Breakfast on Pluto [ΗΒ, 2005, 135'] του Neil Jordan
Always look on the bright side of life. Αυτό είναι το σύνθημα του Patrick 'γατούλη' Braden που ήθελε από μικρός να γίνει Patricia. Κι όντως πιστεύει στη φωτεινή πλευρά των ανθρώπων, ακόμη κι όταν του την πέφτουνε οι μπάτσοι, ο ΙΡΑ, διάφοροι σαδιστές ή σοδομιστές. Αυτός μετράει τις πληγές του και συνεχίζει. Αυτός ο αμφιταλαντευόμενος σεξουαλικά τύπος που ονειρεύεται πρωινό όχι στου Τίφανις αλλά στον Πλούτωνα, αυτός ο ανάλαφρος ταξιδιώτης χωρίς κανένα περιττό κιλό, αυτός είναι ο Τζακ Κέρουακ μιας άλλης νήσου, μιας άλλης ηπείρου και της νουβέλας του Pat McCabe, που θέλησε να κάνει ταινία ο Νηλ Τζόρνταν.
Δύσκολο το βιβλίο, μεγάλο το στοίχημα, μεγαλόπνοο το σχέδιο. Ο πρωταγωνιστής Cillian Murphy πέτυχε απόλυτα και γέμισε με χάρη, φρεσκάδα κι αισιοδοξία το πανί της σκοτεινής αίθουσας. Αλλά και οι περιφερειακοί ρόλοι είναι εξίσου πειστικοί και σπουδαίοι. Ο Liam Neeson [αμαρτωλός παπάς και πατέρας], η Ruth McCabe [μητριά], ο αγαπημένος του Τζόρνταν Stephen Rea [γυρολόγος ταχυδακτυλουργός], ο Brendan Gleeson [διασκεδαστής και θυμόσοφος], ο Ian Hart [αιδεσιμότατος], ο Gavin Friday [τραγουδιστής στους Billy Hatchet and the Mohawks], ως κι ο Bryan "Roxy Music" Ferry [επίδοξος βασανιστής].
Ο Πάτρικ άγεται και φέρεται κι αφήνεται να παρασυρθεί στις δίνες και τους ανεμοστρόβιλους των επαναστάσεων της εποχής [αρχές του '70]: ιρλανδική αντίσταση και τυφλό πάθος γι' ανεξαρτησία, μουσική έκρηξη του γκλαμ ροκ, έξαρση του χρώματος της μόδας και του μακιγιάζ, διασκέδαση ουάν μαν σόου, ερωτικός τρανσενσουαλισμός και υπογείωση του αγοραίου έρωτα, της οφθαλμολαγνείας και του σεξισμού. Μαζί του άγεται και το στιλ της ταινίας. Ενώ διατηρεί τη μουσική σε πολύ υψηλή θέση, περνάει από το μιούζικαλ στην ταινία δρόμου, στην ηθογραφία, στην περιπέτεια, στο αστικό δράμα, στη σάτιρα, στην γκροτέσκα κομεντί, στην καλτ ατμόσφαιρα του προπολεμικού καμπαρέ, για να καταλήξει να "αναπαυθεί" ως προσωπική ονειρική διαδρομή μιας βασανισμένης ψυχής.
Κι όλες αυτές τις λεπτές ισορροπίες τις κουβαλάει με απίστευτη δύναμη, θάρρος και φυσικότητα ο Cillian Murphy, τόσο που ξεχνάμε ότι υποδύεται κι ότι δεν είναι ο εαυτός του. Αυτή όμως η χαλαρότητα και η σβελτάδα του σε συνδυασμό με τη διαρκή και συνεχιζόμενη ανασφάλεια της φόρμας, συσσωρεύουν ένα απόθεμα αγωνίας που δεν εκτονώνεται ποτέ κι, ακόμη χειρότερα, δεν οδηγεί πουθενά. Κι όταν βλέπουμε αυτό το οικοδόμημα που είναι ετοιμόρροπο σε κάθε φύσημα κι όμως κρατιέται σαν από θαύμα, νοιώθουμε άσχημα να βγαίνουμε απ' την προβολή χωρίς να έχουμε φτάσει κάπου.
Κι όσο για το "ωραίο ταξίδι" αυτό περιορίζεται κυρίως στις μουσικές που μας θύμισε ή μας γνώρισε [πάνω από 40 κομμάτια για όλα τα μουσικά γούστα ακούγονται έτσι ή αλλιώς στην ταινία]. Η σύγκριση με τα αγαπημένα μας Angel [1982], The Company of Wolves [Η παρέα των λύκων, 1984], Mona Lisa [Το χαμόγελο της Τζοκόντα, 1986] και The Crying Game [Το παιχνίδι των λυγμών, 1992] είναι άνιση και μοιραία το ρίχνει στην κατηγορία των συμπαθητικών We're No Angels [Δεν είμαστε άγγελοι, 1989], Michael Collins [1996] και The Good Thief [Ο καλός κλέφτης, 2002].