Black Swan
O μεγάλος Φρανσουά Τρυφώ, κριτικός και σκηνοθέτης (σπάνιος συνδυασμός αυτός!) είχε πει κάποτε ότι σε όλη του τη ζωή έκανε την ίδια ταινία. Ας μη σταθούμε μόνο στο ξυπνιτζίδικο και προκλητικό χιούμορ της επιφάνειας, γιατί η άποψη αυτή έχει και ζουμί και μεδούλι. Προφανώς ο γάλλος σκηνοθέτης δεν θέτει τον εαυτό του στην κατηγορία των καλλιτεχνών εκείνων οι οποίοι έχοντας κατακτήσει το πολύτιμο ξεροκόμματο επιτυχίας, βάζουν στη συνέχεια τον αυτόματο πιλότο, αναπαύονται στις δάφνες τους, και αντιγράφουν τον εαυτό τους ες αεί (ή έως τους πάρει χαμπάρι το κοινό).
Συνεχίζοντας την (προφανώς) προσωπική μου ερμηνεία, πιστεύω ότι διαχωρίζει επίσης τη θέση του από τους ψυχαναγκαστικά "πειραματικούς" και "ανήσυχους" καλλιτέχνες (ας σημειώσω ότι τα "πειράματα" είναι για τους επιστήμονες, έχουν αποτέλεσμα, είναι απόλυτα σχεδιασμένα, και φυσικά δεν νοούνται ως "τυχαία" -αλλά αυτή η ανάλυση αξίζει το δικό της κείμενο). Για να τελειώνουμε... Ο Τρυφώ μιλά για τον δημιουργό εκείνο που φλέγεται να μοιραστεί την κεντρική ιστορία της ζωής του, το δικό του μύθο, τη δική του ματιά εν τέλει, σε πείσμα εμπορικών ή άλλων δήθεν καλλιτεχνικών επιταγών. Εκείνον που κυνηγάει το θέμα του με τελειομανία και εμμονή, σε ένα (μάταιο;) κυνήγι στο οποίο θα αναλωθεί και θα αναλώσει όσα εκφραστικά μέσα μπορεί. Αλλά στον πυρήνα του έργου του θα υπάρχει πάντοτε η ίδια ουσία.
Ο Darren Aronofsky είναι ένας τέτοιος σκηνοθέτης. Από το 1998 που πρωτοεμφανίστηκε, μπορούμε να αναγνωρίσουμε αρκετά εύκολα το συνεκτικό ιστό ο οποίος διέπει την κινηματογραφική του πορεία. Το μοτίβο είναι το ίδιο (το ...pattern, αν θέλετε), η ιστορία είναι η ίδια. Είτε μιλάει για εξισώσεις και αριθμούς, είτε για ναρκωτικά, είτε για τις παλαίστρες... Από τον Adam Cohen στο "π" έως τη Nina Sayers στον φετινό "Μαύρο Κύκνο", όλοι οι κεντρικοί ήρωες του έχουν να αντιμετωπίσουν έναν και κύριο ακαταμάχητο εχθρό. Τον εχθρό που βρίσκεται εντός των τειχών, τον homo homini lupus όπου υποκείμενο και αντικείμενο ταυτίζονται, τον "demon within", τον ίδιο τον εαυτό δηλαδή. Ένας διχασμός, σύμφυτος με την ανθρώπινη υπόσταση, ο οποίος και μπορεί εύκολα να οδηγήσει στην παράνοια και στην επικίνδυνη άκρη της ψυχο(παθο)λογικής αβύσσου.
Στον "Μαύρο Κύκνο" ο Aronofsky επιλέγει τον κόσμο του μπαλέτου για να μας αφηγηθεί την ιστορία του. Και το διακύβευμα ποιο είναι; Η κινητήρια μηχανή του μύθου; Ένας ρόλος. Η Nina (η Natalie Portman σε έναν ρόλο-επίτευγμα ο οποίος θα τη σημαδέψει στη μελλοντική μνήμη) είναι ιδανική για το ρόλο της εύθραυστης καλής πριγκίπισσας Odette, του Λευκού Κύκνου της "Λίμνης των Κύκνων", αλλά παρά τη σιδερένια και τελειομανή πειθαρχία της, αδυνατεί να μπει στο πετσί του ρόλου της σκοτεινά παθιασμένης Odile. Κάτι που μπορεί να κάνει πολύ εύκολα μια αντίζηλος της από την ίδια χορευτική ομάδα. Η σύγκρουση δεν αργεί να έρθει, σε μια ιστορία Ύβρεως-Κάθαρσης και απώλειας του περίφημου αρχαιοελληνικού μέτρου, όπου το θύμα, ο θύτης αλλά και ο "από μηχανής θεός" είναι το ίδιο και το αυτό πρόσωπο.
Μήπως νομίζατε ότι το μπαλέτο είναι μόνο χαριτωμένα κοριτσάκια, κορμάκια, φουστανάκια και χαμόγελα και λειτούργημα ευγενούς τέχνης και άμιλλας; Στον "Μαύρο Κύκνο", μας αποκαλύπτεται ένας κόσμος σκληρός και αδυσώπητος (ο απαιτητικός σκηνοθέτης αποδίδεται έξοχα από τον Vincent Cassel), όπου πέρα από τα πόδια που πληγιάζονται στις σκληρές πουέντ (φέρνοντας στο νου και το καταματωμένο κορμί του "Παλαιστή"), πισώπλατα μαχαιρώματα αιωρούνται ενώ ακόμη και οι έπαινοι κρύβουν υστεροβουλία και υπολογισμό. Ένας κόσμος-μικρόκοσμος, όπου η μικρή κλίμακα μεγεθύνει καταστάσεις, ασήμαντες αναταραχές σε μια μικρή λιμνούλα μοιάζουν με κύματα τσουνάμι, πόσο μάλλον όταν έχουμε να κάνουμε με καλλιτεχνικές φύσεις οι οποίες εξ ορισμού(;) τρέφουν και τρέφονται από ένα διογκωμένο Εγώ, όπου τα ερεθίσματα βιώνονται με μεγαλύτερη ένταση και ευαισθησία και όπου η τέχνη φτάνει να γίνει "μεγαλύτερη από τη ζωή", όπως λέει ευφυώς η αγγλική έκφραση (μοιάζει μάλιστα αστείο αλλά συνέβη: στον Καναδά, το συνδικαλιστικό όργανο των χορευτών προσβλήθηκε συντεχνιακά και διαμαρτυρήθηκε για την εικόνα που δίνει η ταινία για το χώρο).
Ο Aronofskey παίζει με τους κανόνες τους θρίλερ, χρησιμοποιεί τους καθρέφτες (παμπάλαιο εργαλείο στα χέρια των μαστόρων του τρόμου), χτίζει κλιμακωτά το σασπένς και διαχειρίζεται τη μεταφυσική με έναν τρόπο ο οποίος υπηρετεί το σκοπό χωρίς να θέλει να περιπαίξει ή να μπερδέψει το θεατή. Και παραδίδει μια ταινία η οποία επιδέχεται πολλαπλές αναγνώσεις και επίπεδα ερμηνείας (το "καταραμένο" Χόλιγουντ, σε αντίθεση με τον "ανεξάρτητο" κινηματογράφο, έχει φέρει αυτή την τεχνική σε υψηλά επίπεδα τελειότητας), δίνοντας ταυτόχρονα και πατήματα για διασταυρούμενες αναφορές στη λογοτεχνία (από τον Ντοστογιέφσκι μέχρι τον Κάφκα).
Επιπλέον χρησιμοποιεί με έναν ευφυέστατο τρόπο τη μουσική, η οποία αποτελεί οργανικό και αναπόσπαστο μέρος της ταινίας. Ο Clint Mansell, μόνιμος πλέον συνοδοιπόρος του, καταθέτει ένα εντυπωσιακό έργο, μια μεταγραφή-προσαρμογή της πρωτότυπης "Λίμνης των Κύκνων", η οποία είναι κατά στιγμές μεγαλειώδης και ανατριχιαστική, δίνοντας μια πνοή νέας ζωής στο πολυπαιγμένο έργο του Tchaikovsky (στην ταινία κάποιες ηλεκτρονικές πινελιές βάζουν και οι Chemical Brothers, οι οποίες όμως δεν πέρασαν στο soundtrack που κυκλοφόρησε -καλώς κατά την άποψη μου).
Ξανασκεπτόμενος όσα έγραψα παραπάνω για την εμμονή και την τελειομανία, θυμάμαι τον Φλωμπέρ (για να παραμείνουμε στις ...γαλλικές παραπομπές) ο οποίος έλεγε χαμογελώντας πονηρά κάτω από το μουστάκι του: "η Μαντάμ Μπωβαρύ είμαι εγώ". Υποθέτω ότι ο Aronofsky (και) με αυτή του την ταινία θέλει ίσως να μας πει: "η Nina είμαι εγώ"...