Coen brothers : οι αδερφοί Γκριμ του σινεμά
Σε κάποια μακρινή χώρα ζούσαν, μια φορά κι έναν καιρό, δυο φτωχά αδερφάκια, εβραιόπουλα, που αποφάσισαν να μπουν στο μάτι του κόσμου όλου. Γιατί ενώ τα άλλα παιδάκια θέλανε να μοιάσουνε ή να ξεπεράσουνε τους μπαμπάδες τους, αυτοί έβαλαν στόχο να κατακτήσουν τον ντουνιά μέσα από τις εικόνες τους και την παιχνιδιάρα φαντασία τους. Από το κολέγιο ακόμα, άρχισαν να βλέπουν ταινίες, κωμωδίες, μιούζικαλ, γκανγκστερικές, δράματα, θρίλερ, τρόμου και περιπέτειες. Τους άρεσαν οι ταπεινοί ήρωες, οι αντι-ήρωες, οι τρίτοι ρόλοι και κάτω, όλ' αυτά που δεν φαίνονται με την πρώτη ματιά.
Βλέπετε, δεν τους αρκούσε να δουν μια καλή ταινία, μία μόνο φορά. Έπρεπε να την ξαναδούν και να την ξαναδούν, να την μελετήσουν καλύτερα, να την σπουδάσουν, να την αναλύσουν και να ρουφήξουν όλα τα καλά τους στοιχεία, αυτά τα μικρά απλά ή συγκαλυμμένα πραματάκια που κάνουν ένα φιλμ γοητευτικό και σαγηνευτικό, σκοτεινό και οικείο, μακρινό και ταξιδιάρικο σαν πουλί. Περνούσαν μέσα από την αύρα τους, λούζονταν το φως στο πανί της σκοτεινής αίθουσας και ζούσαν μέσα στα όνειρα των εικόνων.
Μετά άρχισαν, σαν ένα αστείο, σαν παιχνίδι αρχικά, να σκαρώνουν δικές τους ιστοριούλες και να τις λένε μεταξύ τους, εμπλουτίζοντάς τες από αφήγηση σε αφήγηση. Παράλληλα άρχισαν ν' ανακατεύονται με τον κινηματογραφικό "υπόκοσμο" και να κάνουν ψιλοθελήματα, ψιλοδουλίτσες και ψιλοσούρια. Κάτι μικρορολάκια, κάτι μονταζάκια σε ταινίες τρόμου χαμηλού προϋπολογισμού, κάτι σεναριακές πρώτες βοήθειες, λίγο από δω και λίγο από κει. Η τρέλα του σινεμά έγινε πλέον αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής τους κι άρχισαν να καταγράφουν στο χαρτί τις τρελές τους ιδέες. Α! ξέχασα να σας πω ότι είχαν πια μεγαλώσει και ήρθε η ώρα να σπουδάσουν.
Ο ένας λοιπόν, που λέτε, σπούδασε φιλοσοφία στο Πρίνστον και ο άλλος, κινηματογράφο και τηλεόραση στο πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Οι ιδέες τους άρχισαν να παίρνουν σιγά-σιγά πιο στέρεα μορφή και να γίνονται σενάρια. Παράλληλα συγχρωτίζονταν με άλλους συμφοιτητές τους που είχαν το ίδιο ψώνιο μ' αυτούς και κάποιες ανάλογες ή παράλογες σπουδές. Έναν μουσικό της πλάκας, ονόματι Carter Burwell, που σπούδαζε αρχιτεκτονική στο Χάρβαρντ και έναν φιλμοφάγο πολιτικό επιστήμονα, κάποιον Barry Sonnenfeld, συμμαθητή του ενός αδερφού, που τα ψιλοκατάφερνε με την φωτογραφία.
Έτσι κάπως, μισοαστεία και ολοκληρο-αστεία, έστησαν μια μαύρη κωμωδία θανάτου, ένα παρακμιακό νουάρ, σ' ένα μπαράκι της συμφοράς που τό 'πανε (ειρωνικά και σοβαρά) "Μόνον αίμα" (Blood Simple, 1984). Φόρος τιμής είπανε στα μαυρόασπρα καλτ νουάρ του '50. Και πάτησαν πάνω σε τρία πολύ απλά πτώματα, εεε... συγνώμη πράγματα ήθελα να πω. Ένα πρώτο είναι ότι, όσο κι αν το καθαρίζεις, το πάτωμα παραμένει λεκιασμένο με αίμα. Δεύτερον ότι, κάποιον έχω σκοτώσει αλλά δεν κατάλαβα πώς έγινε ρε γαμώτο. Και τρίτον - που να πάρει - κάποια λεπτομέρεια μου ξέφυγε και θα με πιάσουν αν δεν την εξαφανίσω στα σβέλτα.
Βρήκανε και μια νεαρά και άσημη ηθοποιό πού 'χε σπουδάσει στο Γιέηλ (Frances McDormand) και δυο τριτοκλασσάτους καρατερίστες (Dan Hedaya, M. Emmet Walsh), που δε θα θέλανε και πολλά φράγκα. Και να που η Frances είχε πολύ όρεξη για δουλειά και τά 'δωσε όλα. Να που ο M. Emmet πείθει ως διπλοπρόσωπος ντετέκτιβ και κάνει την ερμηνεία της ζωής του. Κάτι λίγο η σκοτεινή και "βρώμικη" φωτογραφία κι από κοντά να σιγοντάρει η σπασο-νευρική επένδυση του Burwell, το διαμαντάκι ξεπετάχτηκε μισοκατεργασμένο και αστραφτερό. Μόνο λιγάκι λεκιασμένο με κάτι κόκκινο.
Μετά απ' αυτό ξεθάρρεψαν ελαφρώς κι άρχισαν να δουλεύουν μια παλιότερη ιδέα τους. Μια κωμωδία δρόμου λέει, που ν' ανατρέπει τα πάντα στο πέρασμά της και να κινείται σαν σίφουνας. Ένα άκληρο νεαρό ζευγάρι (Holly Hunter, Nicolas Cage) θέλησε να απαγάγει έναν πεντάδυμο μπέμπη, διότι ο έχων δύο χιτώνας κ.τ.λ., κ.τ.λ. Νάσου όμως στο δρόμο τους δυο μηχανόβιοι μοβόροι και κατάδικοι (John Goodman και William Forsythe) που θέλουν κι αυτοί τον μπόμπιρα. Και στήνεται ένα τρελό κυνηγητό, όπου χάνει ο κλέφτης το παιδί κι η μάνα το γυρεύει. Η φωτογραφία του Sonnenfeld εκτροχιάζεται, τα κοντινά ευρυγώνια πλάνα διαδέχονται εκρηκτικά πανοραμικά και τράβελινγκς και η μουσική του Burwell κάνει τρελίτσες. McDormand και M. Emmet είναι παρόντες κι εδώ. Γυρισμένο στους ατέλειωτους διαπολιτειακούς αυτοκινητόδρομους με τίτλο "Αριζόνα τζούνιορ" (Raising Arizona, 1987).
Το επόμενο σχέδιο το μελέτησαν πολύ καλά. Οι κριτικοί τους είχαν στήσει καρτέρι και τα πιστόλια ήδη τους σημάδευαν. Τρία χρόνια τους πήρε, αλλά διάλεξαν την επιθετική τακτική, τύπου kickin' against the pricks. "Το πέρασμα του Μίλερ" (Miller's Crossing, 1990) δεν είναι απλά μια γκανγκστερική περιπέτεια, στα χνάρια του "Σημαδεμένου" (Scarface του Howard Hawks, 1932) και του "Μικρού Καίσαρα" (Little Caesar του Mervyn LeRoy, 1930). Αποτελεί επιτομή και απόλυτα πετυχημένη αναβίωση του είδους, μια πολύπτυχη δημιουργία προσεγμένη και στην παραμικρή λεπτομέρεια, ένα τέλειο οπτικό "έγκλημα".
Τι να πρωτοαναφέρει κανείς. Τον ξαναγεννημένο μαφιόζο Albert Finney, τον σκανδαλιάρη μοναχικό Gabriel Byrne, με τον περίεργο κώδικα τιμής και το ψυχρό βλέμμα. Τα παρακάλια και τον ατέλειωτο μονόλογο του John Turturro στο περίφημο "Πέρασμα" στην αιωνιότητα, που τοποθετούνται αυτόματα στο ανθολόγιο του σινεμά. Το χαρακτηριστικό ρολάκι του Steve Buscemi, τον απίθανο Jon Polito και το μόλις και ακαταχώρητο στους τίτλους περασματάκι της Frances McDormand. Την επιβλητική και γεμάτη παλμό, φωτογραφία του Sonnenfeld, την υποβλητική μουσική μπάντα του Burwell. Το δωμάτιο απ' το οποίο κινεί τα νήματα του υποκόσμου ο Finney. Τις μηχανορραφίες και τις απανωτές διπλές και τριπλές προδοσίες. Τα κοστούμια του επίσης μόνιμου συνεργάτη τους Richard Hornung. Και την πλήρη αποδοχή των αδελφών δημιουργών από κριτικούς και κοινό.
Με την σιγουριά του κερδισμένου, βάζουν ένα ακόμα πιο δύσκολο στοίχημα, φυσικά μεταξύ τους. Ο Barton Fink (1991) ήταν ένα αντιγύρισμα, μια ανάποδη στροφή, μια σφαλιάρα στο κατεστημένο των παραγωγών του Χόλιγουντ που είναι έτοιμοι να τους κατασπαράξουν (βλέπε "σου δίνω όσο χρήματα θέλεις, να κάνεις ότι θέλεις"). Ο εκκεντρικός συγγραφέας (John Turturro) που φτάνει στο Χόλιγουντ για να γράψει κάποιο σενάριο, αντιμετωπίζει μια πρωτόφαντη έλλειψη έμπνευσης και συναγελάζεται με έναν άκρως ύποπτο πωλητή (John Goodman). Ο προπηλακισμός του στο παρακμιακό ξενοδοχείο από το δίδυμο της αγαρμποσύνης (Michael Lerner, Jon Polito) και οι σκέψεις του στις παρυφές της παράνοιας, τον εκτρέπουν ανεπιστρεπτί σε δρόμους σουρεαλιστικούς.
Πλειάδα περιφερειακών χαρακτηριστικών τύπων της κινηματογραφικής βιομηχανίας και εξίσου σπουδαίες ερμηνείες από τους Judy Davis, John Mahoney και Steve Buscemi. O Sonnenfeld που ασχολείται πλέον με την "Οικογένεια Άνταμς", αντικαθίσταται επάξια από τον Roger Deakins και συνεχίζει ακάθεκτος μέχρι το "O brother". Οι καπνισμένες κάνες της κριτικής σιγούν ή θριαμβολογούν στον αέρα και οι Κάννες τους φιλοδωρούν με τρία μεγάλα βραβεία, χρυσό φοίνικα καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας και ανδρικής ερμηνείας. Ενώ ο θείος όσκαρ, πικαρισμένος και χολωμένος, τους δίνει κάποιες υποψηφιότητες, δεύτερου ανδρικού για τον Michael Lerner, κοστουμιών για τον Richard Hornung και καλλιτεχνικής διεύθυνσης.
"Ο κύριος Χούλα-Χουπ" (The Hudsucker Proxy, 1994) είναι μια ευχάριστη ανάπαυλα, μια εύθυμη νότα, μια μπουρλέσκα μελέτη στο σλάπστικ και στην κωμωδία σκρούμπωλ (βραδύκαυστη, παραφουσκωμένη και εντέλει απότομη σαν χιονοστιβάδα). Κι εδώ έχουμε να κάνουμε μ' έναν κόσμο γεμάτο παλαβούς και περίεργους τύπους, απίθανους κι ωραίους. Ο ψηλός και άτσαλος επαρχιώτης ήρως (Tim Robbins) έρχεται στην μεγάλη πόλη για να πιάσει την καλή. Ξεκινάει βέβαια από πολύ χαμηλά και φτάνει να χτυπήσει την πόρτα του διευθύνοντα συμβούλου (Paul Newman) που τον μετατρέπει σε ένα τέλειο υποχείριο. Όμως, φευ, στον μάταιο και χαοτικό τούτο κόσμο τίποτα δεν είναι τέλειο. Ο ανυποψίαστος υπαλληλάκος που "προορίζεται" να χαντακώσει την εταιρεία, μεταμορφώνεται σε σωτήρα της και αναγορεύεται πατέρας του χούλα-χουπ. Η Jennifer Jason Leigh πατάει γερά στο "His Girl Friday" (του Howard Hawks, 1940) και πετάει τις ατάκες με ρυθμό μυδραλιοβόλου. Πλούσιο κι εδώ το καστ: Charles Durning, Peter Gallagher, Bruce Campbell, Steve Buscemi, Jon Polito και John Mahoney, όλοι ένας κι ένας.
Μετά είπανε: δεν κάνουμε και μια αστυνομική περιπέτεια; Ναι αλλά κάτι πρωτότυπο πρέπει να έχει. Ε λοιπόν, τοποθέτησαν την υπόθεση στον χιονισμένο και χειμέρια ναρκωμένο νότο κι έβαλαν μια έγκυο αστυνομικίνα να διαλευκάνει τα εγκλήματα. Και εγένετο Fargo (1996). Η πρωταγωνίστρια Frances McDormand είναι πραγματικά έγκυος και δηλώνει ότι "πρώτη φορά στην καριέρα της χρειάστηκε να κοιμηθεί με τον σκηνοθέτη για να πάρει τον ρόλο". Αυτός βέβαια τυγχάνει να είναι και ο πραγματικός της σύζυγος, αλλά τέτοιες λεπτομέρειες αφορούν μόνο τους κουτσομπόληδες. Τέτοιους αργούς και κοιμίσικους ρυθμούς θα τους ζήλευε κι ο Hitchcock. Τέτοιες πληθωρικές και διασκεδαστικές ερμηνείες (Buscemi ζεις εσύ μας οδηγείς) βλέπουμε σε κάθε τους ταινία, αλλά δεν τις χορταίνουμε. Τη θέση του αποβιώσαντος Hornung παίρνει η νεαρά Mary Zophres που δεν απογοητεύει.
"Ο μεγάλος Λεμπόφσκι" (The Big Lebowski, 1998) φέρνει τον Jeff Bridges στο προσκήνιο. Τον είχαν βάλει στο μάτι από την εποχή του "Βασιλιά της μοναξιάς" (The Fisher King του Terry Gilliam, 1991) ή μήπως κι από πιο παλιά απ' τον "Ερχομό του παγοπώλη" (The Iceman Cometh του John Frankenheimer, 1973); Ο δανδής σλάκερ του Λος Άντζελες περνιέται για εκατομμυριούχος και του ζητάνε και λύτρα για την γυναίκα που δεν έχει. Να όμως που ο πανίσχυρος και συνονόματος λεφτάς χρειάζεται τον φτωχούλη δανδή για να γλυτώσει τη σύζυγό του. Αν και τυπικό δείγμα της κωμικής φλέβας (φλέγματος) των ανελέητων αδερφών, η ταινία παρεξηγήθηκε και μάλλον υποεκτιμήθηκε. Παρέλαση κι εδώ γνωστών και φίλων: John Goodman, Steve Buscemi, John Turturro (λείπει ο Μάρτης;) David Thewlis και Julianne Moore για κερασάκι.
Και νάμαστε σήμερα έτοιμοι για μια νέα (παρ)οδύσσεια του νότου. "Ω αδερφέ, που είσαι;" (O Brother, Where Art Thou?, 2000). Όπου ο νεόκοπος Οδυσσέας George Clooney, ο γκριμάτσας John Turturro και ο αδαής Tim Blake Nelson έχουν πίστη στο σχέδιο του πρώτου, αλλά δεν ξέρουν που παν τα τέσσερα (ο τέταρτος ήταν μαύρος). Το σκάνε από τα καταναγκαστικά έργα και πάνε να βρούνε τα πολλά λεφτά. Στο δρόμο συναντάνε τον γέρο-νέγρο-Κάλχα, πέφτουν στις μπαγαπόντισσες σειρήνες, στον μονόφθαλμο κύκλωπα ληστή (John Goodman), στις διεφθαρμένες εκλογές της πολιτείας και στην ακατονόμαστη Κου-Κλουξ-Κλαν.
Η Πηνελόπη (η Holly Hunter πάει χαμένη εδώ) έχει νέο μνηστήρα, αλλά κάπου ανακατώνονται και οι μνηστήρες της εξουσίας. Τους κυνηγάει κι ένας αστυνόμος (Ποσειδώνας;) για να τους πάρει όλους το ορμητικό νερό και να τους εξαγνίσει από τα αμαρτήματά τους. O Carter Burwell μένει στο παρασκήνιο και παραδίδει τη σκυτάλη στον T-Bone Burnett και τον "τροβαδούρο" Chris Thomas King. Το αποτέλεσμα κινείται από τα blues του Μισισιπή ως την country western, συμβάλλοντας στον διασυρμό των πάντων. Η υπερβολή δεν είναι κάτι σπάνιο στην ταινία και κάπου φαίνεται να μην δένει καλά αυτή η νέα τους συνταγή. Δεν είναι δυνατόν να πετάνε ένα "Άνδρα μοι έννεπε, Μούσα, πολύτροπον ός μάλα πολλά πλάγχθη" και να νομιμοποιούν τις ανιστόρητες και ατάκτως εριμμένες αναφορές στην Οδύσσεια του παππούλη Όμηρου.
Κάθε τους ταινία είναι ένα στοίχημα του ιδεολόγου ήρωα με τον διάβολο, φορέα του συμβιβασμού και της διαφθοράς. Και κατά κάποιον "από μηχανής" τρόπο οι αγαπημένοι μας ήρωες βγαίνουν σχεδόν ατσαλάκωτοι και τινάζουν τη σκόνη απ' το πέτο τους (ή γίνονται μούσκεμα). Μεταστρέφουν οποιαδήποτε σύμβαση στο πι και φι και την μετασχηματίζουν σε αναβίωση εμπλουτίζοντάς την με ιδέες και πειράγματα. Εδώ όμως κάτι δεν μ' άρεσε. Δεν είχε πλάκα, δεν "γελάσαμε βρε παιδιά". Η δίψα τους να "εκδικηθούν" τον ρατσιστικό νότο μου θύμισε ότι είναι εβραίοι κι άθελα μ' έκανε συνένοχό τους στον ρατσισμό. Αν οι προθέσεις τους ήταν αγαθές (σάτιρα) γιατί να προβοκάρουν με τόσο εξόφθαλμο τρόπο; Δέστε και πέστε αν έχω δίκιο ή όχι.
Ταινιοθήκη
Μόνον αίμα (Blood Simple, 1984)
Crimewave (του Sam Raimi, 1985)
Αριζόνα τζούνιορ (Raising Arizona, 1987)
Το πέρασμα του Μίλλερ (Miller's Crossing, 1990)
Barton Fink (1991)
Ο κύριος Χούλα-Χουπ (The Hudsucker Proxy, 1994)
Fargo (1996)
Ο μεγάλος Λεμπόφσκι (The Big Lebowski, 1998)
The Naked Man (του J. Todd Anderson, 1998)
Ω αδερφέ, που είσαι; (O Brother, Where Art Thou?, 2000)
The Barber Project (προσωρινός τίτλος, 2001)
To the White Sea (2002)
Intolerable Cruelty (του Jonathan Demme, 2002)
Πηγές και νάμματα
http://us.imdb.com/Name?Coen,+Ethan
http://us.imdb.com/Name?Coen,+Joel
http://www.d.umn.edu/~bjohns33/ (homepage)
http://x-stream.fortunecity.com/fleetst/71/
http://x-stream.fortunecity.com/fleetst/71/thecoens.htm
http://www.himalayamovie.co.uk/obrother/index.html
http://studio.go.com/movies/obrother/
http://members.nbci.com/coens/ (homepage)
http://www.film.com/film-review/2000/10014264/27/default-review.html
http://www.cinema1.com/movies98/biglebowski/us2.html
http://members.aol.com/WPRob/lebowskibook.html
Υ.Γ., επεί Τροίης / ιερόν πτολίεθρον έπερσεν (άνω .) πολλών δ' ανθρώπων / ίδεν άστεα και νόον έγνω (άνω .)