3 Doc 3 : Μουσικά ταξίδια μες απ' το φακό
Στο πρόγραμμα του φεστιβάλ ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης περιλαμβάνεται και ένα τμήμα με τίτλο "μουσική μέσα από το φακό". Στόχος του τμήματος αυτού είναι να μας παρουσιάζει κάθε χρόνο ότι καλύτερο έχει να δώσει η διεθνής και ελληνική κινηματογραφική σκηνή: θρύλους της μουσικής, σημαντικά μουσικά γεγονότα ή και μουσικούς που βρίσκονται δίπλα μας. Φέτος είδαμε ή θα δούμε πέντε συνολικά ταινίες, με κατεύθυνση μάλλον παρελθοντική και θέματα αναδρομές, αναθήματα ή αφιερώματα. Αναφορά γίνεται και σε άλλες τρεις ταινίες, που ανήκουν μεν σε άλλα τμήματα, παρουσιάζουν δε μουσικό ενδιαφέρον.
Πρώτος και σπουδαιότερος σταθμός είναι το "Gimme Shelter" των αδερφών David & Albert Maysles (1970). Μας μεταφέρει στο κλίμα και τα γεγονότα που σημάδεψαν την τελευταία συναυλία των Κυλιομένων Λίθων (κατά κόσμον Rolling Stones) στο Άλταμοντ του Σαν Φρανσίσκο. Είναι το χειρότερο κλείσιμο που θα μπορούσαν να κάνουν στην τουρνέ "Let it bleed" (άστο να ματώσει). Μια δωρεάν συναυλία, οργανωμένη από τους υπεύθυνους του Γούντστοκ, με την φαεινή ιδέα των Stones να εμπιστευτούν την ασφάλεια των θεατών στα χέρια των μηχανόβιων Αγγέλων της Κόλασης, και την μοιραία αιματηρή κατάληξη. Ένας μαύρος θεατής τρέχει μέσα στο πλήθος μ' ένα πιστόλι και μαχαιρώνεται θανάσιμα από τους Αγγέλους.
Η ταινία ξεκινά αλά Γούντστοκ θέλοντας εξ αρχής, να παραπέμψει σε σύγκριση των δύο γεγονότων. Σύντομα όμως βλέπουμε έναν τύπο να κατουράει δημοσίως και κάτι αρχίζει να "βρωμάει". Όχι, δεν είναι η αμμωνία των ούρων, είναι η ορατή προοπτική του επερχόμενου αίσχους. Έπειτα βλέπουμε τους Stones στο στούντιο να παρακολουθούν το τελικό μοντάζ και να σχολιάζουν τα τεκταινόμενα. Ο Τζάγκερ στέκει ανέκφραστος, ενώ ο Τσάρλι Γουάτς ξεσπαθώνει και εγκαταλείπει αηδιασμένος την αίθουσα στη σκηνή του μαχαιρώματος. Ο Κηθ μοιάζει αμέτοχος όντας άφωνος θεατής (ή μήπως δε θέλει να βλέπει καν;) Ο αρχηγός των κολασμένων μηχανόβιων εξανίσταται ραδιοφωνικά και κατηγορεί τον Τζάγκερ. Απολογείται για το συμβάν λέγοντας ότι πήγαιναν γυρεύοντας, τους πείραξαν τις μηχανές, που είναι ένα μ' αυτούς, πράγμα που τους έκανε έξαλλους.
Η περίφημη τεχνική του "άμεσου σινεμά" των Μέισλς δοκιμάζεται έντονα. Η κάμερα παρακολουθεί χωρίς να σχολιάζει ή να παίρνει θέση, οι αντιδράσεις πανικού του κοινού και τα πολύ κοντινά πλάνα στα πρόσωπα του γκρουπ, μας κλονίζουν και μας προβληματίζουν για την εγκυρότητα της καταγραφής ή την ακύρωση του συμβάντος από το φακό (λόγω θολούρας και παραζάλης). Το αποτέλεσμα γίνεται πλέον ντοκουμέντο. Η μουσική, η αγάπη και η ειρήνη που ευαγγελίζεται το Γούντστοκ (εν μέσω Βιετνάμ), αφήνουν την τελευταία τους πνοή στο Άλταμοντ, που κλείνει οριστικά και αμετάκλητα το κεφάλαιο "χίπις" και σημαδεύει το τέλος των σίξτις με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο.
Στον αντίποδα του ζωντανού "Shelter" έρχεται το τηλεοπτικό 7ο επεισόδιο "Jazz - Dedicated To Chaos" (2001) της μουσικής σειράς του Ken Burns. Με την είσοδο της Αμερικής στο δεύτερο παγκόσμιο, η τζαζ γίνεται κάλεσμα ελευθερίας προς την Ευρώπη, και ιδιαίτερα στην Γαλλία, μια που οι γερμανοί την έχουν αποκηρύξει και επικηρύξει ως μουσικό είδος. Ο Τζάνγκο Ράινχαρτ συνεχίζει να παίζει και οι διακρίσεις κατά των μαύρων είναι το ίδιο επίμονες. Στην άλλη μεριά του Ατλαντικού, το στέκι του Μίντον μαζεύει τους νέους μουσικούς, που πειραματίζονται επί σκηνής για την εξέλιξη του μουσικού αυτού ιδιώματος. Ο Τσάρλι Πάρκερ κι ο Ντίζι Γκιλέσπι συγκαταλέγονται στους τακτικούς θαμώνες, αλλά οι καινοτομίες τους θα βγουν στο ευρύ κοινό μόνο μετά το τέλος του πολέμου.
Η αφήγησή του είναι αρκετά διαφωτιστική και πολύ ενδιαφέρουσα ως κείμενο, αλλά εκφέρεται σε "ξύλινη γλώσσα" που μάλλον απομακρύνει τον θεατή, αντί να τον μπάσει στο ελεύθερο κλίμα της τζαζ. Η μουσική συνοδεία είναι προσεκτικά επιλεγμένη και περιλαμβάνει σημαντικά ακούσματα. Η δε εικόνα είναι εκνευριστική. Τα ελάχιστα κινούμενα αποσπάσματα ή επίκαιρα της εποχής, πλαισιώνονται από ένα ατελείωτο καδράρισμα φωτογραφιών και το ζουμ του φακού επάνω τους ή το κοντινό τράβελινγκ σε όλη την επιφάνειά τους. Δυστυχώς η εικόνα προδίδει το αποτέλεσμα.
Το αφιέρωμα "Nusrat: A Voice From Heaven" (1999) ξεκίνησε το 1996, όταν ο σκηνοθέτης (ροκ και μη) διαφημιστικών Guiseppe Asaro συνάντησε τον θρυλικό σούφι παραδοσιακό ερμηνευτή Νουσράτ Φατέ Αλί Καν. Ακολούθησε την αμερικανική περιοδεία του αηδονιού της Ασίας, καταγράφοντας ψηφιακά τις εμφανίσεις του, αποτυπώνοντας παράλληλα και κάποιες ιδιαίτερες προσωπικές του στιγμές. Όταν ο Νουσράτ απεβίωσε αναπάντεχα το 1997 σε ηλικία μόλις 48 ετών, ο Αζάρο πήγε στο Πακιστάν για να μιλήσει με τα μέλη της οικογένειας και τους φίλους του, καθώς και για να καλύψει ζωντανά τις εμφανίσεις του ανεψιού και προστατευομένου του Ραχάτ Αλί Καν. Η πορεία του μεγάλου τραγουδιστή συνεχίζεται θριαμβευτικά μέσα από την ανατατική φωνή και ερμηνεία του Ραχάτ.
Έτσι το φιλμ αποτελεί ένα μουσικό σημειωματάριο των συναυλιών του φωνητικού δεξιοτέχνη, μια προσωπική κατάθεση του ίδιου και των φίλων του, των ανθρώπων που συνεργάστηκαν και επηρεάστηκαν απ' αυτόν (Michael Brook, Bally Sagoo, Asian Dub Foundation) και των οικείων του. Η μακρά θητεία του ιταλικής καταγωγής σκηνοθέτη, του επέτρεψε να κάνει την πρώτη του μεγάλου μήκους δουλειά με πολύ μεράκι και πάθος, αντάξια μιας από τις μελωδικότερες φωνές του 20ου αιώνα. Και να κλείσει το ίδιο μελωδικά και πολύ ελπιδοφόρα με την συνέχιση της παράδοσης.
Άλλη μια ενδιαφέρουσα αναδρομή είναι το ντοκιμαντέρ "Louis Prima: The Wildest" (1999) του Don McGlynn. Η Σικελία συναντιέται με το Λας Βέγκας, στα βελούδινα περάσματα και τα απίθανα κουνήματα του Λούι Πρίμα και της παρτενέρ του Κίλι Σμιθ. Πλούσιο οπτικό υλικό από τις εκρηκτικές εμφανίσεις του σε ταινίες του '50 και του '60, αλλά και από τα πολυάριθμα τηλεοπτικά σώου και αφιερώματα στα οποία συμμετείχε με την μπάντα του. Τα πρώτα χρόνια στα κλαμπ της Νέας Ορλεάνης, η αποπομπή του από την μεγάλη ορχήστρα του Καμπ Κάλογουεϊ, οι μουσικές του περιπλανήσεις, οι ερωτικές του περιπέτειες, οι πέντε γάμοι του, τα παιδιά του και η τελευταία του παρτενέρ και σύζυγος Τζία Μαγιόνε, όλη η αντιφατική του προσωπικότητα, η απίστευτη αισιοδοξία του και το κέφι που μετέδιδε, περνάνε ακόμη και σήμερα έξοχα μέσα από το πανί και μεταδίδουν μια ζωντάνια εντυπωσιακή.
Οι συνεργάτες του, τον θυμούνται με έντονα συναισθήματα. "Αν το κοινό του νάιτκλαμπ ή της αίθουσας δεν αντιδρούσε το ίδιο ενθουσιαστικά μ' εκείνον, τότε κατέβαζε την κουρτίνα της σκηνής. Και το επαναλάμβανε μέχρι ν' ανταποκριθεί το κοινό" μας λέει ο Σαμ Μπουτέρα, στενός του φίλος και μουσικός στη μπάντα του επί 15 χρόνια. "Ήταν ένας μοναχικός τύπος. Δεν τακίμιαζε με κανέναν". Η τεράστια επιτυχία του οφείλεται στο γεγονός ότι "ήταν ένας πραγματικά αληθινός άνθρωπος". Δείτε το ανενδοίαστα και ξαναφέρτε στο μυαλό σας τα σουξέ του "I Ain't Got Nobody", "Just a Gigolo", "Sing, Sing, Sing", και την δική του μοναδική εκδοχή του "That Old Black Magic". Το κέφι του μεταδίδεται ακόμα και μετά από τόσα πολλά χρόνια.
Και περνάμε σε κάτι πιο σύγχρονο. "Το Calle 54 (2000) είναι ένας τρόπος να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου στην λάτιν-τζαζ, μουσική που με διασκέδασε και με βοήθησε όσο καμία άλλη. Για μένα η ταινία είναι μιούζικαλ" μας λέει ο ισπανός δημιουργός της Fernando Trueba. "Ένα μιούζικαλ για την λάτιν-τζαζ, για το πώς δημιουργήθηκε και από που προήλθε. Το σενάριό της είναι τα μουσικά κομμάτια που επιλέχθηκαν, με πρωταγωνιστές φυσικά τους μουσικούς. Δεν τη θεωρώ ντοκιμαντέρ, απλώς είναι ένα άλλο είδος ταινίας με υπόθεση. Είναι από τις προσωπικότερές μου δουλειές, αν και ο ρόλος μου είναι αυτός του μεσάζοντος και όχι του μέσου. Αλλά αυτό δεν είναι το βασίλειο του σκηνοθέτη;"
Και ποιοι είναι οι μουσικοί θα ρωτήσετε. Gato Barbieri, Paquito D' Rivera, Tito Puente, Chico O' Farrill, Cachao, Michel Camilo, Chano Dominguez, Eliane Elias, Jerry Gonzalez, Patato, Puntilla, Bebo & Chucho Valdes. Στους οποίους κάνει μικρές βιογραφίες, ακολουθώντας τους στην ήπειρο που τους φιλοξενεί ,και μετά τους αφήνει να επιλέξουν ένα κομμάτι μουσικό και να το ερμηνεύσουν. Στο τέλος προχωράει και σε κάποια ντουέτα φέρνοντας δύο ξεχασμένους φίλους να παίξουν και πάλι μαζί. Ή βάζοντας δυο πιάνα αντικριστά με πατέρα και γιο Valdes να ξαναβρίσκουν τη χαμένη τους σχέση μέσα από τη μουσική. Η αγάπη με την οποία περιβάλλει ο Τρουέμπα τους μεγάλους αυτούς καλλιτέχνες θα σας φτιάξει τη βραδιά, ακόμη κι αν δεν είστε φίλοι της συγκεκριμένης μουσικής. Η μαστοριά του είναι εφάμιλλη της τέχνης τους.
Έναν άλλο θρύλο που χάθηκε πρόσφατα, πλησιάζει με απέραντο θαυμασμό και αγάπη ο Νίκος Τριανταφυλλίδης. Η ταινία του "Screamin' Jay Hawkins - I put a Spell on Me" (2001) είναι ένα στερνό αντίο στον γιγάντιο περφόρμερ που μας αγαπούσε και μας επισκεπτόταν συχνά, πριν να σβήσει ξαφνικά πέρσι. Εκτός από τις τελευταίες του εν Ελλάδι και ανά τον κόσμο εμφανίσεις, βλέπουμε τον ίδιο στην τελευταία του συνομιλία με τον σκηνοθέτη. Βλέπουμε επίσης και πάμπολλους φίλους του και θαυμαστές του να μιλάνε για το φαινόμενο και το σύμβολο που υπήρξε: Eric Burdon, Bo Diddley, Jim Jarmousch, Rudi Protrudi, Arthur Brown, Diamanda Galas, Milan Melvin, Michael Ochs, Andre Williams και Peter Zaremba. Κινηματογραφικά δεν είναι κάτι εντυπωσιακό, αλλά ο μαγνητισμός του ουρλιάζοντος Jay είναι υπεράνω.
Αξίζει επίσης να σας μιλήσω για το μεγαλειώδες "The Turandot Project" (2000) του Allan Miller. Ο Μίλερ καταγράφει βήμα-βήμα την περιπέτεια του ανεβάσματος της όπερας Τουραντότ του Πουτσίνι, αρχικά στην Φλωρεντία το 1997, και κατόπιν στην Απαγορευμένη Πόλη στο Πεκίνο. Ο βραβευμένος κινέζος σκηνοθέτης Ζανγκ Γιμού (Οι κόκκινοι αγροί, Σήκωσε τα κόκκινα φανάρια, Ούτε ένας λιγότερος) πρωτάρης οπερετικά, και ο διάσημος ινδός μαέστρος Ζούμπιν Μέτα, ενώνουν τις δυνάμεις τους σε μια προσπάθεια που όμοιά της δεν έγινε ποτέ στην όπερα, αλλά ούτε και στο σινεμά. Η φιλόδοξη αυτή υπερπαραγωγή της Τουραντότ στο φυσικό της χώρο εξέλιξης (κάποιο σινικό παλάτι), και η πολυπολιτισμική και πολυγλωσσική συνεργασία ανθρώπων που μιλάνε πέντε διαφορετικές γλώσσες είναι δύο πολύ μεγάλα τολμήματα, που φέρνουν στον νου τον πύργο της Βαβέλ.
Ο Μίλερ βέβαια είναι πολύ έμπειρος, έχοντας στο ενεργητικό του αρκετά ντοκιμαντέρ με θέματα γύρω από την κλασική μουσική, και όντας βραβευμένος δις με όσκαρ και άπαξ με Έμμυ. Το μεγάλο στοίχημα ήταν μάλλον του Ζαν Γιμού. Παίζοντας "εντός έδρας" και έχοντας αρκετούς κυβερνητικούς αντιπάλους, κατάφερε να φανεί αντάξιος της φήμης του και να παρουσιάσει μια παράσταση μεγαλόπρεπη και απόλυτα εναρμονισμένη με το ιστορικό παρελθόν μιας μεγάλης αυτοκρατορίας και το κοινωνικό τυπικό της σύγχρονης μετα-μαοϊκής Κίνας. Τρεις εναλλασσόμενες πρωταγωνιστικές ομάδες, 300 κινέζοι στρατιώτες, χιλιάδες κομπάρσοι, νέα σκηνικά και αυθεντικά χειροποίητα κοστούμια που να σέβονται τον ιστορικό χώρο, όλα κάτω από την επίβλεψη και καθοδήγηση του μεγάλου δημιουργού, γνωστού για την τελειομανία του και δεδομένης της τυπολατρίας των επισήμων αρχών και του λαού του.
Τελευταίο άφησα τον σεφαραδίτη Baltazzar (2001) του θεσσαλονικιού Μάνου Παπαδάκη. Όσοι έχετε περιπλανηθεί στην πλατεία Αριστοτέλους, σίγουρα θα έχετε πετύχει τον μικρόσωμο μαυριδερό Μπαλτάζαρ στα σκαλιά του Ολύμπιον να παίζει ακορντεόν και να σας κρατάει συντροφιά, ενώ περιμένετε να μπείτε σε κάποια ταινία. Βλέποντάς τον σίγουρα δεν πάει ο νους σας ότι γεννήθηκε στη Ρώμη. Ότι είναι ισπανο-εβραϊκής καταγωγής. Ότι, ως γνήσιος περιπλανώμενος μουσικός, έχει γυρίσει την κεντρική και βόρεια Ευρώπη. Κι ότι είναι εγκατεστημένος για τρία χρόνια στην πόλη του φεστιβάλ, μαζί με τη γυναίκα του Βαλεντίνα και το γιο τους. Δεν σας τά 'πα όλα κι ούτε σας μίλησα για τους εδώ φίλους του. Δείτε το είτε στη σκοτεινή αίθουσα είτε στην τηλεόραση που κάποια στιγμή θα το προβάλλει, όπως αρκετά από τα υπόλοιπα ντοκιμαντέρ.
Πηγές
Nusrat: A Voice From Heaven 1
Nusrat: A Voice From Heaven 2
The Turandot Project official site
Gimme Shelter review
Gimme Shelter paperwork
Jazz - The series
Jazz - Dedicated To Chaos
Louis Prima: The Wildest doc
Louis Prima: The Wildest review
Louis Prima: The Wildest article
Calle 54 official site
Calle 54 review
Screamin' Jay εν αναμονή (Υπό κατασκευή)