Δήμος Αβδελιώδης
Μια παράσταση η οποία δεν φιλοδοξεί να είναι 'ανατρεπτική', μπορεί έως και να δράσει ως τέτοια στο κομφορμιστικά 'ανατρεπτικό' περιβάλλον των καιρών. Του Παναγιώτη Αναστασόπουλου
Παράστασις δι’ ολίγους. Που (δεν) θα έλεγε στη γλώσσα του ο Σκιαθίτης Ντοστογιέφσκι. Θέλει κουράγιο, στ’ αλήθεια, να εμπιστευθείς σήμερα ένα θεατρικό ταξίδι σου στα μάτια ενός ρακένδυτου κοσμοκαλόγερου, που μιλούσε περισσότερο με το ποτό και το τσιγάρο, παρά με τους ανθρώπους γύρω του, που τον άφηναν πλούσιο μονάχα τη μέρα της μισθοδοσίας του. Μέχρι την επόμενη. Θέλει κουράγιο, καιρό για «χάσιμο» και έναν όχι ιδιαίτερα επηρμένο σκηνοθέτη.
Εδώ κρίνω ως απαραίτητο να γράψω δυο εισαγωγικά λόγια, που μπορεί και να ακουστούν αιρετικά. Η τέχνη, σαν τη ζωή, σίγουρα κάνει κύκλους, οπότε μετά από διαδοχικές αναθεωρήσεις, η ανατρεπτικότητα γίνεται συνώνυμη του αρχέτυπου. Έτσι, θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει ότι και το θέατρο ως μορφή τέχνης έχει φτάσει σε μια κρίσιμη καμπή. Αν και αυτό όντως δε θα ήταν καθόλου ανακριβές, ουσιαστικά από μόνο του δε θα σήμαινε απολύτως τίποτα. Κρίσιμες καμπές ή ουσιώδεις μεταβολές έχει κατά καιρούς περάσει πολλές, όχι απαραίτητα ως υποδήλωση της αδυναμίας του να ανταποκριθεί στις σύγχρονες περί τέχνης αντιλήψεις, αλλά ως φυσική εξέλιξη μιας μακρόχρονης φθοροποιού πορείας, η οποία κυριολεκτικά μοιάζει να φλερτάρει με το θάνατο. Τι είναι άλλωστε η ζωή, παρά μικροί καθημερινοί θάνατοι;
Κατά την άποψή μου, το σύγχρονο θέατρο πάσχει από δύο συνδυαστικές σοβαρές νόσους: την επιθυμία για αέναη ανατροπή, η οποία θεωρούμενη από μόνη της θα μπορούσε (ακόμα) να είναι το ίδιο ευεργετική, όπως μέχρι και τη δεκαετία του ’80, αν όμως δε συμπορευόταν με εκείνη του σκηνοθέτη να δρα απροκάλυπτα πλέον με πρωταρχικό σκοπό την προσωπική του προβολή.
Στο συγκεκριμένο πλαίσιο θα μπορούσε να ενταχθεί και η διαφορετική ανάγνωση κλασικών έργων, με τους σχετικούς προβληματισμούς να έχουν αναπτυχθεί στην ανάρτηση για το «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Θεόδωρου Τερζόπουλου. Κατ’ ακολουθία, τελευταίο προπύργιο για τους φίλους των κλασικών κειμένων, που αποδίδονται με σκηνοθετική ματιά εστιασμένη κατά το δυνατό στην οπτική του συγγραφέα, απομένουν οι δραματοποιήσεις διηγημάτων. Μια τέτοια επαναλαμβάνεται φέτος στο θέατρο Αθηνών και αφορά τα διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Όνειρο στο Κύμα» και «Έρως Ήρως».
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ανάλογα εγχειρήματα έχουν επιπρόσθετες εγγενείς δυσκολίες, που συνίστανται στην οικειότητα του θεατή με τα συνήθως σπουδαία και αναγνωρίσιμα λογοτεχνικά κείμενα, όπως και τη δραματοποίησή τους. Η ασφαλής πλεύση στα ομολογουμένως επικίνδυνα αυτά νερά εξασφαλίζεται από έναν σκηνοθέτη που δε φοβάται να προσεγγίσει την ουσία του πρωτότυπου κειμένου χωρίς υπερβολές και δεν προσπαθεί να το αποδομήσει απλά και μόνο για να αποδείξει πως (ο ίδιος) έχει λόγο ύπαρξης στο σήμερα. Χρειάζονται επίσης και ηθοποιοί που θα αγαπήσουν πραγματικά τις λέξεις του και θα είναι αποφασισμένοι να μην τις απαγγείλουν απλά, αλλά να τις μορφοποιήσουν σε εικόνες.
Στο «Όνειρο στο Κύμα / Έρως Ήρως» θεωρητικά υπήρχε και μία επιπλέον δυσκολία, η οποία αφορούσε την πρωτότυπη του συγγραφέα γλώσσα, η οποία πολύ ορθά διατηρήθηκε. Η μαγική έκφραση του Παπαδιαμάντη αποδείχτηκε ως το μόνο κατάλληλο μέσο για να δραματοποιηθούν τα διηγήματά του. Κι αυτό διότι έχει τη δύναμη να σε βγάλει από τα στεγανά της παραφθοράς της καθομιλουμένης, κάτι που αποδεικνύεται απολύτως αναγκαίο όταν επιχειρούνται να οπτικοποιηθούν συναισθήματα Ηρώων που τους διακατέχει ο Έρως.
Τα δύο αυτά έργα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη αφορούν τον έρωτα και έχουν βιωματική αφετηρία. Εκκινούν από την έλξη, υμνούν την ομορφιά και καταλήγουν στην άμεσα συνυφασμένη με αυτήν θυσία. Ταυτόχρονα επικεντρώνονται στην κάθαρση, η οποία έρχεται ως αποτέλεσμα μιας ανιδιοτελούς συγκαταβατικής πορείας, που απαιτεί ηρωισμό για να ολοκληρωθεί. Η εφηβική και αρχικά συναισθηματική προσέγγιση που βλέπουμε στο «Όνειρο στο Κύμα», που δημοσιεύτηκε το 1900, περνά μέσα από τον ενήλικο πόνο της απώλειας στο «Έρως Ήρως», μέσα από τις ανατροπές που υπάρχουν στα πρωτότυπα κείμενα, με τον ρόλο του σκηνοθέτη να επικεντρώνεται στη δραματοποίησή τους, μέσα από σοβαρή διδασκαλία ερμηνείας που δε χρησιμοποιεί τις λέξεις για να κατευθύνει κατά το δοκούν το συναίσθημα, αλλά απελευθερώνει την ουσία τους. Κι αυτό, που ύστερα από τόσα χρόνια αναπόφευκτα κάποιοι θα το θεωρήσουν ως αδυναμία, ο Αβδελιώδης το φέρει εις πέρας με σεβασμό και μεγαλείο, συνεπικουρούμενος από τον εξαιρετικό Θεμιστοκλή Καρποδίνη, ο οποίος επί μιάμιση ώρα έχεις την εντύπωση πως «βλέπει» την κάθε λέξη που προφέρει και τη ζει εκείνη τη στιγμή μπροστά στα μάτια του κοινού. Το σκηνικό είναι λιτό σαν σε θεατρική παράσταση του παραλόγου και γι’ αυτό ακριβώς απόλυτα λειτουργικό στην αφαιρετικότητά του. Η εκφορά του λόγου έχει -ιδίως στο «Όνειρο στο Κύμα»- μια διακριτική μουσικότητα, που ακούγεται απόλυτα συνυφασμένη με τις περιγραφόμενες αναμνήσεις.
Ομολογώ πως η παράσταση «Όνειρο στο Κύμα / Έρως Ήρως» δεν ανήκει σε εκείνες που «θα σας αλλάξουν τη ζωή». Αυτό είναι σίγουρο. Αν όμως έχετε επιθυμήσει μια τρυφερή παράσταση στην οποία δραματοποιούνται με σεβασμό δύο εξαιρετικά διηγήματα, που δε νεωτερίζει για χάρη του νεωτερισμού (ή του σκηνοθέτη), που έχει μάλλον απρόσμενες ανατροπές οφειλόμενες σε κάθε άλλο παρά αυτονόητους σήμερα λόγους (το κλειδί βρίσκεται στη σημασία των λέξεων), που ο από μηχανής θεός έχει την (ουσία) μορφή της αγάπης, τότε η παράστασις δι’ ολίγους «Όνειρο στο Κύμα / Έρως Ήρως» είναι μια καλή ευκαιρία να βιώσετε μια ξεχασμένη θεατρική εμπειρία, που δε θα θύμωνε καθόλου μαζί σας, αν την αποκαλούσατε αναχρονιστική.