Εγώ, H Κούβα
[Soy Cuba / Ya Kuba, ΕΣΣΔ / Κούβα 1964, 141']
Ο γεωργιανός Καλατόζοφ και ο φωτογράφος του Σεργκέι Ουρουσέφσκι πάνε στην Κούβα με σκοπό να γυρίσουν μια προπαγανδιστική ταινία για την επανάσταση. Εκεί γοητεύονται κι αυτό φαίνεται καθαρά στην πρώτη από τις τέσσερις ιστορίες που απαρτίζουν αυτήν τη σπονδυλωτή ταινία. Το κοντινό ευρυγώνιο πλάνο επάνω στους μουσικούς, το πολύ προχωρημένο καλοσχεδιασμένο και καλοταξιδεμένο μονόπλανο των χλιδάτων καλλιστείων και η περιπλάνηση-αποπλάνηση μέσα στον διεφθαρμένο κλαμπ προ(σ)δίδουν μια σαγήνη και μια αλλοτρίωση μάλλον επικίνδυνη.
Στη δεύτερη ιστορία προσγειωνόμαστε απότομα πάνω στην απόλυτα γήινη τρέλα του αγρότη που χάνει τα πάντα και παραφρονεί. Στην τρίτη βλέπουμε πως συνειδητοποιείται το φοιτητικό κίνημα μέσα από την αυτοθυσία και την δημιουργία προτύπων ηρώων που δείχνουν το δρόμο. Στην τέταρτη και τελευταία ο βουνίσιος φαμελιάρης καταλαβαίνει ότι τα χέρια του δεν είναι φτιαγμένα μόνο για να δουλεύουν τη γη αλλά και για να υπερασπίζονται τις αξίες και το μέλλον των παιδιών του. Κι ενώ όλοι οι ένστολοι καταστολείς ψάχνουν με λύσσα τον Φιντέλ, οι αντάρτες τους βροντοφωνάζουν "εγώ είμαι ο Φιντέλ" κι "εγώ είμαι ο Φιντέλ" κι "εγώ είμαι ο Φιντέλ", σα να λένε ο καθένας ξέχωρα και όλοι μαζί "εγώ είμαι η Κούβα".
Οι ιστορίες ωστόσο δεν είναι ασύνδετες. Υπάρχουν κάποιοι χαλαροί κρίκοι που τις στροβιλίζουν την μια στις παρυφές της άλλης, δημιουργώντας ένα πολύ πρωτότυπο ψηφιδωτό και μια αίσθηση συνέχειας και φουντώματος του κινήματος που κοχλάζει σε όλα τα μέτωπα: στην πρωτεύουσα, στην παραγκούπολη, στο πανεπιστήμιο, στα χωράφια και στα βουνά. Ο φακός κοιτάει τους αφανείς αυτούς ήρωες προοπτικά από κάτω προς τα πάνω εξυψώνοντάς τους στα μάτια των θεατών και φέρνοντας τους πολύ κοντά στο φόντο του νεφελώδους ουρανού [στα ουράνια κοινώς]. Είναι σα να επαφίεται διαρκώς στις πράξεις τους και στη δράση τους ή μη, η εκκρεμότητα για περαιτέρω συννέφιασμα ή για την προσδοκώμενη επερχόμενη ξαστεριά.
Η ποίηση των "Γερανών" [Όταν πετούν οι γερανοί / Letyat zhuravli, ΕΣΣΔ 1957] υπάρχει κι εδώ αλλά ταυτόχρονα κυριαρχεί το εξωτικό στοιχείο και η άγρια ομορφιά των κατοίκων και των φυσικών καλλονών του πούρου νησιού. Έτσι ξεπερνώντας γρήγορα το σκόπελο της προπαγάνδας εστιάζουμε στη διαδρομή και στο "ωραίο ταξίδι" μας υπόσχεται ο πηγαιμός. Κι εκείνο το "Amor Loco" πόσο εφιαλτικό και μεθυστικό ακούγεται στα μάτια μας! Τόσο που ξεχνάμε την προέλευσή του, από έναν κόσμο γεμάτο μονοπώλια και εκμετάλλευση.