Cache [Κρυμμένος, Γαλλία / Αυστρία / Γερμανία / Ιταλία, 2005, 112'] του Michael Haneke
Ο κινηματογράφος είχε πάντοτε συναίσθηση του κοινωνικού και αφυπνιστικού του ρόλου. Ακόμη και σε εποχές ελαφρές έκρουε συχνά τον κώδωνα του κινδύνου όταν όποτε και όποιος διαισθανόταν πως έπρεπε. Οι πολιτικές ασθένειες και οι κοινωνικές νόσοι υπήρξαν αντικείμενο επισήμανσης μεγάλων δημιουργών, όπως του Μακαβέγιεφ, του Αντονιόνι, του Φασμπίντερ, του Κιούμπρικ αλλά και του Γκοντάρ και του Ταρκόφσκι. Στις μέρες μας, παρά το γεγονός ότι το φορτίο αυτό έχει μετατοπιστεί στο ντοκιμαντέρ, κάποιοι επίμονοι ακολουθούν με συνέπεια αυτόν το δύσκολο και επώδυνο δρόμο. Και δε μπορώ να σκεφτώ άλλον καταλληλότερο συνεχιστή από τον Μίκαελ Χάνεκε.
Ο κρυμμένος, δυσανάγνωστος κι αδιάγνωστος κώδικάς του περιλαμβάνει αναφορές στον Μπρεσόν με κλινική αμεσότητα κι αρρωστημένη τηλοψία, στην Κοινωνία του Θεάματος του Γκυ Ντεμπόρ, στις μικρές εμμονές του Χίτσκοκ, στον αγαπημένο του Σούμπερτ [Schober λέγεται ένα παράπλευρο πρόσωπο] και στο τρόπο που περνάει μουσικά από το ουρλιαχτό στον ψίθυρο, στον Γκοντάρ και στο τρελό Pierrot [καταλύτης είναι ένας μικρός πιερότος] και στην αφηγηματική τεχνική της βίαιης "καταπάτησης ή υπέρβασης των ορίων" του Alexander Horwath.
Στην αρχή όλοι σκεφτήκαμε πως αυτά που μας δείχνει είναι μακρινά και δεν πρόκειται να μας αγγίξουν. Όσο όμως προχωρά η δυτικοποίηση και η αστικοποίησή μας, όσο έρχονται οικονομικοί και άλλοι μετανάστες, όσο μεγαλώνουν και μικραίνουν ταυτόχρονα οι αποστάσεις, τόσο αρχίζουμε να φοβόμαστε τον κάθε κακομοίρη, το διπλανό, τη σκιά μας. Κι όσο μας πλησιάζει αδιόρατα ή ορατά η παρακμή, η απαξίωση, η έκπτωση, ο ευτελισμός, η αποχαύνωση και η μαλθακότητα, τόσο πιο ζοφερά κι εφιαλτικά φαίνονται κι ακούγονται όσα με ακραίο και τρομαχτικό τρόπο μας υπενθυμίζει.
Ο σύζυγος Γιώργος [Daniel Auteuil] είναι άνθρωπος του λόγου και της τηλεόρασης - αυτής που μας σερβίρει χαύνωση, σκουπίδια, κατινιές, σόου αυτοεξευτελισμού και αυτοταπείνωσης. Δεν είναι Στέλιος Λουκάς ή τουλάχιστον δε δείχνει για τέτοιος. Είναι αυτός που αρέσκεται να εκτίθεται και να παρακολουθείται από εκατομμύρια τηλεθεατές, ανεβάζοντας τον πήχη και τη λίμπιντό μας. Είναι αυτός που εισβάλλει συχνά στα σπίτια μας, και ο οποίος ενοχλείται όταν κάποιος άλλος παρακολουθεί και "εισβάλλει" στο δικό του. Αυτός που καταδιώκεται από μια παιδική αμαρτία, έγκλημα, μια ρατσιστική πράξη που ήταν θαμμένη ώσπου κάποια σκίτσα άρχισαν να του αναμοχλεύουν οχληρά τη μνήμη.
Η σύζυγος Άννα [Juliette Binoche] είναι εκδότρια, άνθρωπος των γραμμάτων παρά τω συζύγω, αλλά δυναμική και πολύ δραστήρια στη δουλειά της. Αυτή φαίνεται να τρομοκρατείται πιο πολύ από τις βιντεοκασέτες που καταγράφουν τη βαρετή καθημερινότητά τους. Υπάρχει μήπως κι άλλη σκιά στη ζωή της; Γιατί ο μαθητής γιος τους Πιερό [Lester Makedonsky] την υποπτεύεται; Η συζυγική πίστη κινδυνεύει; Μήπως όλ' αυτά είναι στο κεφάλι του; Κι αυτός ο μικρός διάβολος δεν είναι αρκετά κακομαθημένος, βουτυρομπεμπές, μοσχαναθρεμμένος, χωρίς συναίσθηση, χωρίς αισθήματα, μ' έναν σαδισμό στο βλέμμα ή μια εγκληματική αθωότητα περί της κακώς θεωρούμενης ατομικής του ελευθερίας; [Συγνώμη για την εμπάθεια αλλά έχω προηγούμενα μαζί του από το Benny's video (1992)].
Το οικογενειακό τρίο φαίνεται να διαλύεται, να αποσυντίθεται, να καταρρέει. Μαζί και η ατομική υπόσταση των εκπροσώπων της εύπορης αστικής τάξης. Και οι παραδοσιακές τους αξίες επίσης. Κι ενώ στην πρώτη τριλογία του [Η έβδομη ήπειρος (1989), Το βίντεο του Μπένι (1992), 71 αποσπάσματα μιας χρονολογίας της σύμπτωσης (1994)] είχαμε να κάνουμε με μια αναίτια κι ανεξήγητη "συναισθηματική παγωμάρα", εδώ έχουμε την τριλογία της χρεοκοπίας των θεσμών του κοινωνικού ιστού υπό το βάρος μιας δήθεν καλύτερης, αλλά στην πραγματικότητα τραγικά εγκλωβισμένης ζωής [Funny Games (1997), Η ώρα του λύκου (2003) και Κρυμμένος (2005)].
Φυσικά όποιος έχει τα γένια ψάχνει για τα χτένια. Όλοι μας αισθανόμαστε συνένοχοι και δε μας εκπλήσσουν αυτά που μας συμβαίνουν. Όλοι μας, λίγο ή πολύ, τελούμε υπό παρακολούθηση, στα κινητά μας, τα σταθερά μας, τα διαδικτυακά μας, τα οικονομικά μας, τα οικογενειακά μας, τα ιδιωτικά μας και τα [δήθεν πια] απόρρητά μας. Κι ίσως έχουμε νοιώσει, έντονα ή αδιόρατα, το άγρυπνο βλέμμα ή τη σκιά κάποιου Ζέπελιν ή κάποιου δορυφόρου Echelon να πέφτει επάνω μας από ψηλά. Όχι προστατευτικά αλλά καχύποπτα και υστερόβουλα. Εκβιαστικά και εκφοβιστικά. Και δε μας παρηγορεί διόλου το γεγονός ότι αυτό το φακέλωμα συμβαίνει σε παγκόσμια κλίμακα. Ίσα ίσα μας βγάζει απ' τις αίθουσες με το φόβο στα μάτια.