David Crosby
Ο David Crosby δίνει στην λέξη "αυτοκριτική" την πιο πραγματική και οδυνηρή της διάσταση. Ένα κείμενο της Χίλντας Παπαδημητρίου με αφορμή το πρόσφατο ντοκιμαντέρ του Cameron Crowe
Για να είμαστε ειλικρινείς, τα μουσικά ντοκιμαντέρ που με τόσο πάθος κυνηγάμε, συχνά είναι απογοητευτικά. Μεγάλα παιδιά είμαστε, δεν χρειαζόμαστε αγιογραφίες που διηγούνται την πορεία του παιδιού-θαύματος, τις αναπόφευκτες σφαλιάρες και τον ύστατο θρίαμβο — έστω κι αν αυτός σημαίνει την αυτοκτονία του αγαπημένου μουσικού. Μήπως και η αυτοκτονία ένα θριαμβικό τέλος δεν είναι; ‘Ήμουν πολύ καλός για τον κόσμο σας! Θα σας λείψω αλλά θα είναι αργά!»
Εκτός, φυσικά, αν πίσω από τον κάμερα είναι στημένος κάποιος σπουδαίος σκηνοθέτης, με αληθινή γνώση της μουσικής και του ειδώλου του. Για παράδειγμα, ο Μάρτιν Σκορτσέζε στο Last Waltz και στο No Direction Home (αλλά όχι στην αγιογραφία George Harrison Living in the Material World, που χρηματοδοτήθηκε από την Olivia Harrison). Ή αν έχει βάλει το χέρι του ο Cameron Crowe, έστω ως παραγωγός, όπως συμβαίνει στο David Crosby: Remember my Name. Το ντοκιμαντέρ που έκανε πρεμιέρα στο φετινό φεστιβάλ του Sundance, σκηνοθέτησε o AJ Eaton, αλλά το υλικό είναι βασισμένο στις συνεντεύξεις που πήρε ο Crowe από τον Crosby, η πρώτη των οποίων έγινε το 1974.
Στο David Crosby: Remember my Name δεν βλέπουμε μια σειρά από «ομιλούσες κεφαλές» να μας αφηγούνται πόσο σπουδαίος υπήρξε ο 78χρονος Crosby, τι καταπληκτικά που συνεργάστηκαν μαζί του, και μπλα-μπλα-μπλα. Ο Crowe και ο Eaton τον ακολουθούν χωρίς να φαίνονται οι ίδιοι, ακούγονται απλώς να διατυπώνουν καίριες ερωτήσεις. Ο Crosby τους ξεναγεί στο σπίτι του και στα παλιά λημέρια του, στο διαβόητο Λόρελ Κάνιον. Θυμάται την εποχή των Byrds και πώς τον πέταξαν από το γκρουπ με τις κλωτσιές, θυμάται τη χρυσή εποχή των CSNY, την Joni Mitchell και τις αμέτρητες κατακτήσεις του, και πώς κατάφερε να τον μισήσουν οι πάντες. I was an asshole, επαναλαμβάνει κάθε τόσο, και δίνει πληροφορίες που στοιχειοθετούν τον απαράδεκτο χαρακτήρα και τη συμπεριφορά του.
Εκτός του Crosby, το ντοκιμαντέρ ξεναγεί τον θεατή στο αυτοκαταστροφικό παρασκήνιο —και προσκήνιο, ενίοτε— του sex & drugs & rock’n’roll των 60ς και στις οδυνηρές επιπτώσεις που είχε σε πολλά από «τα καλύτερα μυαλά της γενιάς του». Υπάρχει μια μικρής διάρκειας σκηνή η οποία ίσως τα λέει όλα: δείχνει την άφιξη των Beatles στο Λος Άντζελες (νομίζω) και στη γωνία αριστερά, πίσω από τους Mop Tops και τους δημοσιογράφους, διακρίνεται ένας παχουλός κοντός νεαρός που κοιτάζει προσηλωμένος τους στιλάτους Εγγλέζους. Είναι ο Crosby, ο ίδιος επισημαίνει ότι τους μελετούσε για να δει «πώς γίνεται κανείς αστέρι του rock». Η μελέτη φαίνεται ότι απέδωσε, αφενός επειδή διέθετε το απαιτούμενο ταλέντο, αφετέρου διότι βρέθηκε στο κατάλληλο σημείο την κατάλληλη στιγμή. [Και αν σε κάποιους οι συνθέσεις του ακούγονται κάπως αφαιρετικές ή ελλιπώς μελωδικές, είναι επειδή η μεγάλη αγάπη του Crosby ήταν η jazz].
Παρότι ουσιαστικά ξεκίνησε την καριέρα του τραγουδώντας ντουέτο με τον Terry Callier στη folk σκηνή του Γκρίνουιτς Βίλατζ, η επιτυχία τον περίμενε στην Καλιφόρνια και στις μουσικές σκηνές που δημιουργήθηκαν λόγω της επιρροής της Βρετανικής Εισβολής και των νεανικών κινημάτων διαμαρτυρίας της εποχής. Από τους εμβληματικούς Byrds τον έδιωξαν μετά από τέσσερις δίσκους λόγω της απαράδεκτης συμπεριφοράς του, όπως ο ίδιος αναγνωρίζει. Μετά από ένα σύντομο πέρασμα από τους Buffalo Springfield, έφτιαξε τους Crosby, Stills & Nash, το τρίο που τα φωνητικά του βασίζονταν στα βελούδινα και περίπλοκα φωνητικά των Everly Brothers, αλλά τα τραγούδια του μιλούσαν για το τέλος του αμερικάνικου ονείρου μέσα στην καταστολή και τις προσπάθειες να χτιστεί ένα διαφορετικό modus vivendi μακριά από τις «αμερικάνικες αξίες». Δεν χρειάζεται να σας πω πόσο απέτυχε κι αυτή η προσπάθεια.
Για λίγο, μετά την προσθήκη του Neil Young στο τρίο και χάρη στο «Ohio» που έπιασε καλύτερα από τα περισσότερα τραγούδια διαμαρτυρίας το πνεύμα των καιρών, το supergroup όπως αποκαλούσαν τους C.S.N.&Y πλασαρίστηκε σαν αμερικάνικη απάντηση στους Beatles — κάτι που διήρκεσε μερικά δευτερόλεπτα, ίσως. Οι συγκρούσεις και οι καβγάδες τους δικαίως ανήκουν στη μυθολογία της rock μουσικής. Η μόνιμη επωδός του Crosby για όλα αυτά είναι: I was an asshole.
Και asshole παραμένει, κατά τη δήλωσή του στο ντοκιμαντέρ. Δεν τον ξέκανε ο συνδυασμός ηρωίνης και κοκαΐνης, γλίτωσε από την ηπατίτιδα C χάρη σε μεταμόσχευση ήπατος (την οποία πλήρωσε ο Phil Collins, ο κοντός καράφλας που όλοι κοροϊδεύουμε και δεν αναφέρεται καν στην ταινία), υπήρξε καταζητούμενος του FBI και εξέτισε ποινή εννέα μηνών σε φυλακές του Τέξας, έχει οκτώ στεντ στην καρδιά και είναι διαβητικός. Αλλά συνεχίζει τις περιοδείες —δεν έχει άλλη επιλογή, άλλωστε. Έχοντας καταφέρει να αποξενώσει τους ανθρώπους που του στάθηκαν στα πιο δύσκολα, όπως ο Graham Nash. Και διατηρώντας ακόμα τη φωνή του σαν να μην πέρασε μία μέρα, σαν να μην κατανάλωσε όλα αυτά που κατανάλωσε, βγάζει δίσκους με τη συνεργασία νεότερων μουσικών. Στο τέλος της ταινίας, πάντως, μοιάζει να ζητάει συγγνώμη από όλους όσους πίκρανε και έβλαψε, θυμίζοντάς μας ότι του απομένουν δύο-τρία χρόνια ζωής.
Πολλά μένουν έξω από το ντοκιμαντέρ που στηρίζεται ουσιαστικά σε όσα αφηγείται ο παραμυθάς David Crosby. Ναι, ήταν και παραμένει asshole, αλλά πώς κατάφερε να πληγώσει και να αποξενώσει τους καλύτερούς του φίλους; Ίσως να μην το μάθουμε ποτέ. Και ίσως να μην έχει σημασία. Αλλά θα θυμόμαστε το όνομά του.