Απολογισμός του 65ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης
Και του χρόνου πια... Του Κώστα Καρδερίνη
Το ανοίκειο, η διευρυμένη έννοια της οικογένειας και το τέρας που κρύβουμε μέσα μας, αποτέλεσαν τα πλαίσια στα οποία κινήθηκαν συνολικά [καθολικά και καθοριστικά θα έλεγα] οι επιλογές ταινιών του 65ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης [TiFF65]. Στο εξής όπου βλέπετε αγκύλες να ξέρετε ότι αποτελούν προσωπικά σχόλια ή σημειώσεις.
Ο Ακατάλογος [non-catalog] του τρέξαντος Φεστιβάλ με τίτλο unfamiliar είναι αφιερωμένος στην τεράστια θεματική του ανοίκειου, της κατ’ επιλογήν συμβίωσης αλλά και στην πολυπρισματική αμφισημία της καθεστηκυίας έννοιας της οικογένειας. Η συμπερίληψη ευχάριστων φωτογραφικών οικογενειακών στιγμών των αρθρογράφων του Ακατάλογου, εν είδει οικογενειακού άλμπουμ, επιτείνει τις ως άνω έννοιες και ολοκληρώνει αυτό που ο Ορέστης Ανδρεαδάκης ονομάζει, στον τίτλο του κειμένου του, Το οικογενειακό μυθιστόρημα.
Ο Δημήτρης Κερκινός στο unfamiliar κείμενό του Οικογενειακές ιστορίες: από την καταγωγή στην επιλογή [Family Tales: From Origin to Choice] σημειώνει: Η εν λόγω αμφισβήτηση [της παραδοσιακής δομής της οικογένειας] έχει αποτυπωθεί τόσο στον ελληνικό όσο και στον παγκόσμιο κινηματογράφο, μέσα από την ανάδειξη των δυσλειτουργιών της, όπως είναι η καταπίεση, ο αυταρχισμός της πατρικής εξουσίας, η αποξένωση, ο εγκλεισμός, η ενδοοικογενειακή βία. Ο κινηματογράφος έχει επίσης προσφέρει διαφορετικές οπτικές γωνίες και αφηγήσεις για το πώς είναι να ζεις και να αγαπάς μέσα σε νέου τύπου οικογενειακές δομές.
Για το πρώτο σκέλος αυτής της παραγράφου, ιδανικό δείγμα ελληνικού και παγκόσμιου σινεμά αποτελεί ο weird Κυνόδοντας του Γιώργου Λάνθιμου και του Ευθύμη Φιλίππου, που δεν θα μπορούσε να απουσιάζει από τις προβολές του unfamiliar θέματος και αφιερώματος. Στο δεύτερο σκέλος, οπτικές γωνίες και αφηγήσεις, εμπίπτουν οι περισσότερες από τις ταινίες που ξεχώρισα από όσες είδα στο φετινό φεστιβάλ. Καταρχάς είμαι ευχαριστημένος από τη φετινή εγχώρια [συμ]παραγωγή που άπτεται του θέματος και ιδιαίτερα από τους πρωτοεμφανιζόμενους μεγαλομηκάδες.
Το [βραβευμένο από την Π.Ε.Κ.Κ.] Κρέας του Δημήτρη Νάκου μας παρουσιάζει τη βουκολική εκδοχή δυναστικής οικογένειας η οποία γεννάει νέο τέρας, υπό την εμβληματική διονυσιακή μουσική του Κωνσταντή Πιστιόλη. Η Κιούκα: Πριν το τέλος του καλοκαιριού του Κωστή Χαραμουντάνη πειραματίζεται οπτικά με τις οικογενειακές άλμπουμ αναμνήσεις, το νοσταλγικό σάουντρακ και το αύριο των ισορροπιών. Οι εξωτικές αραχωβίτικες Μαλδίβες του Ντανιέλ Μπόλντα διαθέτουν θαλπωρή, θαλασσινό ουρανό, μυστήριο, επέκεινα, τον αξεπέραστο Τσιοτσιόπουλο και την ατονική παιδική χορωδία που έστησε ο Γιάννης Βεσλεμές. Το ποτάμι του Χάρη Ραφτογιάννη κινείται μετά-οικογενειακά στις παρυφές της πρωτεύουσας πόλης και της δευτερεύουσας κοινωνίας.
Τρεις ταινίες του ανεξάρτητου αμερικανικού σινεμά μου αναπτέρωσαν τις ελπίδες ότι δεν εξέπνευσε αλλά ότι αναγεννήθηκε από τις στάχτες του Τζον Κασσαβέτη. Φως οδηγός η ομώνυμη αριστουργηματική δημιουργία των Κέλι Ο’Σάλιβαν και Άλεξ Τόμσον [ελληνικής καταγωγής] που συνδυάζει Σαίξπηρ και Κασσαβέτη σε αποθεωτικές δόσεις. Ένας διαφορετικός άνθρωπος του Άρον Σίμπεργκ μας έθεσε τον δάκτυλον επί του τύπου των ήλων και ανέστρεψε τον άνθρωπο-ελέφαντα, το τέρας του-εμείς-και-του-εγώ, το μόρφωμα του οικείου και του οικόσιτου. Θεμέλιο λίθο ανοίκειας οικογένειας αντί παραβολής κόσμου και γρυλισμών έθεσαν Το ηλιοβασίλεμα των Σάσκουατς και οι αφοί Ζέλνερ.
Το φετινό εκτεταμένο [Balkan, μην ξεχνιόμαστε] survey expanded είχε ως μότο το Un-Family-ar. Στο βαλκανικό του σκέλος ξεχώρισα στην καρδιά και το μυαλό μου το έξοχο βορειομακεδονικό Σπιτικό για αρχάριους, το ρουμάνικο σπονδυλωτό Η Πρωτοχρονιά που δεν ήρθε ποτέ [ξορκίζει το τέρας], τη βουλγαρική επανένωση της Άπνοιας, Το σπίτι του Άγκα από το άρτε-πόβερα Κόσοβο και την τσεχοσλοβάκικη Ουγγαρέζα μοδίστρα της ναζιστικής εποχής που διαθέτει πρωταγωνίστρια με σώμα και ψυχή. Με γλυκόπικρο χιούμορ είδαν το θέμα η ελληνολάτρις Ζιλί Ντελπί [Από δω οι βάρβαροι], η παλαιστίνια Λάιλα Άμπας [Ευχαριστούμε για τη συναλλαγή σας] ο χονγκονέζος Ρέι Γέουνγκ [Όλα θα πάνε καλά], ο γιος του Σακαμότο [Happyend] και το ιρανικό αναπάντεχο Αγαπημένο μου γλυκό.
Ανάμεσα στις δυο κατηγορίες [ανοίκεια οικογένεια & εμείς, το τέρας] ακροβατούν με άνεση και αέρα ο τιμημένος φέτος με ειδικό Χρυσό Αλέξανδρο Πάνος Χ. Κούτρας [πλήρες αφιέρωμα, από τις μικρές απρόβλητες μέχρι το dodo], ο δανός και νεοϋορκέζος εικαστικός πειραματιστής Γέσπερ Γιούστ [18 μικρού μήκους εξερευνήσεις και μια εγκατάσταση-μονόλογος για το φύλο, τη σχεσιακή ετερότητα] και η ανένταχτη ακατάταχτη άταχτη Νίκη ντε Σεν Φαλ [Ένα όνειρο πιο μεγάλο απ’ τη νύχτα, Νίκι]. Κι αυτό μου δίνει πάσα να μιλήσω για την μνημειώδη έκδοση We, the Monster που συνοδεύει την ομώνυμη εικαστική έκθεση στο MOMus και το αντίστοιχο κινηματογραφικό αφιέρωμα. Η Γκέλυ Μαδεμλή στο εμβριθές και εμπεριστατωμένο κείμενό της Άνθρωποι και τέρατα [Of men and monsters] γράφει σχετικά με/σε αυτό το «τερατώδες» εκδοτικό πόνημα:
Η παρούσα έκδοση ξεκίνησε από μια συγκεκριμένη αναζήτηση: Πώς θα μπορούσε να μεταφραστεί στον δισδιάστατο κόσμο της σελιδοποίησης –σε αυτόν τον κάναβο όπου συγκατοικούν εικόνες και λέξεις, ποικίλα σημεία και τέρατα– η έννοια του τέρατος, που τόσο πιο εύκολα «δείχνει» (ως monstrum) στο σινεμά αυτό που αποφεύγουμε ή αδυνατούμε να αναγνωρίσουμε; Πώς επιστρέφει το βλέμμα της ετερότητας ένα μέσο (medium) που δεν λειτουργεί ως μηχανή ενσυναίσθησης όπως η μηχανή προβολής, αλλά η αυτοτέλεια και η φορητότητά του το φέρνουν πιο κοντά στην έννοια του εργαλείου ανά χείρας; Πώς θα μπορούσε το τέρας να διατηρήσει σε αυτές τις σελίδες τη δεικτικότητά του (indexicality) χωρίς να παραπέμπει συνέχεια σε αυτά τα τέρατα που λείπουν από ένα κινηματογραφικό αφιέρωμα, εξ ορισμού αφαιρετικό; Πώς θα μπορούσε να ασκήσει μια εγκυκλοπαίδεια τεράτων κριτική στην αρχειακή λογική, που είναι αυτή που καθιστά ένα πλάσμα τέρας (αυτό δηλαδή που γλιστράει σκοπίμως ή μη από τις κατηγοριοποιήσεις του επιστητού);
Στην άνωθεν περιγραφή σίγουρα εμπίπτουν αρκετές από τις ταινίες που προανέφερα ως μέλη ανοίκειας οικογένειας. Εμπίπτουν όμως και δυο ακόμη ελληνικές που μου έκαναν αίσθηση. Η χωρίς επιστροφή Utopolis του πρωτοεμφανιζόμενου Βλαδίμηρου Σούμποτιτς με παραπέμπει αναδομητικά σε όσα συμβαίνουν στους χώρους της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης, ελπίζοντας πώς δεν θα επαληθευτεί το αφοριστικό «τσιμέντο να γίνουν». Και το Κυνήγι του Χρήστου Πυθαρά με παραπέμπει να κοιταχτώ στον καθρέφτη ενώ ξυρίζομαι, καθρέφτη που αποδίδει τα του τέρατος τῷ τέρατι, ὦ τέρας της διπλανής πόρτας. Και συνεχίζει η Γκέλυ Μαδεμλή στο κείμενό της:
Και πώς θα μπορούσε να μοιάζει μια τερατογένεση ως άσκηση επί χάρτου – μια απάντηση θα μπορούσε να δοθεί εύκολα από την πρόσφατη επικαιρότητα: Στην προσπάθειά της να δαμάσει την προκατάληψη (bias) του παραγωγικού της αλγορίθμου σύνθεσης εικόνας, η Google επέτρεψε στο AI chatbot της Gemini να φτιάξει «συμπεριληπτικές» εικόνες στρατιωτών του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, κι έτσι να εικονοποιήσει μαύρους, Λατίνες ή non-binary άτομα να φορούν τη ναζιστική στολή. Πώς θα μπορούσαν να συνυπάρξουν στο ίδιο βιβλίο ο Σπεσιαλίστας Άντολφ Άιχμαν, ένα ξεσομανές Κτήνος που δίνει μορφή στο περιλάλητο αντρικό βλέμμα, ο Ιωάννης ο βίαιος, που προθυμοποιείται να υποδυθεί έναν βιαστή προκειμένου να αποκτήσει ταυτότητα, οι τέσσερις αστοί πρωταγωνιστές της φαντασίας του Μάρκο Φερέρι [Το μεγάλο φαγοπότι] και ο salaryman (ίσως ο πιο αναλώσιμος στις τάξεις της ιαπωνικής κοινωνίας) του Σίνια Τσουκαμότο [Τετσούο: ο σιδερένιος άνθρωπος]; Πού στεκόμασταν εμείς σε αυτήν την κοινωνιολογία των κινηματογραφικών τεράτων;
Κι επειδή όλοι κάτι κρύβουμε από τον εαυτό και τους άλλους [το τέρας, οι άλλοι;] δεν είναι κακό να αναφέρω και μερικά τερατάκια που άφησαν το αποτύπωμα τους εντός μου, με πικρό χαμόγελο. Ο Λαρς είναι LOL και το μόμπινγκ έχει πρόσωπο αλλά και αντίδοτο. Το στοιχείο της Γιασμίν δίνει ζωή και στερεί δικαιώματα. Ο Ιερός ηλεκτρισμός παιανίζει μετά μουσικής τη συμπερίληψη που όμως μετανάστευσε εκτός. Ο Κόσμος, το [ε]σύμπαν του Ζερμινάλ Ρο, είναι διαφωρετικός [με ωμέγα] και η βραζιλιάνα Γκρέισι δεν αμάρτησε αλλά διάλεξε οικογένεια που ταιριάζει στο εκρηκτικό ταπεραμέντο της.
Λένε ότι ο Κομφούκιος αναγνώρισε τον καλό δράκοντα [θεϊκό, άγγελο και λιοντάρι μαζί] στο πρόσωπο του αρχειοφύλακα ή βιβλιοθηκάριου Λάο Τσε. Και οι γονείς των θυμάτων των Τεμπών αναγνώρισαν οδυνηρά τον ανάλγητο ακατονόμαστο κακό δράκο που έκαψε τις ζωές τους. Κάπως έτσι, με ανάμεικτα συναισθήματα και μια δόση απελπισίας, κλείνει το κείμενό της η Γκέλυ Μαδεμλή στον τόμο We, the Monster: Άλλωστε, ένα βιβλίο των φανταστικών όντων για τον 21ο αιώνα δεν μπορεί παρά να μας θυμίζει, με τον τρόπο του Χόρχε Λουίς Μπόρχες, την ασύμμετρη αναμέτρησή μας με τη γνώση: «Όσο αγνοούμε τη σημασία του δράκοντα, άλλο τόσο αγνοούμε και τη σημασία του Σύμπαντος».
Ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα του 65ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης ήταν αναμφισβήτητα το μάστερκλας που παρέδωσε στο κοινό ο Σμπίγκνιεφ Πράισνερ. Γι’ αυτό όμως θα επανέλθω σε άλλο κείμενο.
Τίτλοι αναφερομένων ταινιών
Χόρχε Λουίς Μπόρχες: Το βιβλίο των φανταστικών όντων
Φοίβος Δεληβοριάς: Το τραγούδι για τους γονείς των νέων που χάθηκαν στα Τέμπη