42ο ΦΚΘ: βραβεία, διεθνή και κρατικά
Η τελετή λήξης του 42ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης έγινε σε ένα κατάμεστο Ολύμπιον την Κυριακή 18 Νοεμβρίου. Η διεθνής επιτροπή, με πρόεδρο τον Τζων Μπούρμαν, εντυπωσιάστηκε από ταινίες φτωχές μορφολογικά, πλην όμως τίμιες και πλούσιες σε περιεχόμενο, και πριμοδότησε αυτές που έθιξαν κοινωνικοπολιτικά ζητήματα (ανέχεια, ανεργία, εξορία, διχασμός, ξεριζωμός, αστάθεια). Παρατήρησε επίσης πως οι γυναίκες ηρωίδες ήσαν δυναμικές, ευφυείς, γεμάτες πάθος κι αγάπη, ενώ οι άνδρες στάθηκαν άβουλοι, μαλθακοί κι αδύναμοι. Σε αντίθεση με τα δικά μας κρατικά βραβεία η 42η διεθνής πριμοδότησε την ορμή και τα νιάτα.
Ο Χρυσός Αλέξανδρος, το βραβείο καλύτερης ταινίας, δόθηκε στα "Τίρανα, έτος μηδέν" (Tirana, year zero), μια τριεθνή συμπαραγωγή (Αλβανία / Γαλλία / Βέλγιο) του αλβανού Φατμίρ Κότσι. Με πολύ απλά μέσα και εύστοχο χιούμορ, ο σκηνοθέτης μας περιγράφει τις αλλεπάλληλες διαδρομές ενός νέου, που ξεκινάει κάθε φορά απ' το μηδέν για να καταλήξει πάλι και πάλι στο τίποτα. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και track-movie, ταινία δρόμου πάνω σ' ένα φορτηγό, που τρακάρει συνεχώς σε σουρεαλιστικά εμπόδια. Που μεταφέρει από πολεμίστρες μπούνκερ μέχρι σταλινικούς ανδριάντες. Τι φταίω εγώ αν έχω τσιγγάνα καρδιά, που θάλεγαν και οι Λοστ Βόδιες (ή Lost Bodies).
Τον Αργυρό Αλέξανδρο, το ειδικό βραβείο της κριτικής επιτροπής, απέσπασε το "Καθυστερημένο προξενιό" (Hatouna mehuheret, Ισραήλ / Γαλλία) του γεωργιανού Ντόβερ Κοσασβίλι. Εδώ το πρόβλημα είναι καθαρά κοινωνικό. Ένας όμορφος νέος φοιτητής, που κρέμεται απ' τα λεφτά του μπαμπά του, υποκύπτει στις ασφυκτικές πιέσεις της οικογενείας. Παντρεύεται μια ανάλογη νύφη και παρατάει την αγαπημένη του, που είναι ζωντοχήρα με παιδί. Ο Κοσασβίλι κατόρθωσε να ενορχηστρώσει άψογα ένα ετερόκλιτο καστ, επαγγελματίες κι ερασιτέχνες (η μάνα του ήρωα είναι η πραγματική μάνα του σκηνοθέτη), να συγκεράσει τρεις γλώσσες και να πετύχει μια λεπτή κοινωνική σάτιρα που μετατρέπεται βαθμηδόν σε θέατρο του παραλόγου. Δικαιωματικά κέρδισε και το βραβείο σεναρίου αλλά και το βραβείο ερμηνείας, που δόθηκε στην πεντάμορφη κι αινιγματική Ρονίτ Ελκαμπέτς (η ζωντοχήρα).
Το βραβείο σκηνοθεσίας πήρε ο Χσιάο Για-τσουάν για "Το είδωλο στον καθρέφτη" (Mig dai ahui zhu) από την Ταϊβάν. Ο πρωτότυπος τίτλος λογοπαίζει και υπονοεί άλλα είδωλα: το σκανάρισμα μιας παλάμης ή το αποτύπωμά της στο χαρτί, μέσω κόκκινης μελάνης. Ή ακόμα και το συμμετρικό αντικαθρέφτισμα των κλαδιών ενός δέντρου με τις ρίζες του. Η δράση εκτυλίσσεται μέσα σ' ένα ενεχυροδανειστήριο, αλλά και στο μετρό. Δυο κόσμοι που επαναλαμβάνονται σε μινιμαλιστικές παραλλαγές. Ενδιάμεσα παρεμβάλλονται κάρτες σαν να πρόκειται για βουβή ταινία. Επάξια πήρε και το βραβείο καλύτερης καλλιτεχνικής επίτευξης, αφού το εικαστικό της μέρος είναι έξοχο.
Η ταινία "Μια έφηβη" (Shoujyo) του ιάπωνα Έιτζι Οκούντα (που κρατούσε και τον βασικό ρόλο) πήρε μόνο ένα εξ ημισείας βραβείο ερμηνείας (μαζί με την Ελκαμπέτς) για την νεαρή πρωταγωνίστρια Μάγιου Οζάουα. Κρίμα γιατί την θεωρώ μια από τις καλύτερες πρώτες δουλειές που έχουμε δει ποτέ στο Φεστιβάλ. Το θέμα είναι αρκετά προχωρημένο: ένας ώριμος αστυνόμος ερωτεύεται παράφορα μια μικρή μαθήτρια, όχι τόσο αθώα όσο θα πιστεύατε. Ο άπελπις αυτός έρωτας θα περάσει από σαράντα κύματα και δοκιμασίες, μέχρι την τραγική αναγνώριση και την τελική ποιητική ανατροπή. Έρωτας, θάνατος, προδοσία, παιδικά τραύματα, ευαισθησία πέρα από τα όρια της όποιας λογικής και ποίηση. Κι όλα στις σωστές αναλογίες, με μετριοφροσύνη και πολύ πολύ πάθος.
Το βραβείο ανδρικής ερμηνείας μοιράστηκαν ο ελληνο-ρουμάνος Αλεξάντρου Παπαντοπόλ (Γερή μπάζα) και ο γιουγκοσλάβος Βουκ Κόστιτς (Κινούμενος στόχος). Στην "Γερή μπάζα" (Marfa si Banii) του Cristi Puiu έδωσε βραβείο και η διεθνής ένωση κριτικών (Fipresci). Από το παράλληλα τμήματα, η Fipresci βράβευσε το τραγικά ντοκιμαντερικό "Κανταχάρ" (Safar e Ghandehar) του Μοσέν Μαχμαλμπάφ. Τέλος το βραβείο κοινού κέρδισε ο αβανταδόρικος "Κινούμενος Στόχος" (Apsolutnih sto) του Σντρίγιαν Γκολούμποβιτς, που εστίασε το σκόπευτρό του στην μεταπολεμική υστερία και παρακμή της Γιουγκοσλαβίας. Ένας βαλκάνιος ελαφοκυνηγός των πόλεων και των αστικών τοπίων.
Τα Κρατικά Βραβεία Ποιότητας δόθηκαν την Δευτέρα 19 Νοεμβρίου στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης. Μου άρεσε πολύ η συνάντηση στο πανί, των δυο μεγάλων απόντων-παρόντων, του Ηλιόπουλου και του Χατζηχρήστου, με μια αρκετά πετυχημένη συρραφή αποσπασμάτων από τις μεγάλες του επιτυχίες και κατακλείδα τους "Μακρυκωσταίους και Κοντογιώργηδες". Καταπληκτικό βρήκα επίσης, το φιλμάκι με τα πρόσωπα των σκηνοθετών και των συντελεστών του φεστιβάλ, που προβλήθηκε στην οθόνη της σκηνής. Αξίζουν συγχαρητήρια στον δημιουργό του, διότι κατόρθωσε να συλλάβει και να αποδώσει το πνεύμα του θεσμού σε λίγα μόνο λεπτά.
"Το μόνον της ζωής του ταξείδιον" του Λάκη Παπαστάθη (Ο καιρός των Ελλήνων, Θεόφιλος) μπορεί να ήταν λίγο μετέωρο και κάπως παλιομοδίτικο, αλλά δεν έμεινε καθόλου στη σκιά. Σάρωσε τα βραβεία, τόσο που χάσαμε το μέτρημα. Εκ των υστέρων διαπιστώνω πως πήρε 7 κρατικά βραβεία: μακιγιάζ (Εύη Ζαφειροπούλου), ήχου (Νίκος Παπαδημητρίου), ενδυματολογίας και σκηνογραφίας (Γιώργος Γεωργίου), μουσικής (Γιώργος Παπαδάκης), φωτογραφίας (Γιάννης Δασκαλοθανάσης) και καλύτερης ταινίας με υπόθεση. Πήρε επίσης το βραβείο κοινού του φεστιβάλ, του ελληνικού πανοράματος 2001. Κάποιοι κακεντρεχείς είπαν πως ο συνδημιουργός του τηλεοπτικού "Παρασκηνίου" έχει άριστες επιδόσεις και στο ομώνυμο κινηματογραφικό σπορ, αλλά μάλλον υπερβάλλουν.
"Ο 7ος ήλιος του έρωτα", η τολμηρή ταινία εποχής του Βαγγέλη Σερντάρη (Βασιλική) τιμήθηκε εξίσου απλόχερα. Απεκόμισε τέσσερα σπουδαία κρατικά βραβεία: μοντάζ (Τάκης Κουμουνδούρος), σεναρίου, σκηνοθεσίας και 2ης καλύτερης ταινίας για τον ίδιο τον δημιουργό. Πήρε ακόμα και το ειδικό βραβείο τεχνικής αρτιότητας της ΕΤΕΚΤ. Η ματιά του Σερντάρη ήταν πάντα πονηρή και συναγωνιζόταν σε τόλμη τα σενάριά του. Το μόνο που δεν ξέρω είναι γιατί δεν αναφέρεται ποτέ στην φιλμογραφία του "Το κορίτσι και το άλογο" με την Άννα Φόνσου. Υπάρχει κάποιος που φοβάται να δει την αλήθεια γυμνή;
"Το τάμα" του Ανδρέα Πάντζη (Η σφαγή του κόκορα) περιορίστηκε στο 3ο βραβείο καλύτερης ταινίας και στο βραβείο ερμηνείας του Γιώργου Χωραφά (ή Horaface αν προτιμάτε). Η πικρία του δημιουργού ήταν έκδηλη κατά την παραλαβή του βραβείου. Ο Πάντζης έλαβε και μια ειδική μνεία από την Fipresci για το βάθος της σκέψης του, το συμβολιστικό του χιούμορ και τον ιδιαίτερο χειρισμό της επικής δομής της ταινίας. Αρνήθηκε να διαπράξει από βήματος τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα του ήρωά του, του Ευαγόρα, και αποσύρθηκε περίλυπος, με κατεβασμένα μούτρα.
Για τους υπόλοιπους περίσσεψαν μόνο κάτι βραβεία ερμηνείας. Η Θέμις Μπαζάκα απέσπασε βραβείο δεύτερης γυναικείας ερμηνείας για τα βλέμματα και τους μορφασμούς της στους "Ακροβάτες του κήπου", του επίσης αγανακτισμένου Χρήστου Δήμα. Ο οποίος κατά την παραλαβή είπε πως το βραβείο αξίζει σε όλες τις γυναίκες της ταινίας (Γιώτα Φέστα, Βάνα Ραμποτά, Νένα Μεντή, Έρση Μαλικέντζου), και πως είναι ευτύχημα που δεν εμπλέκεται σ' αυτήν ο κ. Παπαστάθης. Ο Δήμας τόλμησε αρκετούς νεωτερισμούς σε μια αυτοβιογραφική ιστορία των παιδικών του χρόνων, μπολιασμένη με την μαγεία και την 'αθώα' παιδική σκληρότητα. Και μας ταξίδεψε στον κήπο των δικών μας παιδικών αναμνήσεων.
Την δεύτερη ανδρική ερμηνεία κέρδισε αντρίκεια ο Σπύρος Σταυρινίδης, ο τζογαδόρος και χιουμορίστας εργατοπατέρας του "Αιώνιου φοιτητή", ενώ ο σκηνοθέτης της ταινίας Βαγγέλης Σεϊτανίδης πήρε το κρατικό βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου. Το αντίστοιχο πρώτο βραβείο ερμηνείας κέρδισε με το σπαθί της η Μαρία Ζορμπά για το ολόψυχο και εκπληκτικό δόσιμό της στο "Σώσε με" του Στράτου Τζίτζη (Η αγάπη είναι ελέφαντας). Μπορεί να βρήκε φτωχική της Ιθάκη της, μια που το τέλος της ήταν βεβιασμένο και απότομο. Μας έδωσε όμως το ωραίο ταξίδι, γεμάτο κινδύνους, γεμάτο δηλητηριώδη φίδια και σχόλια για την κατανάλωση, τις τοκογλυφίες των τραπεζών, τις αδιέξοδες σχέσεις και τις άδειες φιλίες, που τράφηκαν από την έλλειψη αποφασιστικότητας και τόλμης της ηρωίδας.
Τα κρατικά βραβεία ντοκιμαντέρ ήταν τα δικαιότερα όλων. Το μεν πρώτο δόθηκε στα "Ημερολόγια καταστρώματος - Γιώργος Σεφέρης" του Στέλιου Χαραλαμπόπουλου (Είδαν τα μάτια μας γιορτές, Άδης), που μας ταξίδεψε στο προσωπικό κόσμο του ποιητή, αλλά και στην σύγχρονη ελληνική ιστορία, με τρόπο συναρπαστικό και με αφηγητή τον Δημήτρη Καταλειφό. Το δε δεύτερο τσίμπησε ο Νίκος Τριανταφυλλίδης για το εξαίσιο πορτραίτο του θρύλου "Screamin Jay Hawkins: I put a spell on me", μιας διαφορετικής μουσικής και σκηνικής παρουσίας, που πέρασε πια στην αθανασία.
Στον αντίποδα βρίσκουμε το ανάλογο βραβείο κοινού που πήρε ο "Αθανάσιος Χριστόπουλος, ένας λησμονημένος ποιητής" του Σταμάτη Τσαρουχά (Ο ανθός της λίμνης). Το οποίο είναι ελλιπές και ανισομερές. Αφενός γιατί ο Χριστόπουλος μνημονεύεται κυρίως για τις γραμματολογικές και γλωσσικές του καινοτομίες, που επηρέασαν τον Σολωμό και τον Κάλβο. Και αφετέρου διότι δεν ασχολείται ούτε λεπτό με την προσωπική του ζωή, ώστε να αιτιολογήσει τον τίτλο του λησμονημένου λυρικού ανακρεωντικού ποιητή. Η υψηλή βαθμολογία που συγκέντρωσε ο Τσαρουχάς από το κοινό, μου θυμίζει την περίπτωση του Καρακάση και του φιλμ για τον παππού του (Ετών 98), που είχε κουβαλήσει στο φεστιβάλ ντοκιμαντέρ όλο του το σόι για να τον υπερψηφίσει.
Τέλος ως καλύτερες ταινίες μικρού μήκους βραβεύτηκαν, οι τρεις πρώτες της Δράμας με αντίστροφη σειρά. Πρώτο "Το φουστάνι" της Μονίκας Βαξεβάνη, δεύτερο το "See no evil" του Άρη Μπαφαλούκα και τρίτος "Ο Γκόγκος" του Παναγιώτη Φαφούτη. Άλλες 10 μικρές ταινίες πήραν ισότιμα ειδικά βραβεία. Είναι "Ο τελευταίος Ταμπάκος" του Λευτέρη Δανίκα, η "Νόνα" της Αγγελικής Μυλωνάκη, "Με θυμάσαι;" του Αλέξη Αλεξίου, η "Σκληρή μηχανή" του Βασίλη Γιάτση, "Trip to Venice" της Χριστίνας Χατζηχαραλάμπους, "Ότι είναι ένα ταξίδι" του Σπύρου Πολυμέρη, "Hot dogs" του Δημήτρη Παντελιά, "Είσοδος ελεύθερη" της Στρατούλας Θεοδωράτου, "Το κόστος του παιχνιδιού" του Μίλτου Πιλαλητού, "Είναι γρουσουζιά να δεις τη νύφη πριν το γάμο" του Γιάννη Γαϊτανίδη και "Μόνος2" του Μάνου Κουάνη. Για περισσότερα επ' αυτών ανατρέξτε στο άρθρο μου για το φεστιβάλ Δράμας 2001.
Τον "Δεκαπενταύγουστο" του Κωνσταντίνου Γιάνναρη τον θυμήθηκε μόνο η πανελλήνια ένωση κριτικών κινηματογράφου (ΠΕΚΚ). Η ταινία του δεν στερείτο σκηνοθετικής ματιάς αλλά στερείτο συνοχής. Το βασικότερο όμως ελάττωμά του είναι ότι τόλμησε να 'τσακωθεί' με τον Θεό (ένας είναι ο Θεό, ο Αγγελό. Αλήθεια τον είδε κανείς στο Φεστιβάλ; Μήπως απουσίαζε;) Η ΠΕΚΚ βράβευσε και το no-bugdet εγχείρημα "Πες στη Μορφίνη ακόμη την ψάχνω" του Γιάννη Φάγκρα, που υπερέβη με θράσος τις οικονομικές του δυσκολίες (κάνοντας άποψη την φτώχεια των οπτικών του μέσων) και τις όποιες συμβάσεις και κοινοτυπίες του θέματός του. Αλλά ήταν μάλλον πολλά ολίγος.
Οι βετεράνοι λοιπόν έβαλαν τα γυαλιά στους νεότερους; Όχι. Απλά έχω την αίσθηση πως το τάμα στον 'νέο ελληνικό κινηματογράφο' ξεπληρώθηκε στον κ. Παπαστάθη με καθυστέρηση 35 ετών. Μόνο που ο κινηματογράφος αυτός δεν είναι πια και τόσο νέος. Κι αναρωτιέμαι εύλογα: ο 63χρονος Σερντάρης κι ο 58χρονος Παπαστάθης είναι το μέλλον του ελληνικού σινεμά; Ελπίζω πως δεν θα χρειαστεί να περιμένουμε άλλα τόσα χρόνια για την εκπλήρωση ενός νέου τάματος. Οι στυλοβάτες του ελληνικού σινεμά είναι κάποιοι ακροβάτες που ονειρεύονται ένα νέο πρόσωπο, μια μαγική ανάσα, ένα φύσημα απαλό. Δεν περιφέρονται ασκόπως, δεν παλινδρομούν, μόνο ονειρεύονται. Ονειρεύονται ένα καλύτερο αύριο. Και περιμένουν, μιαν ανάσα, μια πνοή... Περιμένουν το επόμενο πρωί κρυμμένοι στον κήπο.
Μην νομίσετε πως ξέχασα να σχολιάσω το κοσμικό γεγονός. Τώρα ξυπνάει μέσα μου η Σίβυλλα. Η υποδοχή των καλεσμένων της βραδιάς από την κα Ρίκα Βαγιάνη ήταν χλιαρή και πνίγηκε στην επανάληψη ευθύς εξαρχής. Ο δε Αθερίδης, παρουσιαστής των βραβείων, έκανε μπόλικα σαρδάμ και αρκετά κρύα αστεία. Τα χορευτικά του Ρήγου έπεσαν ηρωικά στο κενό. Ενώ η αναδρομή στα τραγούδια του ελληνικού κινηματογράφου ήταν τουλάχιστον ασυνεπής. Αν και διέθετε ένα άρτιο και εύηχο μουσικό σύνολο, αυτοκτόνησε πολλαπλά με τις υπερβολές της τραγουδίστριας, άγαμης θύτριας Ρούλας Μανισάνου, και τα απύθμενα γκρο πλαν στο τεράστιο στόμα της.
Όσο για τις εντυπωσιακές δηλώσεις του υπουργού Μακεδονίας - Θράκης κ. Πασχαλίδη (που μίλησε αντί του εκτάκτως απόντος υπουργού πολιτισμού, κ. Ευάγγελου Βενιζέλου), συμφωνώ με την πρότασή του (είναι δική του;) να ανακηρυχτεί η κινηματογραφική γλώσσα ως δεύτερη επίσημη γλώσσα του κράτους. Έτσι η πολιτεία θα κατοχυρώσει και τυπικά αυτό που έχει κάνει πράξη το κοινό της Θεσσαλονίκης τα τελευταία δέκα χρόνια.