Alessandro Melazzini: ο ερχομός στην Θεσσαλονίκη ενέχει μεγάλο συναισθηματικό φορτίο
Κάποτε μπορεί να μην την 'βρίσκαμε με την ντίσκο" (και δη την ίταλο), σήμερα πλέον βλέπουμε με ενδιαφέρον ντοκυμαντέρ γι' αυτήν. Ο Κώστας Καρδερίνης συναντά τον δημιουργό
Παραγωγός, σκηνοθέτης, ερευνητής και μουσικόφιλος με δυο υπηκοότητες, ο Αλεσάντρο Μελατσίνι ασχολείται με το ντοκιμαντέρ για περισσότερο από μια δεκαετία. Τα «αλπικά» ταξίδια του μεταξύ ορεινής Ιταλίας και Μονάχου καθόρισαν και το όνομα της φίρμας του [Alpenway Media GmbH]. Στο 24ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και στη χώρα μας βρίσκεται για πρώτη φορά με το μουσικό οδοιπορικό Ίταλο Ντίσκο – Ο αστραφτερός ήχος της δεκαετίας του ’80 [Italo Disco. The Sparkling Sound of the 80s / Italo Disco. Der Glitzersound der 80er].
Ποια η προσωπική σου διαδρομή;
Σπούδασα οικονομικά στο Μιλάνο και φιλοσοφία στη Χαϊδελβέργη. Ο Χάιντεγκερ έλεγε ότι η φιλοσοφία γεννήθηκε στην Ελλάδα και κατόπιν «μετακόμισε» στη Γερμανία. Οι σπουδές αφορούσαν τους προσωκρατικούς και τους στωικούς. Η πτυχιακή μου εργασία είχε θέμα την αυτοκτονία μέσα από τα έργα του Πλάτωνα, του Σενέκα και του Αυγουστίνου. Η αρχαία Ελλάδα κι ο Όλυμπος είναι σύμβολα για μένα. Γι’ αυτό ο ερχομός στην Θεσσαλονίκη ενέχει μεγάλο συναισθηματικό φορτίο. Έστω κι αν ήρθα με το Ίταλο ντίσκο.
Προέρχομαι από τη βόρεια ορεινή Ιταλία [Sondrio] και αγαπώ τα βουνά, εξού και η έξαψη που ένοιωσα τώρα που ήρθα στην Θεσσαλονίκη, απέναντι από τον Όλυμπο και την απαρχή του δυτικού πολιτισμού. Παρόλο που βρίσκεστε στη θάλασσα έχετε θέα στο θεϊκό βουνό.
Κατ’ αρχάς η Γερμανία μου φάνηκε άσχημη – όλοι οι ξένοι το ίδιο νιώθουν. Άρχισα να μελετώ τη γερμανική κουλτούρα και να στέλνω ανταποκρίσεις σε μια ιταλική εφημερίδα περί αυτής [2003], πρώτα για την μουσική της και μετά για τις ταινίες.
Πώς ασχολήθηκες με το ντοκιμαντέρ;
Με ρωτάνε γιατί δεν κάνω ταινίες μυθοπλασίας. Με ενδιαφέρει η πραγματικότητα και η έρευνα. Το ντοκιμαντέρ το θεωρώ υψηλή και διαλεκτική τέχνη. Δεν είναι στημένο. Δεν είναι απαραίτητα αυτονόητο. Επηρεάζεται από όσα συμβαίνουν γύρω από αυτόν που μιλά και από τη διάθεση και την κατάστασή του εκείνη τη μέρα που μιλά. Είναι ζωντανό. Μου αρέσει επίσης να εκπλήσσομαι. Είναι τέχνη που εν γένει κρύβει εκπλήξεις.
Ποιες μουσικές άκουγες μικρός;
Πολλά είδη. Όλα τα είδη μουσικής, χωρίς ταμπέλες. Οι ταμπέλες πάντα έπονται. Λάτρεψα τη ρέγκε και τη ροκ στέντι μουσική. Ίδρυσα μάλιστα το 1999 το πρώτο ιταλικό σάιτ που ασχολείται με τη ροκ στέντι και τη σκα. Ήταν το πάθος μου, αλλά άκουγα και πολλή ηλεκτρονική μουσική, αφού από τη ρέγκε ξεπήδησε η νταμπ κι όλα αυτά συνδέονται στενά.
Ήμουν το μικρότερο αδερφάκι της οικογένειας. Το Ίταλο ντίσκο υπήρχε στα ακούσματά μου και γι’ αυτό έκανα αυτό το ντοκιμαντέρ, γιατί ήθελα να «ζήσω» τα 80ς που δεν πρόλαβα [γεν. 1974].
Η κρατούσα άποψη εντός Ιταλίας, πριν ασχοληθώ με το θέμα, ήταν ότι όλα αυτά είναι σκουπίδια. Υπήρχαν όμως και κάποιοι που το θεωρούσαν ένα ξεχωριστό σύμπαν. Ουδείς προφήτης στον τόπο του, όπως λέμε εμείς στην Ιταλία. Ήταν καιρός να «αποδείξω» ότι έχει κουβαλήσει κάποιες αξίες, ότι είχε πρωτοτυπία και εντοπιότητα.
Το θέμα;
Συνήθως επιλέγω θέματα που με ενδιαφέρουν και θέλω να μάθω γι’ αυτά χωρίς να είμαι απαραίτητα φαν [π.χ. Τσιτσιολίνα, σκα κ.α.] Μαθαίνω «σπουδάζοντάς τα» και νιώθω ωραία όταν με εκπλήσσουν.
Το Ίταλο ντίσκο ήταν ένα μείγμα τρας αισθητικής, ευφυΐας κι ευρηματικότητας - καταρχάς ιταλικό και μετά ευρωπαϊκό και διεθνές. Έκανα πολύ έρευνα στο διαδίκτυο αλλά μου έλειπε ο αφηγηματικός άξονας. Τα πρόσωπα είχαν πολλά να πουν αλλά δεν ήθελα να είναι συρραφή συνεντεύξεων.
Οι δυσκολίες;
Στα ντοκιμαντέρ έρευνας το πιο δύσκολο πράμα είναι να επιλέξεις ποιο υλικό θ’ αφήσεις εκτός. Εδώ ήθελα να συμπεριλάβω καλλιτέχνες με διεθνή αντίκτυπο αλλά και κομμάτια [Casco - Cybernetic Love] που θεωρώ ότι θα έπρεπε να είχαν ακουστεί παραέξω. Η μείξη όλων των γούστων και των αισθητικών ήταν το ζητούμενο.
Ως τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ, ανάθεση της ιταλικής κρατικής τηλεόρασης [RAI], απευθύνεται στο ευρύ κοινό, όχι μόνο της χώρας μου αλλά και στο γερμανικό και το γαλλικό και εν γένει το παγκόσμιο κοινό. Επιπλέον ήθελα να επιλέξω κομμάτια που μου άρεσαν προσωπικά και πρόσωπα εμβληματικά.
Τα πρόσωπα;
Η Sabrina Salerno είναι η γυναικεία φιγούρα - επιτομή του είδους. Η Linda Jo Rizzo είναι η αμερικάνικη εισβολή αλλά στις μέρες μας πολύ διάσημη.
Οι La Bionda [Carmelo & Michelangelo] ήταν κομβικής σημασίας συμμετοχή, διάσημοι στην εποχή τους αλλά σήμερα άγνωστοι από πολλούς. Παραγωγοί του Johnson Righeira [Stefano Righi], που πήγαν στο Μόναχο. Ήθελα να εξάρω και τον ρόλο της πόλης του Μονάχου στην εξέλιξη του είδους, γεγονός όχι ιδιαίτερα γνωστό, ίσως όχι πέρα από τους κύκλους των κριτικών.
Με ενδιέφεραν επίσης οι τραγουδιστές αλλά και το σύμπαν που τους περιβάλλει, ορατό τε και αόρατο: παραγωγοί, συνθέτες, δισκοθέτες, η εποχή που αναπτύχθηκε, οι κοινωνιολογικές του προεκτάσεις.
Προσπάθησα να κάνω μια νωπογραφία. Ένας κόσμος επιχειρηματικός, βιομηχανία σωστή. Οι ντισκοτέκ έπρεπε να γεμίσουν και να δουλέψουν. Οι φαν τον βλέπουν ως ρομαντική εποχή, αλλά δούλευαν σκληρά τότε και φέρνανε / βγάζανε λεφτά (ντινέρο).
Αρκετές φορές μια μπάντα ήταν κατ’ ουσίαν ένα πρότζεκτ, όπως π.χ. οι De Niro, The Flirts. Ο τραγουδιστής δεν ήταν πάντα το κεντρικό πρόσωπο. Ο Pierluigi Giombini [Gazebo] ας πούμε ως συνθέτης, άνθρωπος πολύ ντροπαλός, που πρώτη φορά ανοίγεται στον φακό, μου μίλησε και για το δημιουργικό κομμάτι.
Ο DJ Hell [Helmut Josef Geier];
Του είμαι πολύ ευγνώμων που συμμετείχε. Μέσω του Ίταλο ντίσκο, άλλωστε, όπως λέει ο ίδιος, ο απλός δισκοθέτης αναβαθμίστηκε σε κυρίαρχο της πίστας και σε «ιερέα» της μαζικής χορευτικής κουλτούρας στις μέρες μας.
Είναι ένας σούπερ σταρ βαυαρός, που δηλώνει πόσο κοντά βρίσκεται στο Ίταλο ντίσκο και πόσο συχνά μιξάρει τέτοιες μουσικές στα σετ του. Μπορεί να δούλευε στο Βερολίνο και τώρα στο Μεξικό αλλά το ξύλινο σαλέ του στη Βαυαρία ήταν το απόλυτο κοντράστ για μένα. Μην ξεχνάμε ότι ξεκίνησε από το Μόναχο και έζησε από μέσα όλη την τοπική ντίσκο και ντανς σκηνή. Πήγε στην Ιταλία στα 80ς, δεν τον άφησαν να παίξει γιατί δεν υπήρχε χώρος γι’ αυτόν, αλλά βίωσε την Ίταλο ντίσκο φάση από κοντά.
Πως έφτασες στο πρωτότυπο υλικό;
Η RAI μου παραχώρησε τα αρχεία της και κράτησε τα παγκόσμια δικαιώματα εκμετάλλευσης. Ήταν μια προσφορά που δεν μπορούσα να αρνηθώ. Το ARTE επίσης ήταν συμπαραγωγός. Ως παραγωγός ο ίδιος, έπρεπε να εξασφαλίσω και τα πνευματικά δικαιώματα της μουσικής που περιέλαβα.
Υπήρξε αναβίωση του ρεύματος αυτού;
Ο απόλυτος φαν Flemming Dalum, που έχει στη συλλογή του όλα τα εξώφυλλα δίσκων Ίταλο ντίσκο σε παγκόσμια κυκλοφορία, μου είπε ότι η αναβίωση ξεκίνησε στα 00ς κυρίως μέσω του ίντερνετ. Στα 90ς κανείς δεν ασχολούνταν. Με την έλευση του διαδικτύου όμως, πολλοί άνθρωποι από το πουθενά άρχισαν να το αναζητούν και να το αγαπάνε πάλι κι έτσι έγινε το μπουμ.
Στο Μεξικό για παράδειγμα το έχουν περί πολλού. Έχουν πολλούς φίλους στο προσωποβιβλίο που είναι μεξικάνοι και δείχνουν τρελό ενδιαφέρον. Ο Daniele Baldelli [θρύλος της παραλιακής χορευτικής σκηνής] μου είπε μάλιστα ότι «ρίχνουν» την ταχύτητα των κομματιών γιατί έτσι τα «προσαρμόζουν» στον αργό χορευτικό τους ρυθμό.