«Αγγέλα Παπάζογλου»: Η Άννα Βαγενά, τα Μικρασιατικά του 1922 και οι πρώτοι ρεμπέτες
Η μακροβιότερη (με την ίδια πρωταγωνίστρια) θεατρική παράσταση για την πλέον μακρόβια εθνική πληγή. Του Χάρη Συμβουλίδη
Αγγέλα Παπάζογλου, τραγουδίστρια· «αγράμματη τραγουδίστρια», όπως ίσως έσπευδε να διευκρινίσει. Αλλά και Ρωμηά –Σμυρνιά, για την ακρίβεια. Η παράσταση της Άννας Βαγενά, βέβαια, δείχνει ότι δεν πρόκειται για δύο ταυτότητες, μα για μία: ενιαία και αλληλοσυμπληρούμενη. Και μπορεί η Αγγέλα Παπάζογλου να μην άφησε πολλά στη δισκογραφία, κληροδότησε όμως τις μνήμες και τις σκέψεις της για μια πολύ ταραγμένη εποχή. Η οποία σφράγισε και τη δική της μοίρα, μα και τον σχηματισμό της Ελλάδας όπως την αντιλαμβανόμαστε σήμερα, ακριβώς 100 χρόνια μετά τα Μικρασιατικά.
Πλέον, φυσικά, η «Αγγέλα Παπάζογλου» της Άννας Βαγενά είναι ντυμένη και με έναν κραταιό θεατρικό θρύλο. Πρόκειται, άλλωστε, για μια παράσταση που έχει γράψει τη δική της ιστορία: πρωτανέβηκε το 1999 στη Μάντρα Μπλόκου Κοκκινιάς, παίχτηκε και ξαναπαίχτηκε, αποθεώθηκε, ταξίδεψε σε χώρες του εξωτερικού. Και επέστρεψε ξανά φέτος, στο Θέατρο Μεταξουργείο, για έναν ακόμα γύρο θριάμβου. Ως λιθαράκι μνήμης για τα 100 έτη από το τέλος της παλιάς Σμύρνης, τυλιγμένο στο εγχώριο ρεκόρ της «μακροβιότερης παράστασης με τον ίδιο πρωταγωνιστή».
Όσοι έχουν δει το έργο να ξετυλίγεται μέσα στα χρόνια λένε πως η Βαγενά δεν παίζει ποτέ την Παπάζογλου με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Ασφαλώς, αυτή η παροδικότητα/μοναδικότητα της σκηνικής εμπειρίας αποτελεί μέρος της θεατρικής συνθήκης. Ταυτόχρονα, όμως, σηματοδοτεί και τον διαρκή διάλογο της Λαρισαίας ηθοποιού με τον ρόλο και την προσωπικότητα της ηρωίδας, ο οποίος ούτε έπαψε, ούτε και επαναπαύθηκε στα κεκτημένα της επιτυχίας.
Αντιθέτως, ήδη από το ξεκίνημα της παράστασης νιώθεις ότι έχει βαθύνει με τα χρόνια. Ότι, στα 75, η Βαγενά φωτίζει πια και περαιτέρω πτυχές της Παπάζογλου, κοιτώντας την από το νυν ηλικιακό μετερίζι. Βλέποντάς την καθισμένη στο απέριττο μα τόσο ευτυχές σκηνικό που έστησε ο Μάριος Σπηλιόπουλος –ζωγράφος και Πρύτανης της Σχολής Καλών Τεχνών– αισθάνεσαι ότι έχεις μπει στο προσφυγικό της σπιτάκι και την έχεις απέναντί σου, να διηγείται ιστορίες από τη ζωή της. Με τα δάκρυα να δίνουν τη θέση τους στα γέλια ή και να συνυπάρχουν, μερικές φορές. Όπως συμβαίνει και στην πραγματικότητα.
Όταν, πάλι, σηκώνεται για να χορέψει κάποιο από τα τραγούδια του άντρα της Βαγγέλη Παπάζογλου ή για να μουρμουρίσει τον τάδε ή τον δείνα σμυρνέικο σκοπό, το ίδιο σκηνικό παίρνει τη μορφή ενός παλιού πάλκου. Σε κάθε περίπτωση, τα πάντα μένουν λιτά κι απέριττα: σανίδια, καρέκλες, το τραπέζι όπου κάθεται η συμμετέχουσα Ασπασία Μπατατόλη (έχει τον ρόλο της αναγνώστριας) κι ένα σεντούκι φορτωμένο αναμνήσεις. Με κύριο κειμήλιο μια κορνιζαρισμένη φωτογραφία του Βαγγέλη Παπάζογλου, που σε κάποιο σημείο τοποθετείται σε θέση περίοπτη, αντικρίζοντάς μας σιωπηλή μέχρι το φινάλε.
Ως ατόφια μαρτυρία, φυσικά, όσα περιλήφθηκαν στο βιβλίο «Ονείρατα της Άκαυτης και της Καμμένης Σμύρνης: Τα Χαΐρια μας Εδώ», το οποίο έγραψε ο γιος της Παπάζογλου με βάση τις αφηγήσεις της (πρωτοεκδόθηκε το 1983, φέτος ο ακάματος Γιώργης Παπάζογλου έβγαλε και μια επαυξημένη εκδοχή 664 σελίδων), συνιστούν χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού που λέμε «ιστορία από τα κάτω». Με όλες τις αρετές και τους περιορισμούς που μπορεί να έχει κάτι τέτοιο.
Μιλάμε δηλαδή για τα ολοζώντανα βιώματα ενός απλού ανθρώπου –εκείνης της «αγράμματης τραγουδίστριας» των γραμμοφώνων– τα οποία φωτίζουν μοναδικά πτυχές της χαμένης λάμψης της Σμύρνης και της κουλτούρας των ανθρώπων της. Όπως και το πώς τις μετασχημάτισε το δράμα της προσφυγιάς, η καινούρια ζωή που κουτσοφτιάχτηκε σε μια εχθρική Ελλάδα, που έβλεπε τους Μικρασιάτες ως «Τουρκόσπορους», αλλά και ο νέος όλεθρος της Κατοχής, ο οποίος κορυφώθηκε στο Μπλόκο της Κοκκινιάς (1944).
Χάρη και στην ισχύ της απαράμιλλης ερμηνείας της Βαγενά, στέκεις πραγματικά συγκινημένος απέναντι στον λαϊκό, μα τόσο ανατολικομεσογειακά κοσμοπολίτικο τρόπο με τον οποίον η Παπάζογλου αυτοπροσδιοριζόταν ως Ελληνίδα, Ρωμηά, Σμυρνιά. Αλλά και στη βιωματικά αντιπολεμική της στάση, στα μέτρα και στα σταθμά που κρατούσε για την αγάπη, στο δάκρυ που είχε εύκαιρο τόσο για τους πιο δικούς της ανθρώπους που χάθηκαν στην πορεία –πρωτίστως για τον Βαγγέλη της, ο οποίος πέθανε το 1943 από φυματίωση, μόλις στα 47 του– όσο και για τον ανώνυμο νεαρό Ιταλό που θα τον εκτελούσαν οι δικοί του γιατί «δεν ήταν φασίστας» ή για εκείνο το «Κουκουεδάκι» που θα έπεφτε νεκρό από τις σφαίρες των αρχών.
Όσον αφορά την παράσταση, όλα αυτά φτάνουν και περισσεύουν. Ως προς την ανάπλαση της πραγματικότητας, όμως, οφείλουμε να έχουμε κατά νου δύο θεμελιώδεις παραμέτρους. Πρώτον, ότι το έργο βασίστηκε σε θεατρικά προσαρμοσμένα αποσπάσματα από τις μνήμες της ηρωίδας, επιλέγοντας να μη θίξει λ.χ. την τύφλωσή της ή την αναγκαστική της απομάκρυνση από το τραγούδι. Δεύτερον, ότι, όπως παγίως συμβαίνει με τις «ιστορίες από τα κάτω», λείπει η αντίληψη της μεγάλης εικόνας: η Παπάζογλου που θαυμάζουμε στο σανίδι, ας πούμε, βλέπει μόνο μία διάσταση της παρουσίας των ελληνικών στρατευμάτων στη Μικρά Ασία· και αποδίδει την Καταστροφή του 1922 στην προδοσία των ξένων.
Όπως είναι λογικό, επίσης, το θεατρικό προκρίνει τη Σμύρνη και την προσφυγιά, αφήνοντας τα του τραγουδιού σε λίγο πιο δεύτερη μοίρα. Ωστόσο η μουσική δεν παύει να έχει έντονη παρουσία στην παράσταση, μέσω των επιλογών που έκανε ειδικά γι' αυτήν ο Λάμπρος Λιάβας. Ήδη πριν βγει η Βαγενά στο σανίδι, λ.χ., παίζει από τα ηχεία το "Η Καρδιά Μου Έχει Κλειδάκια", ενώ στη συνέχεια ακούμε μερικά σμυρνέικα, όπως βέβαια και το πιο διάσημο κι αγαπητό από τα πρωτορεμπέτικα που μας άφησε ο Βαγγέλης Παπάζογλου –το "Κάτω Στα Λεμονάδικα (Οι Λαχανάδες)".
Έπειτα, κατά τη διάρκειά του, ο μονόλογος στέκεται φευγαλέα στα ανθηρά κέντρα διασκέδασης της Σμύρνης και του Κορδελιού, όπου η Παπάζογλου σταδιοδρόμησε ήδη από τα 16, όντας κόρη του βιολιστή και σαντουρίστα Δημήτριου Μαρωνίτη. Παρακάτω, δε, επικαλείται και τον άντρα της για να στηρίξει έναν διαχωρισμό μεταξύ ρεμπέτικου και λαϊκού που, και πάλι, ακούμε με χαμόγελο, μα χωρίς να πολυπειθόμαστε για την ισχύ του. Πολύ δυνατότερη, αντιθέτως, αποβαίνει η διήγηση για το πώς ο Βαγγέλης Παπάζογλου παράτησε το τραγούδι κατά τη διάρκεια της Κατοχής κι έγινε παλιατζής, ώστε να μην παίζει για να διασκεδάζουν οι μαυραγορίτες. Πρόκειται για σπουδαίο τεκμήριο του ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος.
Εν τέλει, πάντως, όλα αυτά δεν είναι παρά πολύτιμες ψηφίδες σε έναν μονόλογο σπάνιας ευαισθησίας και θεατρικής ποιότητας, που όσα πράγματα κι αν μας μαθαίνει για την Αγγέλα Παπάζογλου και τον κόσμο που γέννησε το ρεμπέτικο, άλλα τόσα αποκαλύπτει για την ηθοποιία της Άννας Βαγενά. Η οποία αποτυπώνεται καθηλωτική ενώ κάνει το δικό της μακροβούτι στην ιστορία, στα βαθιά της λαϊκής ψυχής και σε μια κληρονομιά άρρηκτα συνυφασμένη με την ελληνικότητα, όπως τη διαμόρφωσαν τα Μικρασιατικά. Όχι όμως την ξενόφοβη, αποκλειστική, ομφαλοσκοπική ελληνικότητα, αλλά μια ελληνικότητα ανοιχτή, ουμανιστική. Σαν κι εκείνη που κουβάλησε μαζί της η Παπάζογλου, γενόμενη πρόσφυγας στη Νίκαια.