντιγραφή της δουλειάς του Banksy και του Shepard Fairey κατά βάσει- που καταλήγει σε μια έκθεση μαμούθ όπου ο "Mr Brainwash" -όπως αυτοαποκαλείται ο νεοφώτιστος καλλιτέχνης- βγάζει εκατομμύρια. Στο τέλος της ταινίας διερωτάσαι "όντως έτσι έγινε ή τρελά μας δουλεύει;" Εγώ σκίζω τα ρούχα μου για τη δεύτερη εκδοχή. Ο Banksy είναι μεγάλος προβοκάτορας και από τα αγαπημένα του θύματα είναι ο κόσμος της τέχνης και οι κανόνες του. Η ιδέα του αεριτζή συμπαθή βλαμμένου ο οποίος γίνεται διάσημος street artist σαλονιού είναι αποδεικτική της λειτουργίας του marketing στην τέχνη, αλλά και ευφυώς αυτοσαρκαστική για τον ίδιο τον Banksy και τους αντίστοιχους street artists που από το δρόμο και τους εικαστικούς "βανδαλισμούς" έχουν βρεθεί στην αιχμή της καλλιτεχνικής εμπορικότητας. Οι εκθέσεις του "Mr Brainwash" έχουν όντως γίνει, κάνοντας την υπόθεση ακόμα πιο ιντριγκαδόρικη. Η μουσική είναι ενός έτερου Καππαδόκη που έβαλε τη σφραγίδα του στο Bristol, του Geoff Barrow. Άντε και του χρόνου ξανά... Ελεάνα Γαρίνη