Δημήτρης Καταλειφός
Ένα έργο που εδώ και δεκαετίες παίζεται και ξαναπαίζεται, αναζητά νέες ερμηνείες, οπτικές και κώδικες. Του Στυλιανού Τζιρίτα
Ο ‘Θείος Βάνιας’ παραμένει εμβληματικό έργο της παγκόσμιας δραματουργίας ακριβώς εξαιτίας των ζητημάτων και ερωτημάτων που θέτει. Η άνιση μάχη του ανθρώπινου είδους απέναντι στον χρόνο και την ίδια στιγμή πως η ψυχοσύνθεση του ατόμου επηρεάζεται από εξωγενείς παράγοντες ικανούς να ανατρέψουν την ευθυκρισία του. Ο Δημήτρης Καταλειφός ο οποίος και ανέλαβε το σκηνοθετικό παράγγελμα της παράστασης στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά ήταν εκεί σαφώς για να υποσημειώσει τα παραπάνω. Ο ήρωας του έργου βλέπει έρωτα και προσωπική επαγγελματική πορεία να χάνονται μέσα στην άχλη του χρόνου αδυνατώντας να αλλάξει τις ισορροπίες προς όφελος του. Μία ολόκληρη ομάδα ανθρώπων γύρω του, συνδεδεμένη με δεσμούς αίματος, φιλίας, εργοδοσίας και φυσικά έρωτα, προσπαθεί επίσης να βρει τα πατήματα της σε μία μεταιχμιακή εποχή, αυτήν ακριβώς που περιγράφει ο συγγραφέας στα τέλη του 19ου αιώνα, με την ρωσική κοινωνία στο τέλος μίας ολόκληρης εποχής και με αβεβαιότητα για την επερχόμενη και σίγουρη αλλαγή. Αυτό που επιτυχημένα υπονοεί και ο συγγραφέας αλλά και ο Καταλειφός με τη σκηνοθεσία του είναι ότι ανά πάσα στιγμή ο άνθρωπος θεωρεί τη θέση του στο σύμπαν τελολογική και παράλληλα διακατέχεται από αποκαλυπτισμό, υπάρχουν αδιέξοδα στον τρόπο που αντιλαμβάνεται το μέλλον, σχεδόν παρακαλάει για την έλευση ενός τέλους.
Η παράσταση στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά είχε καταρχάς μία κατασκευή σκηνικού που σε έμπαζε για τα καλά στο κλίμα της αγροτικής οικίας, η κατασκευή της Μικαέλας Λιακατά με το θεόρατο δέντρο να δεσπόζει στο μέσο και να τρυπάει το ίδιο το σπίτι όσο και αν αποτελεί το επίκεντρο αυτού, ήταν καταλυτική στο να μπει ο θεατής εξαρχής στο κλίμα του έργου.
Ο Δημήτρης Καταλειφός ήταν πλήρης όπως πάντα με την ειρωνεία αλλά και τον κλαυθμό του έρωτα του να σχηματίζεται με ανάγλυφο τρόπο και τη σοφία των λόγων του ήρωα να εκφέρεται χωρίς στόμφο ή διδακτισμό αλλά με τρόπο βιωματικό, το ίδιο (ασχέτως εάν πρόκειται για μικρότερους ρόλους στη διανομή) ήταν η απόδοση τόσο του Μενέλαου Χαζαράκη ως Τελιέγκιν και (ειδικότερα) της Κλεοπάτρας Τολόγκου (Νένα). Οι ατυχείς στιγμές στη διανομή εντοπίζονται σε δύο σημεία. Ο Παναγιώτης Μπουγιούρης δεν έπειθε πάντα ως ο γιατρός Άστρωφ. Ενώ κατάφερε να πιστωθεί τον ρόλο του ώριμου γοητευτικού και με παράστημα γιατρού, η ένταση της φωνής του ήταν μερικές φορές δυσανάλογη με τα νοήματα των λόγων του, θα έλεγε κάποιος ότι σε σημεία ήταν πολύ δυνατή, ενώ ήταν σαφώς πιο εσωτερικό το παίξιμο που σχεδόν αυτονόητα περίμενε ο θεατής. Επίσης η Στέλλα Κρούσκα σε καμία περίπτωση δεν έπεισε ως Μαρία Βασίλιεβνα, λόγω του εμφανώς νεαρού της ηλικίας της παρά το μακιγιάζ και την προσθήκη περούκας, παραδίδοντας σε στιγμές σχεδόν μία καρικατούρα, άθελα της.
Τα εύσημα πρέπει οπωσδήποτε να πάνε στην Αμαλία Νίνου η οποία σμίλευσε αριστοτεχνικά την μπλεγμένη φύση της Σόνιας, ένα σχεδόν αγοροκόριτσο που ψάχνει να βρει τη θέση του όχι μόνο στην κοινωνία αλλά και στις ίδιες τις οικογενειακές της δεσμεύσεις και σχέσεις ενώ παράλληλα πασχίζει να μην συνθλιβεί από τις συμβάσεις και τις παρορμήσεις της. Πραγματικά καλή ήταν και η Τζένη Θεωνά ως Ελένα με σημεία πραγματικά δουλεμένης ρολίστριας, αρνούμενη πεισματικά να χρησιμοποιήσει μόνο το ωραίο της παρουσίας της για να αποδώσει τη μοιραία γυναίκα της πλοκής. Τέλος ο Σερεμπριακώφ ερμηνεύθηκε πειστικά μέσα στην αποστασιοποίησή του από τον Βαγγέλη Ρόκκο.
Οι χρονικοί (λεκτικοί και σκηνικοί) αναγραμματισμοί του Καταλειφού μπορεί να ξενίσουν στην αρχή του έργου και κατά τη διάρκεια του (προσέξτε για παράδειγμα το κασετόφωνο στη μία από τις φωτογραφίες που συνοδεύουν το άρθρο), ωστόσο γρήγορα ο θεατής αντιλαμβάνεται τόσο τον σκοπό τους όσο και το επιτυχές της ένταξης τους. Ο Καταλειφός είναι ρέκτης ενός μοντερνισμού που πέτυχε στο ελληνικό θέατρο στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 και ξέρει να χειρίζεται κώδικες χωρίς κίνδυνο να αποκεφαλίσει το νόημα καταφέρνοντας αντιθέτως να το ενδυναμώσει. Στην προκειμένη περίπτωση η διαχρονικότητα των ερωτημάτων που θέτει το έργο και ο ίδιος ο Τσέχωφ, το οποίο και συνοψίζεται ίσως στην τελευταία φράση που ακούγεται στον «Θείο Βάνια» από το στόμα της Σόνιας κάνουν τον πειραματισμό του σκηνοθέτη επιτυχή.
Χωρίς καμία αμφιβολία από τις κορυφαίες παραστάσεις της σαιζόν 2024-2025 στα ελληνικά θεατρικά κιτάπια.