Big Dreams & Broken Hearts
Όσο κι αν η country θεωρείται από τον εξωτερικό παρατηρητή κατεξοχήν αντρικό είδος, έχει ωστόσο να επιδείξει μια πλειάδα από μεγάλες (και πρώτες) κυρίες. Του Χάρη Συμβουλίδη
Όταν οι KLF έκαναν την κίνηση-ματ να βάλουν την Tammy Wynette να σταθεί δίπλα στα ηχεία τους για το αξέχαστο "Justified And Ancient" (1991), ναι μεν της φόρεσαν στέμμα, όμως ο συνοδευτικός τίτλος ...ευγενείας έγραφε «Πρώτη Κυρία της Country». Και δείχνει τόσο ταιριαστό για ένα τόσο αμερικάνικο είδος μουσικής να έχει «First Ladies», αντί για «Βασίλισσες».
Εμείς, βέβαια, αισθανόμαστε πιο εξοικειωμένοι με τους τίτλους της ευρωπαϊκής μοναρχίας. Αν όμως η Madonna είναι «βασίλισσα της ποπ» και η Ζωζώ Σαπουντζάκη «βασίλισσα της νύχτας», ποια είναι η First Lady της Country; Πολλές και καμία, είναι η σωστή απάντηση, που και πάλι έχει να κάνει με τους τύπους ενός καθαρά αμερικάνικου θεσμού: η βασίλισσα είναι μία και συνήθως ισόβια, αλλά πρώτες κυρίες μπορεί να είναι ταυτόχρονα πολλές.
Από εκεί και πέρα, μερικά ονόματα τείνουν –συνήθως δικαίως, παρά αδίκως– να επαναλαμβάνονται. Όταν μάλιστα ο κινηματογράφος (ύστερα και η τηλεόραση) αποφάσισε ότι το ζήτημα διέθετε αρκετή δυναμική οθόνης, μάλλον η λίστα περιορίστηκε ακόμα περισσότερο. Δεν ήταν δηλαδή Πρώτη Κυρία της Country η Kitty Wells; Σιγά που δεν ήταν. Όμως η ήσυχη ζωή της δεν προσφερόταν για τις ανάγκες του θεάματος. Από την άλλη, μάλλον κι εκείνη αποτελούσε εξαίρεση, αφού πίσω από τις πιο αναγνωρίσιμες γυναίκες του χώρου βρίσκονταν συνήθως πιο περιπετειώδεις διηγήσεις.
Μερικοί λένε βέβαια ότι αυτές οι «απ' τ' αλώνια στα σαλόνια» ιστορίες (from rags to riches, για τους αγγλομαθείς) μπουρδουκλώνονται με τα εύκολα, δακρύβρεχτα κλισέ που αρέσουν στις μάζες. Ίσως... Ίσως δηλαδή να υπάρχει μια σύγκλιση με εκείνη τη φιλοσοφία που κηρύττει ότι, αν το θέλει πολύ, το άτομο θα καταφέρει να υψωθεί πάνω από τη φτώχεια, την ατυχία και τις κακοτοπιές, πραγματώνοντας το «αμερικάνικο όνειρο». Εν τέλει, πάντως, παραμένει θέμα μεταχείρισης και εστίασης, διότι ουδείς αμφισβητεί ότι οι ιστορίες της Loretta Lynn, της Patsy Cline, της Dottie West, της Dolly Parton, της Tammy Wynette, της Barbara Mandrell και των Naomi & Wynonna Judd συνέβησαν όπως απεικονίστηκαν: τα γεγονότα ξεπερνούσαν μερικές φορές ακόμα και τη φαντασία των μελό σεναριογράφων.
Coal Miner's Daughter (1980)
Α και Ω της σχετικής φιλμογραφίας στάθηκε η πρώτη ταινία του είδους, το Coal Miner's Daughter του Michael Apted (1980), που βασίστηκε στην ομώνυμη αυτοβιογραφία της Loretta Lynn (1976). Προσφέρει μάλιστα και μια επίκαιρη αφορμή για το παρόν άρθρο, αφού το άλμπουμ Coal Miner's Daughter (1971) επανεκδόθηκε πρόσφατα γιορτάζοντας 50 χρόνια, ενώ η δημιουργός του επιστρέφει στη δισκογραφία με καινούρια δουλειά: Still Woman Enough, το ...46ο της στούντιο πόνημα, παρακαλώ.
Αν το φιλμ του Apted είχε αποτύχει, η πόρτα ίσως έκλεινε εκεί. Αλλά το ότι κέρδισε πέντε φορές τον προϋπολογισμό του σε εισιτήρια, φτάνοντας μέχρι και τα βραβεία Όσκαρ, δημιούργησε ένα νέο τερέν, στο οποίο εν καιρώ θα δοκίμαζαν κι άλλοι την τύχη τους.
Σχεδόν 40 χρόνια μετά, το Coal Miner's Daughter δεν έχει τη γοητεία που μάλλον άσκησε πίσω στο 1980: οι ρυθμοί κρίνονται κάπως ράθυμοι για τις δικές μας συνήθειες, το μοντάζ πιο απλωτό, ενώ η φωτογραφία «δείχνει» την εποχή της. Στα χρόνια του, εντούτοις, βρέθηκε με 7(!) υποψηφιότητες για Όσκαρ –μεταξύ τους και το μοντάζ και η φωτογραφία, κι ας λέω εγώ τα δικά μου– αν και μόνη νικήτρια ήταν τελικά η Sissy Spacek, η οποία έφυγε με το αγαλματάκι του Α’ Γυναικείου Ρόλου (το μοναδικό της, μετρά όμως κι άλλες πέντε υποψηφιότητες).
Η Αμερικανίδα ηθοποιός παραμένει ο κύριος λόγος για να δει κανείς την ταινία. Αλλάζοντας ακόμα και την προφορά της, κατορθώνει και αναπαριστά με μεγάλη πειθώ το απλό κορίτσι από τη φτωχή ύπαιθρο του Κεντάκι που έκρυβε μέσα του μια σπουδαία τραγουδοποιό. Επιπλέον, το στυλάτο σενάριο του Tom Rickman κεντράρει σωστά στις πρώιμες δυσκολίες κι έπειτα στον αντίκτυπο της επιτυχίας στην προσωπική της ζωή, δίνοντας χώρο και στην καθοριστική της φιλία με την Patsy Cline (την παίζει, αρκετά καλά, η Beverly D'Angelo).
Για τους φίλους επίσης της country, το φιλμ δίνει την ευκαιρία να δουν τον Ernest Tubb, τον Roy Acuff και τη Minnie Pearl, ενώ έχει και τον Levon Helm των The Band να παίζει τον σύζυγο της Loretta Lynn, Ted Webb. Να πούμε τέλος ότι το soundtrack περιείχε κομμάτια της Lynn και της Cline διασκευασμένα από τις Spacek & D'Angelo (τραγουδάει και ο Helm το "Blue Moon Of Kentucky"). Και δεν είναι καθόλου άσχημες διασκευές, γι' αυτό και το άλμπουμ βρήκε αποδοχή, σκαρφαλώνοντας ως το #40 των Η.Π.Α. Μάλιστα η Spacek δοκίμασε έπειτα την τύχη της και στη δισκογραφία, όπου όμως δεν έμεινε για πολύ.
Stand By Your Man (1981)
Ο χαμός με το Coal Miner's Daughter ήταν λογικό να δημιουργήσει κλίμα «τώρα που γυρίζει» για τη βιομηχανία, το οποίο έσπευσε να εκμεταλλευτεί το CBS, αναθέτοντας στον John Gay –κάποτε συνυποψήφιο για Όσκαρ Σεναρίου, για το Separate Tables (1958)– να προσαρμόσει την αυτοβιογραφία της Tammy Wynette Stand By Your Man (1979) στα δεδομένα μιας τηλεταινίας.
Το φιλμ είχε το ατού της Annette O' Toole, η οποία υποστήριξε επαρκώς τον ρόλο της Tammy Wynette από άποψη φυσιογνωμίας και ηθοποιίας. Επιπλέον, διηγήθηκε καλά το πώς έφτασε από την κομμωτική στη δισκογραφία, ενώ πέτυχε να την παρουσιάσει ως ένα απλό μεν κορίτσι της εποχής, διατεθειμένο όμως να μην υποστεί ως «δεδομένη» την κακομεταχείριση στην προσωπική της ζωή. Μιλάμε άλλωστε για την τραγουδίστρια του "D-I-V-O-R-C-E" (1968), κάτι που ξέχασε η απαράδεκτη Χίλαρυ Κλίντον στα 1990s όταν την αποκάλεσε «γυναικούλα», βρίσκοντας δικαίως τον πολιτικό της μπελά.
Κατά τα λοιπά, όμως, το Stand By Your Man είναι μια απογοητευτική υπόθεση. Η σκηνοθεσία του Jerry Jameson αποτυπώνεται ρουτινιάρικα τηλεοπτική, ο Tim McIntire κάνει/δεν κάνει για τον κρίσιμο ρόλο του George Jones και μεγάλο μέρος της διάρκειας αναλώνεται στον μεταξύ τους έρωτα, γάμο, χαμό, ξεχνώντας να μας δείξει την άνοδο της Wynette στο country στερέωμα. Όταν τελειώνει δηλαδή η ταινία, με εκείνη να τραγουδά το σήμα κατατεθέν της "Stand By Your Man" (1968), εάν δεν τη γνωρίζεις, μένεις να αναρωτιέσαι αν ήταν όντως τόσο διάσημη και σημαντική.
Sweet Dreams (1985)
Η πιο συγκροτημένη απόπειρα που έκανε το Χόλιγουντ για να εκμεταλλευτεί το αναπάντεχο σουξέ του Coal Miner's Daughter, ήταν το Sweet Dreams (Τα Όνειρα μιας Γυναίκας, στα ελληνικά). Μια ταινία για τη σπουδαία Patsy Cline, με την Τζέσικα Λανγκ στον πρωταγωνιστικό ρόλο και τον Εντ Χάρις στον ρόλο του συζύγου της, Charlie Dick.
Αν και σε σημεία το σενάριο του Robert Getchell δείχνει να μην ξέρει πώς ακριβώς να μεταχειριστεί τα γεγονότα στη ζωή της Cline (αφήνοντας λ.χ. αδικαιολόγητα εκτός τη φιλία της με τη Loretta Lynn), η συνολική του δουλειά δεν είναι κακή. Έτσι, σε συνδυασμό με την προσεγμένη σκηνοθεσία του Karel Reisz, προσφέρεται μια αρκετά συγκροτημένη αφήγηση, η οποία αφήνει περιθώρια στη Λανγκ να ξετυλίξει κάτι από το τσαγανό και το ταπεραμέντο μιας δυναμικής γυναίκας, η οποία διέθετε φωνή ικανή να ξεπεράσει τα country σύνορα, αναδεικνυόμενη σε ποπ σταρ.
Ο ρόλος, μάλιστα, εξασφάλισε στη Λανγκ και μια υποψηφιότητα για Όσκαρ Α΄ Γυναικείου Ρόλου. Τη μόνη που αποκόμισε το Sweet Dreams, το οποίο μάλλον άργησε να πραγματωθεί, οπότε βρέθηκε λίγο «εκτός εποχής»· με αποτέλεσμα να μην τα πάει καλά εμπορικά και να μην του δοθεί ιδιαίτερη προσοχή από την κριτική. Δεν είναι βέβαια σπουδαία ταινία, όμως αντέχει στον χρόνο και, παρά τις ελλείψεις της, ίσως να αποτιμάται ως ελαφρώς καλύτερη από το Coal Miner's Daughter.
Το soundtrack, εντωμεταξύ, αποτέλεσε το «νέο» άλμπουμ της Patsy Cline, 22 χρόνια μετά το άδικο και ξαφνικό της τέλος, αφού η φωνή της μπήκε πάνω από καινούριες ενορχηστρώσεις στα πιο γνωστά της κομμάτια. Παρά το συζητήσιμο τέτοιων (εμπορικών, κατά βάση) ενεργειών, ο δίσκος τα πήγε εξαιρετικά, φτάνοντας ως το #29 των αμερικάνικων charts.
Patsy & Loretta (2019)
Εγκαταλείπουμε για λίγο τη χρονολογική ροή, ώστε να μιλήσουμε για μια σύγχρονή μας τηλεταινία (φτιαγμένη για το καλωδιακό κανάλι Lifetime), η οποία φιλοδόξησε να καλύψει το κενό που άφησε σεναριακά το Sweet Dreams. Όπως προδίδει δηλαδή και ο τίτλος, το Patsy & Loretta κεντράρει στη φιλία της Patsy Cline με τη Loretta Lynn, ενώ παράλληλα αφηγείται το ξεκίνημα της καριέρας τους και το πώς απογειώθηκαν.
Εδώ βρισκόμαστε πια σε ένα τηλεοπτικό τερέν με υψηλότερα στάνταρ παραγωγής συγκριτικά με τα 1980s. Συνάμα, το γυρισμένο στο Νάσβιλ φιλμ είναι και τέκνο μιας νέας νοοτροπίας, η οποία ποντάρει σε γυναίκες δημιουργούς προκειμένου να ειπωθεί η ιστορία μιας γυναικείας φιλίας. Και, πράγματι, η σκηνοθέτιδα Callie Khouri (έχει πίσω της το Όσκαρ Σεναρίου για το Thelma & Louise) και η σεναριογράφος Angelina Burnett φτιάχνουν μια ταινία γεμάτη θηλυκότητα, η οποία στην Αμερική θεωρήθηκε –με αρκετή υπερβολή, ωστόσο– ότι προσάρμοσε ένα παλιό στόρι στην εποχή του #ΜeToo.
Αλλά ενώ υπάρχει η δυναμική, το φιλμ ποτέ δεν απογειώνεται. Χωρίς να είναι κακές, η Megan Hilty (ως Patsy Cline) και η Jessie Mueller (ως Loretta Lynn) «παίζουν» αρκετά, με αποτέλεσμα να έχεις διαρκώς την εντύπωση ότι βλέπεις μια καλοστημένη παράσταση, αντί να βυθιστείς στην υπόθεση. Δεν παύει βέβαια να είναι ένα ευχάριστο, ενίοτε και αυθεντικά συγκινητικό θέαμα, που όμως δεν αφήνει τελικά στη μνήμη όσα ίσως υπόσχεται. Σημειώστε πάντως ότι από τα πλάνα περνάνε και η June Carter (την παίζει η Erin Beute), καθώς και η Dottie West (την παίζει η Natalie Renee Long).
Naomi & Wynonna: Love Can Build Α Bridge (1995)
Αν και οι καταβολές της Naomi Judd και της κόρης της Wynonna είναι πράγματι εδραιωμένες στην country και στην αμερικάνικη folk, η μουσική την οποία έφτιαξαν στο διάστημα που ένωσαν δυνάμεις ως The Judds (1983-1991) περιγράφεται ακριβέστερα ως μια τυπικώς mainstream pop/rock τραγουδοποιία πασπαλισμένη με κάτι αλαφρώς country (και όχι σε κάθε περίπτωση). Το αποδεικνύει άλλωστε και το πιο γνωστό τους εκτός Αμερικής τραγούδι, το οποίο δίνει και τον τίτλο αυτής της τηλεταινίας που έφτιαξε ο Bobby Roth για λογαριασμό του NBC: το "Love Can Build A Bridge", το οποίο έφτασε ως το βρετανικό νούμερο 1 το 1995, διασκευασμένο από τη Cher, την Chrissie Hynde, τη Neneh Cherry και τον Eric Clapton.
Η ταινία έχει μεγάλη διάρκεια και διηγείται λεπτομερώς και συμμετρικώς την πορεία των δύο γυναικών, διατηρώντας καλή ισορροπία μεταξύ των μπελάδων τους, της καριέρας τους και της διαδρομής της μεταξύ τους σχέσης. Υπάρχει βέβαια μια έμφαση στο μελό, όμως κάπου παλαντζάρει από τις αποδόσεις της Kathleen York (ως Naomi Judd) και της Viveka Davis (ως Wynonna Judd), οι οποίες είναι αμφότερες πολύ καλές –κάπου δε στην πορεία σκάει μύτη και η Dolly Parton, παίζοντας τον εαυτό της. Άξιος αναφοράς, επίσης, ο Bruce Greenwood στον ρόλο του Larry Strickland, κάποτε μέλος στους περίφημους Stamps Quartet (και δεύτερος σύζυγος της Naomi, από το 1989).
Το αποτέλεσμα δεν φτάνει σε υψηλά επίπεδα, είναι πάντως ανώτερο του τηλεοπτικού μέσου όρου της δεκαετίας του 1990. Σε έναν βαθμό, επίσης, δείχνει γιατί οι Judds χάλασαν κόσμο σε ένα country τοπίο κουρασμένο και σε κρίση ταυτότητας, ιδιαίτερα με τραγούδια σαν το "Grandpa (Tell Me 'Bout Τhe Good Old Days)", όπου υπήρχε κάτι περισσότερο από την απλή αποτύπωση της νεοπαραδοσιακής στροφής στη ρηγκανική Αμερική, στην οποία στάθηκαν ορισμένες δηκτικές μα επιφανειακές κριτικές.
Big Dreams And Broken Hearts: The Dottie West Story (1995)
Ακόμα και εν έτει 2021, δεν τα βρίσκεις όλα στο ίντερνετ. Τη συγκεκριμένη τηλεταινία του Bill D'Elia, μάλιστα, δεν την εντοπίζεις εύκολα ακόμα κι αν ζεις στην Αμερική, αφού δείχνει να την έχει ξεχάσει ακόμα και το CBS που την παρήγγειλε κατά τα 1990s.
Κι αυτό είναι αρκετά άδικο, παρά τα αρκετά προβλήματα του συγκεκριμένου φιλμ, το οποίο εμφανώς δεν είχε μπάτζετ (η φωτογραφία είναι κατώτερη της περίστασης) και δεν ευτύχησε ούτε σε πλάνα, ούτε σε σφιχτό ρυθμό, αλλά ούτε και σε ιδέες, αφού η σεναριογράφος Theresa Rogerton αποφάσισε να προδώσει τη δραματική κλιμάκωση ήδη από τις εναρκτήριες σκηνές.
Το γεγονός ωστόσο ότι κόπιασαν στο φιλμ ο Kenny Rogers, ο Willie Nelson, η Loretta Lynn, η Dolly Parton και ο Chet Atkins χαρίζει μια έξωθεν καλή μαρτυρία, ενώ η εμπλοκή των παιδιών της Dottie West εξασφάλισε την καταπληκτική της γκαρνταρόμπα και τις υπέροχες περούκες της. Αβαντάροντας έτσι σε επίπεδο εικόνας την πρωταγωνίστρια Michelle Lee, η οποία βρέθηκε εδώ σε μία από τις καλύτερες στιγμές της καριέρας της. Το πορτραίτο της Dottie West ξετυλίγεται πολυδιάστατο και σε κάθε περίπτωση πειστικό, είτε μιλάμε για την τραγουδίστρια, είτε για τη γυναίκα. Μερικές φορές, μάλιστα, είναι τέτοια η δύναμη της performance της Lee, ώστε ξεχνάς όλες σου τις γκρίνιες για τη λοιπή ταινία.
Να πούμε επίσης ότι από τα πλάνα περνάει και η Patsy Cline (την παίζει η Tere Myers), ένας νεαρός Kris Kristofferson (Tony Higgins), ο νεαρός Willie Nelson (Chris McCarty), αλλά και ο Jim Reeves (Norm Woodel) με την Jeannie Seely (Cathy Worthington).
Get Τo Τhe Heart: The Barbara Mandrell Story (1997)
H Barbara Mandrell δεν έγινε ποτέ γνωστή εκτός Ηνωμένων Πολιτειών, όμως εκεί υπήρξε διάσημη και αγαπητή επί σειρά ετών, όχι μόνο ως τραγουδίστρια, μα και ως τηλεοπτική περσόνα. Προσωπικά δεν θα την κατέτασσα βέβαια στις First Ladies της country –άλλωστε το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας της αναλώθηκε σε μια καλοτραγουδισμένη, μα υπέρ το δέον σιδερωμένη country pop. Ωστόσο το ιδιαίτερο με τη δική της περίπτωση είναι ότι πρόκειται για μια γυναίκα που έλαμψε και ως μουσικός και ως σόου γούμαν, όντας (δεινή) βιρτουόζος σε διάφορα όργανα, αλλά και στήνοντας εντυπωσιακές για την εποχή και το είδος συναυλίες.
Αυτό γίνεται μόνο εν μέρει σαφές στην τηλεταινία Get to the Heart: The Barbara Mandrell Story που γύρισε για το CBS ο Jerry London, βασισμένος σε μια ομώνυμη αυτοβιογραφία (1990). Ελλείψει ικανού μπάτζετ, υποθέτω, αφέθηκαν εντελώς εκτός σεναρίου οι ζωντανές παραστάσεις του ζενίθ της, οι οποίες θα μπορούσαν να δώσουν μια ιδιαίτερη νότα, οπτικά μιλώντας. Αντιθέτως, η προσοχή δίνεται κατά κύριο λόγο στα ερωτικά και οικογενειακά της θέματα, καθώς και σε ένα παραλίγο μοιραίο αυτοκινητιστικό δυστύχημα (1984), το οποίο την άφησε ψυχολογικά κλονισμένη. Παρά ταύτα, υπάρχει και μια σύντομη μα ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα πολιτική αναφορά στο σημείο όπου γίνονται οι συζητήσεις για το τηλεοπτικό σόου της Mandrell, που φανερώνει ότι κάποτε το να είσαι κομμάτι της συντηρητικής Αμερικής δεν σήμαινε ότι ήσουν και ρατσιστής.
Όλα αυτά είναι ασφαλώς αληθινά, μα παρουσιάζονται με έντονη κλίση προς το δακρύβρεχτο, ενώ αναπαριστώνται στερεοτυπικά, με πλάνα διεκπεραιωτικά. Η πρωταγωνίστρια Maureen McCormick κάνει φιλότιμη προσπάθεια, συχνά όμως δεν αποβαίνει αρκετή. Τελικά όλα τα λεφτά είναι οι σκηνές με την πραγματική Barbara Mandrell, καθώς ετοιμάζεται να ξανασυναντήσει το κοινό και τα λέει στα καμαρίνια με μια αστραφτερή Dolly Parton, η οποία σχεδόν κλέβει την παράσταση. Οι ενδιαφερόμενοι σημειώστε ότι η τηλεταινία δεν βρίσκεται εύκολα αν ζεις εκτός Αμερικής.
Coat Οf Many Colors (2015)
Christmas Of Many Colors: Circle Of Love (2016)
Οι δύο αυτές ταινίες περπατούν σε μια πολύ λεπτή ισορροπία μεταξύ ρεαλισμού, άκρατου συναισθηματισμού και χριστιανικού διδακτισμού. Και, παρότι τυπικά έχουν σκηνοθέτη (Stephen Herek) και σεναριογράφο (Pamela K. Long) που λογοδοτούν στο τηλεοπτικό δίκτυο NBC, πραγματικός τους «εγκέφαλος» είναι η ίδια η Dolly Parton, η οποία έχει πάρει προσωπικά κάθε απόφαση για το τι, πώς και ποιος, εξασφαλίζοντας και την παρουσία της στο sequel, στον ρόλο μιας ιερόδουλης.
Προξενεί βέβαια εντύπωση πώς μια τόσο ισχυρή γυναίκα, που έχει κάνει το όνομά της θεσμό στην country βιομηχανία αλλά έχει διακριθεί και ως ηθοποιός, δεν ενδιαφέρθηκε για μια ταινία γύρω από τη ζωή και τα κατορθώματά της, προτιμώντας να ασχοληθεί με δύο τηλεταινίες που διηγούνται τα παιδικά της χρόνια στις εξοχές του Τενεσί. Ωστόσο η Dolly Parton δεν είναι απόμαχος, μα μια περσόνα με συνεχή και ενεργό παρουσία, η οποία εξακολουθεί να απολαμβάνει μεγάλης δημοφιλίας, όπως δείχνουν και τα άλμπουμ της τα τελευταία χρόνια. Μια τέτοια λοιπόν παραγωγή είναι πιθανότερο να συμβεί εάν αποφασίσει να αποσυρθεί.
Αν δεις πάντως το Coat Of Many Colors, μάλλον θα θελήσεις να δεις και το sequel. Παρά τους συχνούς συναισθηματικούς εκβιασμούς των δακρύων σου, παρά την πανταχού παρούσα Αγία Γραφή, υπάρχει μια αβίαστη, κελαρυστή αμεσότητα βγαλμένη θαρρείς από σελίδες του Μαρκ Τουαίην, αλλά κι ένα αρκετά ικανό cast. Η μικρή Alyvia Alyn Lind είναι πραγματικά ιδανική περίπτωση για να απεικονίσει μια Dolly Parton που καθιστά ενοχλητικά σαφές ότι απαιτεί τον κόσμο να γυρίζει γύρω από τα θέλω της, ενώ η Jennifer Nettles κάνει εξαιρετική δουλειά απεικονίζοντας τη μητέρα της Avie Lee Parton. Αξίζει επίσης μνεία στη Stella Parton –αδερφή της Dolly και country τραγουδίστρια με δική της καριέρα– η οποία παίζει την κουτσομπόλα ιδιοκτήτρια του μπακάλικου της περιοχής, Corla Bass.
Κάπου βέβαια μένεις με την εντύπωση ότι η Dolly Parton σε ψιλοδουλεύει, ωστόσο πας με τα νερά της και εν τέλει το διασκεδάζεις. Συχνά, άλλωστε, αυτή η συνθήκη ισχύει και για την country δισκογραφία, ιδιαίτερα απ' όταν ξανοίχτηκε προς τα πελάγη της pop κι έπειτα.