Disco Fever: έργα και ημέρες
Όλα ξεκίνησαν στα 1977 όταν ο Τζων Μπάνταμ (Γαλάζιος κεραυνός, Παιχνίδια πολέμου) σκηνοθέτησε τον "Πυρετό το Σαββατόβραδο". Το άστρο του Τζων Τραβόλτα ανέτειλε και συνδέθηκε άρρηκτα με τους ρυθμούς της disco. Οι κινήσεις του, οι φιγούρες του, τα χορευτικά του τερτίπια, τα περάσματα και τα κόλπα με την ντάμα του, αντιγράφτηκαν από εκατομμύρια εφήβους. Ο πυρετός εξαπλώθηκε γοργά σε όλο τον κόσμο. Τα σπιτικά πάρτι αντικαταστάθηκαν από τους "χορούς" στα υπόγεια και τα κλαμπ έγιναν ντίσκο. Η ταινία πάλλεται από τη δυναμική μουσική των Bee Gees (Night fever, Stayin' alive, Tragedy). To πιο μοσχοπουλημένο soundtrack όλων των εποχών. Ο ήρως ζει για έναν μόνο σκοπό: να χορεύει τρελά στην τοπική ντισκοτέκ. Για πρώτη φορά επίσης ακούγεται το λεξιλόγιο του δρόμου σε νεανικό φιλμ. Κυκλοφόρησε σε δύο διαφορετικές κόπιες, μία κατάλληλη (λογοκριμένη) και μία "ακατάλληλη" (αθάνατη αμέρικα).
Ένα χρόνο μετά έρχεται στη μόδα η μπριγιαντίνη. Ο Ράνταλ Κλάιζερ (Γαλάζια λίμνη, Ασπροδόντης) φέρνει κοντά τον χορευταρά Τραβόλτα με την καλλίφωνη Ολίβια Νιούτον-Τζων και η νέα συνταγή λέγεται "Grease". Η υπόθεση είναι και πάλι μουσικοχορευτική. Πρόκειται για ένα μακρόβιο σώου που ανεβαίνει στο Μπρόντγουεϊ και αναβιώνει την ανέμελη ζωή της δεκαετίας του '60. Fun με το τσουβάλι και fans με τη σέσουλα. Ξεχειλίζει από ενέργεια, χορό και νέα χιτς (You're the One That I Want, Hopelessly Devoted To You) γραμμένα και ερμηνευμένα από κοινού από το πρωταγωνιστικό δίδυμο. Στα 1982 η χορογράφος της ταινίας, Πατρίτσια Μπιρτς, θα επιχειρήσει να σκηνοθετήσει μια δεύτερη συνέχεια με νέο δίδυμο (Μαξ Κολντφιλντ, Μισέλ Φάιφερ). Η ευρηματικότητα και η πρωτοτυπία πάνε περίπατο. Η Μισέλ Φάιφερ δεν θέλει καν να την θυμάται.
Εν τω μεταξύ (1980) η καλλίπυγος Ολίβια Νιούτον-Τζων έχει κάνει ντου στα κινηματογραφικά πλατώ. Η νέα της μουσική φαντασία λέγεται "Xanadu" και είναι ρημέηκ του μιούζικαλ "Down to Earth" (1947, με την θεϊκή Ρίτα Χέιγουορθ). Η υπόθεση είναι εξίσου προχωρημένη. Η μούσα Τερψιχόρη, θεά του χορού, κατεβαίνει στη γη για να βοηθήσει έναν τύπο (τον εκτός τόπου και χρόνου Τζιν Κέλι) που θέλει να ανοίξει ρόλερ-ντίσκο. Από τα '40ς ως τα '80ς όμως, έχουμε και νέα μουσικά είδη: ένας μουσικός ποτ-πουρές από disco, "hard rock", γλυκανάλατο country-western και new wave. Προσπαθώντας να ικανοποιήσει όλα τα μουσικά γούστα, πετυχαίνει να γίνει απλά ένα μουσικό ποπ σουπερμάρκετ (πάρε-φύγε). Το λίγο-απ-όλα στιλ είναι αποτυχημένο και το αποτέλεσμα μοιάζει αδικαίωτο. Μένουν μόνο τα τραγούδια της Ολίβια.
Η απόλυτη κινηματογραφική ντίσκο-χρονιά ήταν βέβαια το 1983. Ο πυρετός συνεχίζεται με το επίσης θρυλικό "Staying Alive" (1983). Ο κρυπτο-ντισκόβιος Σιλβέστερ-Ράμπο-Ρόκι-Σταλόνε σκηνοθετεί ένα πολύ απλό, δικό του σενάριο, αλλά οι χαρακτήρες του είναι χάρτινοι και η "συμπεριφορά" του Μπρούκλιν απουσιάζει. Η συνταγή fight-the-good-fight (ο καλός αγών, καλά καμωμένος) δουλεύει τέλεια. Ο Τζων Τραβόλτα επανακάμπτει, ακμαίος, καλογυμνασμένος, και καρδιοκλέφτης. Η Σύνθια Ρόουντς ξέρει να περιμένει και ξέρει επίσης να χορεύει καλά. Οι Bee Gees ξαναδίνουν ζωή στην άνευρη πλοκή και σκαρφαλώνουν πάλι στα τσαρτς.
Ο Τραβόλτα ξανασμίγει με την Ολίβια στο μάλλον ατυχές "Δύο και μοναδικοί" (Two of a Kind, 1983). Το σενάριο μοιάζει να γράφτηκε στο πόδι, πάνω σ' ένα πακέτο τσιγάρα: τέσσερις άγγελοι προσπαθούν να πείσουν τον θεό (η φωνή του Τζην Χάκμαν) να δώσει άλλη μια ευκαιρία στους ανθρώπους. Το μοντέλο απόδειξης της αξίας του ανθρωπίνου γένους είναι ο άγρια στριμωγμένος οικονομικά Τζων. Που προσπαθεί να ληστέψει μια τράπεζα και του την φέρνει η ταμίας Ολίβια. Αυτός την καταδιώκει και αντί να της πάρει τα λεφτά της παίρνει τα μυαλά και την καρδιά. Τραγούδια από κοινού και επιτυχίες για την άδουσα Νιούτον-Τζων.
Το σούπερ χιτ της χρονιάς όμως, ήταν το μιούζικαλ "Flashdance" του Άντριαν Λυν (9,5 εβδομάδες), σε σενάριο του Τζο Έστερχας (Μουσικό κουτί, Βασικό ένστικτο). Η ηρωίδα (η ντεμπιτάντ Τζένιφερ Μπηλς) είναι οξυγονοκολλήτρια το πρωί και χορεύτρια το βράδυ (στα χορευτικά την ντουμπλάρει η Marine Jahan). Είναι καθολική και εξομολογείται συχνά, αλλά γρήγορα ερωτεύεται έναν ώριμο άντρα (Μάικλ Νιούρι) και ξεχνάει τις αναστολές της. Η Σύνθια Ρόουντς είναι μια συν-χορεύτρια και συμπαραστάτρια στις δύσκολες στιγμές. Στο τέλος, ο πλούσιος Μάικλ αποδεικνύεται τίμιο παλικάρι και την αποκαθιστά στα μάτια της κοινωνίας. Βέβαια μην περιμένετε να δείτε μια σφιχτή πλοκή. Το στόρι εκτυλίσσεται μέσα από μια σειρά μουσικών βιντεοκλίπς, όπου κυριαρχεί η ξεσηκωστική μουσική του Giorgio Moroder (Το εξπρές του μεσονυκτίου) και οι φωνές των Irene Cara (τσίμπησαν μαζί ένα οσκαράκι για το ομώνυμο τραγουδάκι), Michael Sembello, Kim Carnes, Laura Branigan, Donna Summer. Το soundtrack έβγαλε έξη hit-singles.
Αλλά και το οργουελικό 1984 δεν ήταν άσχημο. Ο Μορόντερ ξαναχτυπά και συνεργάζεται με τον Phil Oakey των Human League, στο παραμυθένιο "Electric Dreams". Η αθωότητα μιας εποχής όπου οι υπολογιστές κάνουν δειλά τα πρώτα τους βήματα. Ο ρομαντισμός ενός "ευαίσθητου" computer που επηρεάζεται από τον κυκλοθυμικό μας κόσμο. Η αντίστιξη της λεκτικής μεταφοράς και της "κατά γράμμα ερμηνείας" της. Η Βιρτζίνια Μάντσεν και το τσέλο της κάνουν ντουέτο με τη μουσική του υπολογιστή, μέσω ενός αεραγωγού. Ένας οργασμός χρωμάτων γεμίζει την οθόνη του, ενόσω "ακούει" τις θαυμάσιες μελωδίες των συνθεσάιζερς του δαιμόνιου Τζώρτζιο. Η φωτογραφία του Άλεξ Τόμσον είναι θολή και ποιητική, κάνοντας την ταινία ακόμη πιο διασκεδαστική.
Αυτή είναι επίσης, η χρονιά του breakdancing, της χορευτικής τρέλας του δρόμου, που έχει την τιμητική του. Βλέπουμε τρεις ενδιαφέρουσες ταινίες (Beat Street, Breakin' και Breakin'2: electric boogaloo) που στροβιλίζονται στους ρυθμούς της νέας μόδας. Νεανικές, γεμάτες παλμό, με γραμμική υπόθεση και έμφαση στους χαρακτήρες αλλά και στα χορευτικά κόλπα. Φιγούρες που πηγάζουν από την καθημερινή ζωή, την εργασία, τη χαρά και τη λύπη των νεαρών παιδιών που σφύζουν από ενεργητικότητα και μια πελώρια λαχτάρα για έκφραση και επικοινωνία, μέσω των κινήσεων του σώματος.
Ένα τέτοιο μουσικοχορευτικό κίνημα δεν ήταν δυνατόν να μην δεχθεί σατιρικές εκδοχές. Πρώτη αναφορά γίνεται σε "Μια απίθανη πτήση" (Airplane!, 1980) των Ζάκερ/Άμπραχαμς/Ζάκερ. Η πιο αστεία σκηνή της ταινίας είναι ένα φλάσμπακ, όπου η αεροσυνοδός και ο πιλότος θυμούνται την πρώτη τους συνάντηση και τον κεραυνοβόλο τους έρωτα. Φανταστείτε ένα μπαρ σε στιλ Καζαμπλάνκα, να μεταμορφώνεται ως εκ θαύματος σε εξωτική ντίσκο, όταν κάποιος θα βάλει στο τζουκ-μποξ το "Stayin' Alive". Μέσα από μια ιλαρή παρωδία, ο νεαρός τότε πιλότος, με το στιλ του Τραβόλτα, νικάει την βαρύτητα και εντυπωσιάζει την ντάμα του. Άλλη μια παρωδία του "Πυρετού" είναι το σχετικά πρόσφατο (1988) "Fever Forever" από την Σιγκαπούρη. Τοποθετημένο στα 1977, μας δείχνει έναν υπάλληλο που, μη έχοντας χρήματα για την αγορά μιας μοτοσικλέτας, αποφασίζει να συμμετάσχει σε έναν διαγωνισμό χορού. Κουνγκ Φου και ντίσκο, δύο σε ένα και τα μυαλά στην πίστα.
Στα πλαίσια την πρόσφατης αναβίωσης του είδους, έγινε και μια επανεκτίμηση των θρύλων της εποχής, ήτοι Boney M και Abba. Οι Abba είχαν πάντοτε σταθερούς θαυμαστές, οι οποίοι παρακολουθούν ακόμη και σήμερα με μεγάλο ενδιαφέρον, οτιδήποτε τους αφορά. Το πρώτο ντοκιμαντέρ για τους σουηδούς Beatles το έκανε ο Λάσε Χάλστρομ, μόλις το 1977 (Abba: the movie). Πρόκειται για την πετυχημένη τους περιοδεία στην Αυστραλία, στα μέσα της ίδιας χρονιάς. Οι αυστραλοί έχουν ψύχωση με τα τραγούδια τους. Χαρακτηρστικά θα αναφέρω δυο ταινίες που είναι καταφανώς επηρεασμένες από το γκρουπ. Πρώτα η "Πρισίλα, βασίλισσα της ερήμου" (1994), μια ταινία άκρως διασκεδαστική, με απίθανη μουσική, εξωτικά drug-queen κοστούμια και έναν Τέρενς Σταμπ έξοχο και εξίσου απολαυστικό.
Έπειτα "Η Μύριελ παντρεύεται" (ίδια χρονιά) όπου η ψύχωση για τους Abba ενσωματώνεται στο βασικό χαρακτήρα και του γίνεται μια διαστροφική εμμονή. Η Μύριελ κυριολεκτικά περιβάλλεται από οτιδήποτε τους αφορά, από την μόνιμη ακρόαση των τραγουδιών τους, μέχρι το δωμάτιό της που βρίθει αφισών και αναμνηστικών. Η τρέλα της αυτή θεωρείται πότε φυσιολογική και πότε παθολογική. Η ταινία είναι μια κωμωδία με αρκετό τοπικό χρώμα και πολλά απρόβλεπτα. Τελευταία (1999) έγινε ακόμη ένα ντοκιμαντέρ με τίτλο "Abba - the winner takes it all". Όπου τα τέσσερα μέλη, Ανίτα, Φρίντα, Μπιόρν και Μπένυ, μιλούν για τις παλιές καλές μέρες. Θεωρείται must για τους φίλους τους. Περιλαμβάνει πλούσιο, σπάνιο και πρωτότυπο υλικό.
Οι βασικοί όμως φορείς της νεκρανάστασης είναι τρεις: "Boogie Nights" (1997), "Studio 54" (1998) και "The Last Days Of Disco" (1998). Πρώτος ο Πωλ-Τόμας Άντερσον πρόβαλλε την trash αισθητική των '70ς, μέσα από την αθώα εποχή της βιομηχανίας πορνό. Χρησιμοποίησε τα ντίσκο μουσικά μοτίβα ως χαλί, πάνω στο οποίο εκτυλίσσονται οι σεξουαλικές πράξεις. Και ανέδειξε χαρακτήρες και συναισθήματα εκεί που μια πορνοταινία βλέπει μόνο ηδονή. Από τις εξαίσιες ερμηνείες των ηθοποιών θα αναφέρω την Τζουλιάν Μουρ, τον αναγεννηθέντα Μπαρτ Ρέινολντς και τον Λουίς Γκουσμάν. Η αμηχανία που μπορεί να σας προκαλέσει αρχικά, θα εξελιχθεί γρήγορα σε συμπάθεια διπλή (συμπονώ και συμπάσχω) και ενίοτε τρόμο και φρίκη. Όσοι έτυχε να δουν "Το άλλο Χόλιγουντ" στο φεστιβάλ ντοκιμαντέρ θα καταλάβουν καλύτερα τι θέλω να πω.
Η ιστορία της διαβόητης ντίσκο 54 της Νέας Υόρκης είναι μια δύσκολη περίπτωση, καλλιτεχνικά και ιστορικά. Αυτό που θυμάμαι είναι ότι οι πιπεράτες ειδήσεις και οι εκκεντρικότητες των θαμώνων της κατόρθωναν πάντα να τρυπώνουν στα περιοδικά ποικίλης ύλης της εποχής. (Σήμερα βέβαια, στην εποχή των Λοιπόν, Εσπρέσο, Χάι και λοιπών συναφών, μια τέτοια είδηση θα ήταν αδιάφορη. Τότε είχε διαφορά). Όλες οι διάσημες προσωπικότητες του ντίσκο κλαμπ και τα σαράντα κύματα που πέρασε, μέχρι το οριστικό λουκέτο, δίνονται με μια ανάλαφρη χιουμοριστική διάθεση και μια σκληρή ντοκιμαντερίστικη φωτογραφία. Οι μικρές ιστορίες των μελών συγκροτούν ένα υπερραλιστικό μωσαϊκό και συνθέτουν μια άλλη, αθέατη στους πολλούς, πλευρά των βιπς και της νεοϋρκέζικης ζωής. Ο Μάικ Μάγιερς (Ώστιν Πάουερς) είναι εξαίσιος, πολύπλευρος και σχεδόν αγνώριστος.
Τελευταίες έμειναν οι "Τελευταίες μέρες της ντίσκο" του Γουίτ Στήλμαν (Μετροπόλιταν, Μπαρτσελόνα). Δυό νεαρές κοπέλες, φίλες κι αντίζηλες, ψάχνουν απεγνωσμένα γι' αγάπη, ενώ γύρω τους καταρρέει η χορευτική μουσική και οι ναοί της. Οι ηρωίδες του Στήλμαν φαντάζουν απλησίαστες ακόμη κι από την οθόνη. Έξω μεσουρανεί ο αδηφάγος ματεριαλισμός του Ρέιγκαν. Κι αυτές λικνίζονται και συζητάνε, ενισχύοντας σταδιακά την αποστροφή μας. Το ακριβές ανάποδο του "Boogie Nights". Η άλλη όψη της πίστας.
Η επιρροή της μουσικής αυτής πέρασε και στις ελληνικές ταινίες. Από μνήμης ανακαλώ δύο παραδείγματα που άντεξαν στην λήθη και δικαίωσαν την αξία τους. Πρώτα ο σούπερ-καλτ "Δράκουλας των Εξαρχείων" του Νίκου Ζερβού με τις μουσικές εξερευνήσεις της αθάνατης ελληνικής φυλής υπό Τζίμη του Πανούση. Το άσμα "Ντίσκο τσουτσούνι" καθώς και η σκηνή του στριπτίζ και του οργιού με τους αστυνόμους (προεξάρχοντος του Πουλικάκου) είναι σκέτο μεγαλείο οπτικοακουστικής απόλαυσης. Δεύτερο τη τάξει, το "Μάθε παιδί μου γράμματα" του Θόδωρου Μαραγκού, όπου ο ζιζάνιος Καλογερόπουλος κάνει καντάδα (ή καμάκι αν προτιμάτε) με Boney M (Rasputin ή Daddy cool ή μήπως και τα δυο;) Ένα αταίριαστο και γοητευτικά αλλοπρόσαλλο συνονθύλευμα, ένα κουβάρι από καλο/κακοχωνεμένες επιδράσεις. Να τι μας έφερε ως εδώ. Όλα καλά, πάντα καλά.
Ολίγες πηγές
The Adventures of Priscilla, Queen of the Desert
Muriel's Wedding
Boogie Nights
The last days of disco
The last days of disco
ΥΓ1: Bee Gees για όσους αναρωτιούνται, είναι τα βουίσματα των μελισσών (τζζζζζζζζζζζζζζζζζζ).
ΥΓ2: Η λέξη ντισκοτέκ ως γνωστόν είναι η ελληνική δισκοθήκη, που επανεισήχθη από τις ΗΠΑ αυτούσια.
ΥΓ3: Ο Ράνταλ Κλάιζερ είναι υπεύθυνος και για τους "Καλοκαιρινούς εραστές" (1982), ένα ερωτικό τρίγωνο που εξελίσσεται σε κάποιο ελληνικό νησί. Κι εδώ έχει βάλει το χεράκι του ο Μάικλ Σεμπέλο, που ερμηνεύει και το ομώνυμο καλοκαιρινό χιτ. Ο Πήτερ Γκάλαχερ η Ντάρυλ Χάνα και η Βαλερί Κενεσέν είναι τα τρια σκέλη του συμπλέγματος.
ΥΓ4: Ο Τραβόλτα έκανε τιτάνια προσπάθεια να ξεφύγει από τη μανιέρα του εμπύρετου Τόνυ Μανέρο. Χρειάστηκαν τρία "Look who's talkin" για να καταφέρει να φτάσει στο "Pulp fiction" και το "Get shorty".
ΥΓ5: Κάποιοι πιθανώς αναρωτήθηκαν γιατί δεν αναφέρομαι στο "Can't Stop The Music" (1980) των Village People. Πρόκειται για μια ψεύδο-αυτο-μουσικο-βιογραφία του μούτσο-μάτσο συγκροτήματος, που ξεκινάει από την ίδρυσή τους στη Νέα Υόρκη και καταλήγει σε μια συναυλία στο Σαν Φρανσίσκο. Η ταινία είναι τόσο κακή που θεωρείται σχεδόν καλτ. Η μόνη αξιομνημόνευτη στιγμή της είναι η οπτικοακουστική εμπειρία του YMCA.