Daft Punk Unchained
Μιας που ξάφνου η αναφορά στους Daft Punk από ενεστώτα πλέον γίνεται σε χρόνο αόριστο και παρατατικό, ένα ντοκιμαντέρ το οποίο συνοψίζει την πορεία τους αποκτά επικαιρική αξία. Της Χριστίνας Κουτρουλού
Ήταν περίπου ένας χρόνος πριν που το όνομα των Daft Punk άρχισε να ξαναπαίζει στα μουσικά sites, λίγο αφού ο Dario Argento ισχυρίστηκε σε μια συνέντευξη ότι του πρότειναν να εμπλακούν στη νέα του ταινία. Λίγο αργότερα, ωστόσο, οι παραγωγοί της διέψευσαν τον γνωστό σκηνοθέτη και το θέμα έμεινε στον αέρα.
Περίπου έναν χρόνο μετά, το δίδυμο που κούνησε συθέμελα τόσο την έννοια, όσο και τη δημιουργική τακτική της ηλεκτρονικής μουσικής (και των παρακλαδιών της), μας ενημέρωσε ότι δεν επιθυμεί να ξανασυνθέσει. Και δεν είναι υπερβολή να πούμε –τουλάχιστον αυτοί που γεννηθήκαμε από τα 1990s κι έπειτα– ότι εκείνη τη στιγμή ζήσαμε το σοκ της διάλυσης ενός συγκροτήματος που προλάβαμε να θεωρήσουμε ως σπουδαίο ενόσω βρισκόταν στο ζενίθ του. Σε παράλληλη βέβαια διαδρομή με όσους μεγαλύτερους ζουν το οριστικό ίσως ξεθώριασμα των μεγεθών της παλιάς μουσικής βιομηχανίας.
Το ντοκιμαντέρ του Hervé Martin-Delpierre Daft Punk Unchained, πάντως, μοιάζει με πηγή γνώσης για το γαλλικό ντουέτο, περιέχοντας ιδιαίτερα φωτεινές στιγμές (πληροφοριακά μιλώντας), ακόμα κι αν παραλείπονται συχνά τα ονόματα των ομιλούντων. Και είναι δοσμένο με χιούμορ και αγάπη, από ανθρώπους που πίστεψαν, επηρεάστηκαν, αφουγκράστηκαν και στήριξαν όποια ιδέα κι αν είχαν στον νου τους οι Thomas Bangalter & Guy-Manuel de Homem-Christo. Φιγουράρουν βέβαια και μπόλικα γνωστά ονόματα, όπως ο Pharrell Williams, ο Giorgio Moroder, ο Nile Rodgers, ο Skrillex, ο Kanye West, ο Michel Gondry, ο Busy P κ.ά.
Αυτό που διαπιστώνει κανείς ως παρατηρητής της καριέρας των Daft Punk, είναι η συνεχής καλλιτεχνική εφεύρεση/επανεφεύρεση κατά τη διάρκεια της πορείας τους από το 1992 ως το 2021. Μαζί ασφαλώς με την ικανότητά τους να μετατρέπουν καθετί δυσάρεστο και ανεπεξέργαστο σε στοιχείο της νέας γλώσσας επικοινωνίας που άρθρωσαν για να έρθουν σε επαφή με το κοινό. Μια κακή π.χ. κριτική από το Melody Maker για το αρχικό τους συγκρότημα Darlin’ (με το οποίο έπαιζαν punk rock) ή τα rave party που βίωσαν στη συνέχεια, στάθηκαν αρκετά ώστε να στρίψουν στη γωνία και να συναντήσουν τις ιδέες για την επόμενη περσόνα τους.
Ανασαίνοντας λοιπόν εκείνη την εποχή, οι Daft Punk μπήκαν με θράσος πίσω από τις κονσόλες και σε έκαναν να πιστέψεις ότι ήταν από τους υποκινητές της λεγόμενης «ηλεκτρονικής επανάστασης» των 1990s, παρότι έδρασαν πιο δυναμικά προς τα τελειώματά της –με το Homework του 1997 να δίνει το πρώτο προβάδισμα ώστε να μπουν στο παιχνίδι της δισκογραφίας κρατώντας τους δικούς τους όρους. Κι όντως, αυτό ακριβώς κατάφεραν· ανοίγοντας έτσι δρόμο για πολλούς από τους επόμενους. Ήταν δηλαδή σαν να έφεραν την ουσία του DIY στον mainstream χώρο, περιφρουρώντας την καλλιτεχνική ελευθερία και το ανήκειν του έργου τους ενάντια στην οποιαδήποτε έξωθεν επέμβαση.
Το Discovery (2001) τους εκτόξευσε σε δημοφιλία –κάνοντάς τους όνομα και στην Αμερική– παράλληλα όμως δημιούργησε και μια ανάγκη να κρατηθούν ανώνυμοι, προσγειωμένοι στη γη. Λίγο πριν την αλλαγή του αιώνα γεννήθηκε κι η ιδέα των ρομπότ, που απάλλαξε κεφάλια και πρόσωπα από τις πάνινες τσάντες και τις αποκριάτικες μάσκες που χρησιμοποιούσαν μέχρι τότε. Ήταν εξάλλου μέρες στις οποίες πολλοί ψιθύριζαν για τον Ιό του νέου Μιλένιουμ. Κι εκεί ακριβώς βρίσκεται η ευστροφία, μα και η καθαρότητα της αντίληψής τους. Μην ξεχνάμε άλλωστε πόσοι θεωρούσαν στα 1990s ότι η ηλεκτρονική μουσική ήταν «άψυχη» και «νεκρή». Μπορούμε να πούμε λοιπόν ότι βρήκαν τον συνδυασμό που θα τους διατηρούσε Human After All (2005), αυτά δηλαδή τα εγκλωβισμένα στην τεχνολογία άτομα, τα οποία αντάλλαξαν τα σώματά τους με πολύπλοκους μηχανισμούς.
Η συνεχής αναζήτηση για ήχους, εντωμεταξύ, τους πήγε από την techno και το house σε απενοχοποιημένα λημέρια της 1970s pop και της italo disco, φτάνοντάς τους ακόμα και σε garage rock, funk ή '00s pop σχέδια. Αλλά και ορχηστικά, που προέκυψαν για το soundrack της ταινίας Tron: Legacy (2010). Παράλληλα δεν έπαυαν να φροντίζουν συνεχώς ολόκληρο το καλλιτεχνικό τους πρότζεκτ, δίνοντας λ.χ. μια θρυλική συναυλία στο Coachella Festival του 2008, η οποία έγινε σημείο αναφοράς για όσα ήρθαν από τότε στα clubs και στα υπόλοιπα ηλεκτρονικά στέκια των Η.Π.Α κι όχι μόνο. Θα κατακτούσαν τελικά ακόμα και τη δεκαετία των 2010s, με το Random Access Memories (2013) να σαρώνει τόσο τα Grammy, όσο και τις παγκόσμιες λίστες με τα καλύτερα.
Η όλη διαδρομή αντανακλάται συνεχώς σε αυτή την αναίρεση που συναντά κανείς στα λεγόμενα του Jean-Daniel Beauvallet κατά τη διάρκεια του Daft Punk Unchained: συχνά παρουσιάζει κάθε αλλαγή ως το μόνο αληθές για εκείνους, μέχρι να μιλήσει για τον επόμενο δίσκο. Ίσως να εκφράζει έτσι και την πορεία των θαυμαστών τους, όσων ακολούθησαν πιστά, αλλά κι όσων έμειναν πίσω, θεωρώντας (όπως συχνά συμβαίνει) ότι κάτι είχε προδοθεί. Το ντοκιμαντέρ βγήκε βέβαια το 2015, οπότε δεν περιλαμβάνει τη συνεργασία του γκρουπ με τον The Weeknd (2016), ούτε τις διάφορες εκδηλώσεις κουστουμιών που ακολούθησαν ή το γεγονός ότι δούλεψαν και ως σόλο παραγωγοί.
Το τελευταίο ίσως να μαρτυρά ότι κάπου οι δρόμοι του Bangalter και του de Homem-Christo άρχισαν να χωρίζουν. Πράγμα που θα μπορούσε να δικαιολογήσει ότι επέλεξαν να ανακοινώσουν το τέλος με ένα στιγμιότυπο από την ήδη υπάρχουσα μίνι ταινία Electroma (2006), η οποία είχε χρησιμοποιηθεί τότε για το promo του Human After All. Θα προσδοκούσε κανείς, δηλαδή, ότι θα έλεγαν αντίο με κάτι καινούριο και ξεχωριστό.
Σε κάθε περίπτωση, αν δεν συγκαταλέγεσαι στους «τι είχαμε, τι χάσαμε» και «δεν βλέπω κιθάρα να γρατσουνίζεται, οπότε δεν αξίζει», αποφεύγοντας ταυτόχρονα και τα R.I.P. που πλημμύρισαν τα timeline στα social media (#nomercy), ξέρεις ότι ένιωσες όπως βλέποντας εκείνα τα anime (στοιχείο που τίμησαν κι εκείνοι σα συγκρότημα), που, όταν η αποστολή τελειώνει, οι Ήρωες αποχωρίζονται για την επόμενη δικιά τους περιπέτεια –με νέο σενάριο και άλλους ρόλους, των οποίων μπορεί και να μην αισθανθείς μέρος.