17ο ΔΦΚ της Αθήνας - Νύχτες Πρεμιέρας
- Polisse - Maiwenn Le Besco
Καμιά φορά η έκπληξη κρύβεται εκεί που δεν το περιμένεις (χεχε, αλλιώς τι έκπληξη θα ήταν;). Τυχαία, ελαφρά νυσταγμένος, και με μάλλον κακή προδιάθεση βρέθηκα στην ταινία αυτή. Το γεγονός ότι η υπόθεση περιστρεφόταν γύρω από το Τμήμα Ανηλίκων της γαλλικής αστυνομίας, προκαλούσε σκέψεις, χμ, τι θα δούμε τώρα, ένα γαλλικό ...Miami Vice με ηρωικούς αδιάφθορους μπάτσους να σώζουν παιδάκια;
Τελικά οι μπάτσοι ήταν όντως αδιάφθοροι αλλά όχι παραπάνω ήρωες από έναν καθημερινό άνθρωπο. Και η ταινία με κέρδισε με την απλότητα της, με την ανθρωπιά της και με τον τρόπο με τον οποίο κρατάει την ισορροπία της ακόμη και στις δύσκολες στιγμές (ας πούμε όταν αγγίζει δύσκολα θέματα-ταμπού όπως η παιδοφιλία). Σε βάζει στην καθημερινότητα του τμήματος, ζεις τις προσωπικές στιγμές, τις συγκρούσεις, μέσα από μια συνεχή εναλλαγή γέλιου και συγκίνησης.
Η σκηνοθέτης-ηθοποιός-"είμαι όμορφη και το ξέρω" Maiwenn (κρατάει μάλιστα για τον εαυτό της έναν ρόλο ο οποίος ποτίζει την ωραιοπάθειά της χωρίς να συνδράμει ουσιαστικά στην εξέλιξη) δεν ξέρει πολλά από σκηνοθεσία και αυτό ...βγαίνει σε καλό. Προφανώς έχει το "γνώθι σαυτόν" και δεν προσπαθεί να το κρύψει με φτηνά κόλπα, ψαγμένες γωνίες λήψης και άλλες δήθεν ανατρεπτικές φιοριτούρες, αφήνοντας το δυνατό σενάριο να μιλήσει μόνο του. Διεκπεραιωτική στάση; Ναι. Τίμια όμως και επαρκής...
- Backyard (Πίσω στην αυλή) - Arni Sveinsson
Πέρυσι η indie ελληνική σκηνή (τρομάρα μας...) είχε πνίξει μια παρόμοιας πρόθεσης ταινία στην ακατάσχετη γκρίνια, τη μεμψιμοιρία και τη μιζέρια. Στην ισλανδική εκδοχή δεν ακούστηκε ούτε μία φορά η λέξη "κρίση", παρόλο που μπροστά στο οικονομικό τσουνάμι που έπληξε τους Ισλανδούς, τα δικά μας βάσανα μοιάζουν με ήσυχο κυματάκι καλοκαιρινού απογεύματος.
Είναι σαφές ότι η ισλανδική σκηνή δεν βρίσκεται ακριβώς στο απόγειο της, τα μεγάλα της ονόματα διάγουν περίοδο δημιουργικής παρακμής (όπως διαπιστώνουμε π.χ. με τους Mum), αλλά αυτό δεν σημαίνει κάτι, έτσι είναι η φυσική διακύμανση της ζωής, το υπόβαθρο μολοταύτα είναι γερό και η μουσική παιδεία έχει βαθιές ρίζες στην καθημερινότητα. Δεν υπάρχει λοιπόν ανησυχία: η γη η οποία βγάζει γκρουπάκια με τη συχνότητα που ξεπετάει γκέιζερ και θερμές πηγές, θα συνεχίσει να το κάνει.
Κάτι το οποίο γίνεται εμφανές παρακολουθώντας τα συγκροτήματα του φιλμ, τα οποία αν και όχι υψηλών καλλιτεχνικών αξιώσεων, έχουν το καθένα κάτι το αποκλειστικά δικό τους, χωρίς να μοιάζουν με φωτοτυπίες άλλων.
Από κει και πέρα, η πενία τέχνας κατεργάζεται, και αφού το ισλανδικό "που είναι το" κράτος έχει μεγαλύτερες φουρτούνες, η παρέα παίρνει την κατάσταση στα χέρια της, διοργανώνοντας συναυλίες ανοιχτές στον καθένα. Ακόμη και στην πίσω αυλή ενός σπιτιού, όπου δίπλα σε σεμεδάκια που ανεμίζουν στον βόρειο αέρα, και μπροστά σε παιδάκια, μωρά, μαμάδες, συγγενείς και φίλους, οι Mum, Sin Fang Bous, Hjaltalίn, Borko κ.α. στήνουν το δικό τους πάρτυ, αποδεικνύοντας ότι "σκηνή" στην πράξη δεν σημαίνει ...ομόηχα συγκροτήματα αλλά μια κοινή νοοτροπία και στάση ζωής και μια αίσθηση κοινότητας. Η γιορτή θα κορυφωθεί με τους οικοδεσπότες FM Belfast να μένουν με τα σώβρακα ερμηνεύοντας το feelgood χιτάκι τους "Underwear".
"Screaming masterpiece" δεν είναι το "Backyard" (θα ήταν άδικη οποιαδήποτε απόπειρα σύγκρισης!), ο ερασιτεχνισμός της προσπάθειας είναι κάτι παραπάνω από προφανής, όσο είναι και η θετική ενέργεια της... Αν φύσαγε και λίγο κατά τούτα τα μέρη...
- Pourquoi tu pleures? (Οι μέρες της μονογαμίας σου είναι μετρημένες) - Katia Lewkowicz
Η ευρηματικότητα, το πνεύμα και η σπιρτάδα της γαλλικής αυτής ταινίας εξαντλούνται στον μεταφραστή του τίτλου της στα ελληνικά (ο ακριβής "Γιατί κλαις; Θα παρέπεμπε επικίνδυνα σε ...Γονίδη). Ο γάλλος σταρ (;) του πενταγράμμου Benjamin Biolay, αδερφός της Coralie Clement και πρώην άντρας της Chiara Mastroianni, επεκτείνει τις δραστηριότητες του στον κινηματογράφο (μα γιατί μου έρχεται στο νου ο Ρουβάς;) ενσαρκώνοντας τον αντιπαθέστατο πρωταγωνιστή της ταινίας αυτής, ο οποίος τραβάει μεγάλα ζόρια. Βασικά ...παντρεύεται. Και από δω ξεκινούν όλα τα κακά της μοίρας του (και της δικής μας ως θεατών). 99 χαμένα λεπτά της ζωής μου μέσα σε αμήχανα έως αποτυχημένα σαχλά αστεία και στερεότυπα. Μπορώ έτσι πρόχειρα να θυμηθώ μια ντουζίνα ταινίες οι οποίες αντιμετωπίζουν αυτό το πανανθρώπινο ...πρόβλημα με περισσότερη ευαισθησία, ουσία, χιούμορ, άποψη κλπ κλπ, χωρίς να χρειαστεί καν να φτάσουμε σε αριστουργήματα όπως το "Sideways"... Αφήστε το καλύτερα...
- Sound it out - Jeannie Finley
Μαγαζάκια του τρόμου... Κλειστά ρολά, βλέμματα κενά, ώρες νεκρές... Μέσα σε μια τέτοια οικονομική κρίση τι να πουν και τα δισκοπωλεία που εδώ και χρόνια τα έχει χτυπήσει η απαξίωση του ίδιου του προϊόντος τους;
Βλέποντας τον κόσμο που συχνάζει στο "Sound it out", ένα μικρό δισκάδικο σε μια πανάσχημη επαρχιακή πόλη του αγγλικού βορρά, αναρωτιέμαι: έτσι ήταν πάντοτε οι πελάτες τους; Συμπαθητικά αρρωστάκια, με προβληματικές ζωές, χωρίς κάποιο άλλο ενδιαφέρον να τους κρατάει; Ναι, πάντοτε υπήρχε αυτός ο περίκλειστος κόσμος όπου η αγνή αγάπη για τη μουσική συνδυαζόταν από μια φετιχιστική εμμονή με το αντικείμενο. Αλλά κάποτε τα δισκάδικα υπήρξαν πραγματικές νεανικές κυψέλες, στέκια όπου γνωρίζονταν μέλη μελλοντικών συγκροτημάτων, πεδία διαξιφισμών και ...διαπαιδαγώγησης της νεολαίας (ακόμη θυμάμαι την κατήχηση από έναν "παλιό" όταν είχα ζητήσει το "Unknown pleasure" στο δισκάδικο της μικρής μου πόλης). Στο "Sound it out" ο μέσος όρος ηλικίας των θαμώνων είναι ανησυχητικά αυξημένος...
Ένα δεν άλλαξε με τα χρόνια: η χαρά της προσωπικής σχέσης με τον ιδιοκτήτη. Α, και η φυλετική εκπροσώπηση των πελατών. Κατά 90% άντρες. Το φιλμ δίνει και μια πολύ ωραία και πειστική εξήγηση, με την οποία και συμφωνώ 100% (εξ ιδίας πείρας): ότι κατά βάθος (όχι και πολύ ...βαθύ εδώ που τα λέμε) οι άντρες δεν θέλουν να μεγαλώσουν, θέλουν να μείνουν για πάντα παιδιά να ανταγωνίζονται μεταξύ τους ποιο έχει τα πιο πολλά χαρτάκια με ποδοσφαιριστές, γραμματόσημα, δίσκους κλπ.
To ταινιάκι αυτό γυρίστηκε για την "Record Store Day" η οποία "γιορτάζεται" τα τελευταία χρόνια το τρίτο Σάββατο του Απριλίου. Παρολ' αυτά δεν έχει καμία σχέση με εμπορική προώθηση και κόλπα του marketing. Και αποπνέει μια μοναξιά και μια μελαγχολία για το μέλλον που έρχεται. Παρά τις υπερβολικές ελεγείες, η μουσική θα εξακολουθήσει να υπάρχει, υπήρχε άλλωστε πολύ πριν αρχίσει να πωλείται σε μορφή δίσκου. Ένας κόσμος όμως θα έχει χαθεί ανεπιστρεπτί...
- Το γάλα - Γιώργος Σιούγας
Δεν είχα δει τη διαβόητη θεατρική παράσταση (γενικά αποφεύγω εκ φύσεως τις κοσμοσυρροές) η οποία όπως είναι γνωστό είχε σπάσει τα ταμεία. Όχι ότι έχει δα καμία σημασία, το κάθε έργο κρίνεται αυτόνομα ασχέτως που βασίζει την έμπνευσή του (άλλωστε το θέατρο μικρή σχέση έχει με το σινεμά - σίγουρα μικρότερη απ' ότι έχει η μουσική ή η φωτογραφία πάντως). Στην μεταφορά έτσι κι αλλιώς πάντα κάτι χάνεται αλλά και κάτι κερδίζεται...
Η μόνη απορία σε σχέση με το θεατρικό ήταν ο λόγος αυτής της ...θραύσης των ταμείων. Τι να ήταν αυτό που τράβηξε τον πολύ κόσμο στην ιστορία μιας τριμελούς οικογένεια μεταναστών από την Τιφλίδα της πρώην ΕΣΣΔ, πάνω στην οποία πέφτουν όλες οι πληγές του Φαραώ; Μια ιστορία η οποία δεν παίρνει φως από πουθενά, από καμία χαραμάδα; Μήπως η όχι και τόσο ανεξήγητη ροπή του έλληνα προς το μελό, αυτή η ιδιότυπη αυτο-παρηγορία μέσα από τα βάσανα των άλλων να είναι μια εξήγηση; Θυμάστε την ΚΛΑΚ φιλμ; Δεν απέχουμε και πολύ από "Το γάλα"...
Γενικά τα περισσότερα ελαττώματα της ταινίας πηγάζουν από το σενάριο, το οποίο είναι υπερβολικά φορτωμένο από την εμφανή διάθεση του δημιουργού (Βασίλης Κατσικονούρης) να τα πει όλα και να αυξήσει το συγκινησιακό φορτίο. Για παράδειγμα, δεν βλέπω κανένα λόγο, πέραν της πρόσθεσης ενός ακόμη κακού στη μοίρα, οι ήρωες να πρέπει να είναι μετανάστες, θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι γκάγκαροι Αθηναίοι χωρίς καμία δραματουργική έκπτωση.
Απεναντίας ο σκηνοθέτης με αυτή τη "μαυρίλα" στα χέρια του έκανε αξιοπρεπή δουλειά, ευτύχησε να έχει εξαιρετικές ερμηνείες από τους ηθοποιούς (κυρίως οι δύο γιοι-ιδιαίτερα πειστικός ο Προμηθέας Αλειφερόπουλος στον ρόλο του άρρωστου), αλλά προδίδεται από πολυφορεμένες σκηνοθετικές ευκολίες (μπαλόνια ανεβαίνουν, μπαλαρίνες-παιχνίδια στριφογυρίζουν κλπ).
Τελικά έμεινα με την απορία, τι ήθελε να πει ο ποιητής, ποια ήταν η στόχευση; Η σχιζοφρένεια; Η κοινωνική εκμετάλλευση; Η σεξουαλική εκμετάλλευση; Η αδερφική σχέση; Η σχέση μάνας-γιου; Η επιστροφή στη χαμένη παιδική ηλικία; Η προσαρμογή του μετανάστη; Όλα μαζί και στο πηλίκο μηδέν; Ταινία που ενοχλεί αλλά δεν ξεβολεύει. Και κάπου εκεί το γάλα "έκοψε"...
- Mr. Klein - Joseph Losey
Μια ένδειξη της μεγαλοσύνης και της καταξίωσης ενός συγγραφέα είναι (μεταξύ προφανώς πολλών άλλων) το όνομα του να μετατραπεί σε επίθετο ευρείας χρήσης. Στα πλαίσια του αφιερώματος στον Κάφκα, επιλέχθηκε η προβολή αυτής της γαλλικής ταινίας του 1976, η οποία δεν έχει καμία άμεση σύνδεση με το έργο του μεγάλου Βοημού (Τσέχου; Αυστρο-ουγγαρέζου; Εβραίου;) συγγραφέα, είναι όμως "καφκική". Ήτοι: ένας άνθρωπος αδύναμος μπροστά σε έναν απρόσωπο κρατικό εφιάλτη, μια δυσοίωνη αόριστη απειλή (όχι η ταινία δεν είναι για το ελληνικό δημόσιο).
Η ιστορία εκτυλίσσεται στο Παρίσι της γερμανικής κατοχής, και κεντρικό πρόσωπο είναι ένας έμπορος τέχνης ο οποίος συνεχίζει αδιάφορος τη ζωή του, εκμεταλλευόμενος επιπλέον την απελπισία των ανθρώπων, και ιδιαίτερα των Εβραίων, αγοράζοντας σε εξευτελιστικές τιμές πολύτιμα έργα τέχνης. Μέχρι που, μια μέρα όλα θα αλλάξουν, όταν ανακαλύψει ότι κάποιος άλλος κυκλοφορεί με το ίδιο όνομα και την ίδια δραστηριότητα.
Η ταινία είναι εξαιρετικά στημένη, με μια ευπρόσδεκτη αμφισημία, η οποία σε μπερδεύει αρκετά ώστε να σε ιντριγκάρει όχι όμως σε τέτοιο βαθμό ώστε να σε κλειδώσει έξω από την ιστορία, και αγγίζει με πολύ ιδιαίτερο τρόπο ένα θέμα-ταμπού για τη Γαλλία: τη συνεργασία της γαλλικής αστυνομίας με τις ναζιστικές αρχές στον διωγμό των Εβραίων (η τελική σκηνή είναι ευθεία αναφορά στο γνωστό επεισόδιο του "Ποδηλατοδρομίου του Χειμώνα"-Vel d'Hiv-, μια από τις μελανότερες στιγμές της γαλλικής ιστορίας). Αλλά πάνω απ' όλα διαθέτει έναν Αλαίν Ντελόν, όμορφο από κάθε οπτική γωνία και με κάθε ένδυση (αλλά και άνευ), σε μια μεγάλη του στιγμή να σφύζει από δυναμική και αυτοπεποίθηση. Τι να μας πουν τώρα κάποια εσχάτως πολυδιαφημισμένα μειράκια;
Upside Down: The Creation Records Story - Danny O' Connor
Το "Upside Down" αν μη τι άλλο είναι φτιαγμένο από τα υλικά για το τέλειο ντοκυμαντέρ: Ιστορία μοναδικής επιτυχίας με απόγειο και πτώση, πρωταγωνιστή μια καταραμένη ιδιοφυία με αντιφάσεις βουτηγμένη στις καταχρήσεις, παρέλαση διάσημων αστέρων του πενταγράμμου, χιούμορ αγγλικότερο και από τους Monty Pythons, το μόνο που μπόρεσε να με αποσπάσει από ταινία ήταν ο διπλανός μου που μουρμούριζε τους στίχους από όλα τα κομμάτια και σε κάθε εξώφυλλο που ζούμαρε η κάμερα, έλεγε "το΄χω".
Αν γυρίσεις τα 90's ανάποδα από τις τσέπες τους θα πέσουν δισκάκια της Creation μιας και η εταιρία αυτή καθόρισε τον ήχο της δεκαετίας όσο λίγες. Ο ιδρυτής της Alan McGee είχε μύτη για δύο πράγματα καθώς φαίνεται: Τις σημαντικές μπάντες και τα πολλά ναρκωτικά. Η ταινία να παρακολουθεί πιστά και δίκαια την ιστορία της εταιρίας με συνεντεύξεις, αρχειακό υλικό από περιοδικά, συναυλίες και την τηλεόραση. Είναι εξαιρετικά καλογυρισμένη, με ρυθμό και ευρήματα, βλέπεται δε, με ενδιαφέρον και από τον/η μη μουσικόφιλο φίλο/η που σύρατε μαζί για παρέα στο σινεμά.
Στα highlights θα σημείωνα τις ιστορίες του McGee με τους My Bloody Valentine όπου ο πανούργος εταιριάρχης περιγράφει τους θεατρινίστικους ψυχολογικούς εκβιασμούς του στον Kevin Shields για να τελειώσει το endless "Loveless" αλλά και την αποκατάσταση της "τιμής" τους, αφού παραδέχεται ότι τα ατελείωτα πάρτυ μάλλον και όχι τα έξοδα της ηχογράφησης κόντεψαν να κλείσουν την εταιρία.
Απολαμβάνουμε μεταξύ άλλων Primal Scream (φυσικά), Jesus and Mary Chain, Super Furry Animals, Ride, The house of love και βδελυρούς Oasis.
(Ελ.Γαρ.)
Magic Trip: Ken Kesey's Search for a Kool Place - Alex Gibney
Ο συγγραφέας της "Φωλιάς Του Κούκου" σε ρόλο "Αλίκης Στη Χώρα Του LSD" μαζεύει απομεινάρια της ένδοξης γενιάς των μπίτνικ (Νήλ Κάσσιντυ) καθώς και νεαρά καμένα πλάσματα που αποτελούν τους Merry Pranksters τα φορτώνει σε ένα "Magic Bus" και ξεκινάνε ένα acid-ταξίδι από την Ανατολική προς τη Δυτική ακτή. Όλα αυτά το σωτήριον έτος 1964 όπου το διαιθυλαμίδιο του λυσεργικού οξέος από τα πειράματα της CIA σε φοιτητές, είχε περάσει πλέον στην αναδυόμενη ψυχεδελική υποκουλτούρα και στον θεωρητικό Timothy Leary, τη σωστή στιγμή δηλαδή.
Οι αφηγήσεις γίνονται από τους επιβάτες του λεωφορείου όπως είναι σήμερα και είναι διασκεδαστικότατη η αντίφαση των νηφάλιων σχεδόν μετανιωμένων μεσόκοπων πια πρωταγωνιστών απέναντι στις νεανικές τους φιγούρες που κάνουν βλακείες τριπαρισμένοι, βγάζουν παρατσούκλια μεταξύ τους, ανταλλάζουν ερωτικούς συντρόφους, δίνουν στους ανυποψίαστους πολίτες Νέας Υόρκης μια πρώτη γεύση από Hippy power, συναντούν τον Κέρουακ και τον Γκινσμπεργκ χωρίς να εντυπωσιαστούν, καταρρέουν και εγκαταλείπουν ένας- ένας από το πολύ "κουμπί" και τέλος γυρνάνε στη βάση τους για να κάνουν συναυλίες με τους Grateful Dead. Ιδανική για όσους πάσχουν από αυτή την παράξενη αίσθηση νοσταλγίας για τα πράγματα που δεν έχουν ζήσει και για όσους αρέσκονται στις ιστορίες με θλιμμένο τέλος.
(Ελ.Γαρ.)
Amnistie (Αμνηστία) - Bujar Alimani
Ομολογώ πως πήγα να δω αυτή την ταινία από καθαρή περιέργεια για το πώς είναι μια σύγχρονη αλβανική ταινία. Η απάντηση ήταν αυτή που φανταζόμουν υποθέτω, η ταινία ήταν λιτή ουσιαστική και δυνατή. Έχω την πεποίθηση ότι η το καλό σινεμά δεν είναι υπόθεση εμπνευσμένων σκηνοθετών μόνο αλλά τρέφεται από τις κοινωνικές εντάσεις και μετασχηματισμούς. Η αλβανική κοινωνία είναι μπροστά σε ακριβώς αυτή τη σύγκρουση του παλιού και του νέου και η ταινία βλέπει τα θύματα αυτής ρήξης χωρίς να μεροληπτεί.
Αν υπήρχε υπότιτλος στην ταινία θα ήταν "τα πολλά λόγια είναι φτώχια". Είναι η ιστορία δύο ανθρώπων στην Αλβανία που ερωτεύονται καθώς επισκέπτονται τους συζύγους τους στη φυλακή σε ένα επισκεπτήριο που περιλαμβάνει ερωτική συνεύρεση. Οι ήρωες μιλάνε ελάχιστα, καταλαβαίνεις την ευγνωμοσύνη από το επισκευασμένο πλυντήριο, την αλληλεγγύη από τα αυγά στο τηγάνι που γίνονται όσοι οι επισκέπτες, την πεθαμένη σχέση από τα πρόσωπα των νόμιμων συντρόφων που δεν δείχνει ποτέ η κάμερα. Ο σκηνοθέτης που μίλησε στο τέλος της ταινίας ήταν εξίσου μεστός, συναισθηματικός και εύστοχος όσο η ταινία. Δεν θα παιχτεί στα village cinemas με την καμία...
(Ελ.Γαρ.)
Machine Gun Preacher - Marc Foster
Αυτό είναι που λένε "μην το δοκιμάσετε, το δοκιμάσαμε εμείς για σας". Εκτός αν έχετε βίτσιο να βλέπετε εμετικές αμερικάνικες αγιογραφίες, βίας, θρησκείας και απόδοσης της πεντακάθαρης δικαιοσύνης πολεμώντας το απόλυτο κακό, μια μικρογραφία δηλαδή του πως πλασάρει η αμερικανική προπαγάνδα τους περιφερικούς "ανθρωπιστικούς" πολέμους. Το χειρότερο είναι ότι η ιστορία είναι αληθινή. Ο Gerard-Λεονάιντας-Butler είναι μηχανόβιος παραβατικός, πρέζονας που "την ακούει" με τον Jesus, αλλάζει ζωή και προκόβει οικονομικά και πνευματικά, ανοίγει και εκκλησία, πάει στο Σουδάν βλέπει τα παιδάκια που τα εκμεταλλεύεται ο σούπερ κακός φύλαρχος αντάρτης Joseph Kony και αρματώνεται χτίζει ορφανοτροφείο και σκοτώνει όποιον πολύ ή λίγο κακό πάει να πλησιάσει. Το ρεζουμέ είναι στο τέλος που εμφανίζεται ο πραγματικός Sam Childers και συνοψίζει "Αν απήγαγαν κάποιον δικό σας θα σας ένοιαζε τι μέσα θα χρησιμοποιούσα για να σας τον φέρω πίσω;" Επικίνδυνα ηλίθια ταινία. Θα παιχτεί στα village cinemas σίγουρα.
(Ελ.Γαρ.)
Αυτάαααα...
Άντε και του χρόνου ξανά...
_____