«Εγώ, ο Μάρκος Βαμβακάρης»: Μια αυθεντικά ρεμπέτικη ζωή σε θεατρικό μονόλογο
Εν ζωή δεν τον αξίωσε ο Θεός να ζήσει την αναγνώριση. Μετά τη ζωή έφτασε μέχρι και την αναπαράσταση στο θεατρικό σανίδι. Του Χάρη Συμβουλίδη
Παίζεται και ξαναπαίζεται ο μονόλογος «Εγώ, ο Μάρκος Βαμβακάρης» τα τελευταία χρόνια, έχοντας επιστρέψει στου Ζωγράφου για την τρέχουσα σεζόν, στο θέατρο Στοά, που ήταν και το πρώτο του «σπίτι». Και υπάρχουν πολλοί καλοί λόγοι γι' αυτό. Μαζί τους, βέβαια, συμπαρασύρεται και το βιβλίο της Αγγελικής Βέλλου-Κάιλ (επιμελημένη αυτοβιογραφία) στο οποίο βασίζεται το θεατρικό κείμενο της Νάνσης Τουμπακάρη· θυμίζοντάς μας ότι, τελικά, ακόμα κι ένα τόσο αμφιλεγόμενο έργο μπορεί να βρει μια θέση στην ιστορία.
Πολλά δεν καταλάβαινε η Βέλλου-Κάιλ για όσα της έλεγε ο Μάρκος Βαμβακάρης το 1967 (π.χ. για ταξίμια, δρόμους και καραντουζένια). Ούτε ήταν σε θέση να τσεκάρει όσα δεν θυμόταν πια με ακρίβεια, περί ηχογραφήσεων ή άλλων περιστατικών: της έλεγε, για παράδειγμα, ότι συνάντησε τον διαβόητο αστυνόμο Μαρούδα το 1929/1930, ενώ εκείνος είχε αποστρατευτεί το 1926. Αλλά, με τον σπουδαίο δημιουργό να πεθαίνει το 1972, βρέθηκε να δημοσιεύει τα λόγια και τις σκέψεις του σε ένα κρίσιμο χρονικό σημείο (1973), αφήνοντας μια παρακαταθήκη από την οποία πέρασαν έκτοτε όλοι οι λάτρεις του ρεμπέτικου, άσχετα με τα κριτικά φίλτρα που διατήρησαν. Όπως και η Τουμπακάρη, λ.χ. Η οποία ναι μεν χρησιμοποίησε το βιβλίο της ως κυρίως πηγή, πήρε όμως και την πρωτοβουλία να απευθυνθεί στον Παναγιώτη Κουνάδη ώστε να έρθει σε επαφή και με τη νεότερη έρευνα, αντλώντας συμπληρωματικά στοιχεία για το κείμενο του μονολόγου.
Ασφαλώς, βλέποντας την παράσταση δεν σε ενδιαφέρει ντε και καλά η σφιχτή ιστορική ακρίβεια: διασκεδάζεις λ.χ. και με το περιστατικό με τον Μαρούδα, εν γνώσει σου για τις άνωθεν λεπτομέρειες. Το ίδιο το έργο, ωστόσο, δείχνει να την αποζητά, ανακατασκευάζοντας για παράδειγμα την εικόνα της Σύρου και του Πειραιά που γνώρισε ο έφηβος Μάρκος Βαμβακάρης, μέσω στοχευμένων βιντεοπροβολών. Είναι μια σχεδόν ντοκιμαντερίστικη πινελιά, αλλά κάθεται ωραία και στη θεατρική συνθήκη. Τουλάχιστον στο ξεκίνημα, γιατί στη συνέχεια παρατηρείται και μια κατάχρηση της πρακτικής. Δεν υπήρχε κάποιος σκηνικός λόγος, ας πούμε, ώστε να ακούσουμε ένα τμήμα του μονολόγου βιντεοσκοπημένο σε ασπρόμαυρο φιλμ, με τον πρωταγωνιστή Θανάση Παπαγεωργίου να μας τα λέει από εκεί, παρότι βρισκόταν ενώπιόν μας, με σάρκα και οστά. Ακόμα κι αν του παρείχε ένα χρήσιμο διάλειμμα.
Πολύ πιο ωραίος τρόπος για να πάρει μερικές ανάσες, απεναντίας, ήταν το σκηνικό όπου μας διηγήθηκε με απίστευτη γλαφυρότητα τη συνήθη τελετουργία στον τεκέ και τα συναισθήματα στα οποία οδηγούσε –με το καταϊφάκι να προσφέρει την απαιτούμενη γλυκιά επίγευση στη μαστούρα– με την παράκληση της αφήγησης για γενικό κέρασμα των παρευρισκομένων να γίνεται κυριολεκτική: ξάφνου, δηλαδή, οι πόρτες του θεάτρου άνοιξαν και οι σειρές των θεατών γέμισαν από περιφερόμενους μεταλλικούς δίσκους σερβιρίσματος (τους γνώριμους των απανταχού καφενείων), όπου βρίσκονταν ποτηράκια με τσίπουρο. Ένα διαδραστικό στιγμιότυπο με ολόσωστη αίσθηση του τάιμινγκ, το οποίο λειτούργησε θαυμάσια.
Κάτι ακόμα που αξίζει να σημειωθεί είναι ότι η μουσική παίζει εμφανώς δευτερεύοντα ρόλο στην (περίπου) 1,5 ώρα της διάρκειας. Μπορεί η αφήγηση να είναι γεμάτη από αναφορές σε διάφορα τραγούδια του Βαμβακάρη, όμως από τα ηχεία του θεάτρου ακούστηκαν ελάχιστα, σε σιγανή, διακριτική ένταση, απλά ως εξτρά ηχητικό φόντο σε κάποια σημεία του μονολόγου. Ίσως μοιάζει παράξενο, με δεδομένη την έλξη μιας τέτοιας παράστασης στους μουσικόφιλους. Είναι όμως μία ακόμα σωστή απόφαση, γιατί έτσι αποφεύγεται μια κραυγαλέα ευκολία. Στην οποία μπορεί να βούλιαζαν πολλοί –προθύμως, μάλιστα– μα δύσκολα, εδώ που τα λέμε, θα μπορούσε να αρμολογηθεί στο σώμα μιας διήγησης τόσο άμεσης και εξομολογητικής ως προς τη διάθεσή της.
Η δωρικότητα αυτής της εξομολόγησης υπηρετείται επιτυχώς και από το σκηνικό της Λέας Κούση: μια καρέκλα στο πλάι της σκηνής με το μπουζούκι πάνω της, ένα κλασικό, μικρό παραθύρι σπιτιών της δεκαετίας του 1960 με κουρτινάκια και γλάστρες, ένα φθαρμένο τραπέζι με δύο καρέκλες δεξιά κι αριστερά, πάνω στο οποίο στεκόταν ένα φλιτζάνι με ελληνικό καφέ, ένα ψηλό ποτήρι και μια κανάτα με νερό, σκεπασμένη με σεμεδάκι. Μια λιτότητα που στοχεύει σε έναν ρεαλισμό σχεδόν αντι-θεατρικό, όντας όμως ταμάμ με το πνεύμα του κειμένου.
Τέτοιες λεπτομέρειες έχουν τη δική τους αποφασιστική σημασία για την επιτυχία της παράστασης, εν τέλει όμως λειτουργούν επειδή κουμπώνουν στην ερμηνεία του Θανάση Παπαγεωργίου –ο οποίος επωμίζεται και τη σκηνοθεσία. Μοιάζει αφόρητο κλισέ να πούμε ότι εδώ κι εκεί σε κάνει να αισθάνεσαι λες και βρίσκεσαι πράγματι ενώπιον του 60άρη Μάρκου Βαμβακάρη στο σπιτάκι του στη Νίκαια, όπως λ.χ. στο προαναφερόμενο σκηνικό με τους τεκέδες, στο σημείο που εξιστορεί το πώς λύγισε ψυχικά καθώς δούλευε χαμάλης στη Ζέα, στα στιγμιότυπα από τις δόξες του στο κέντρο του Βασίλη Καλαματιανού στις Τζιτζιφιές ή από αυτές του Μεσοπολέμου στη Μάντρα του Σαραντόπουλου. Εκεί όπου έλαμψε μαζί με τον Γιώργο Μπάτη, τον Στράτο Παγιουμτζή και τον Ανέστο Δελιά, με τους οποίους συγκρότησε την ξακουστή Τετράδα του Πειραιώς.
Η εντύπωση αυτή οφείλεται στη φυσικότητα με την οποία αποδίδει τον Βαμβακάρη ο Καισαριανιώτης ηθοποιός, μπαίνοντας βασικά «στο πετσί» όχι ενός μουσικού θρύλου, μα ενός λαϊκού ανθρώπου που έζησε από πρώτο χέρι την αυθεντική ρεμπέτικη ζωή, φτάνοντας σε ένα ηλικιακό μετερίζι από όπου την αντικρίζει ξανά, με την προαναφερόμενη εξομολογητική διάθεση η οποία διακρίνει τόσο την παράσταση, όσο και την αφήγηση που καταγράφεται στο βιβλίο της Βέλλου-Κάιλ.
Πρόκειται βέβαια για μια γραμμική πορεία, χωρίς κάποιο στοιχείο θεατρικής πρωτοτυπίας, πράγμα που μάλλον θέτει κι ένα «ταβάνι» στη σκηνική της έκφανση. Εντός αυτού του πλαισίου, όμως, ο Θανάσης Παπαγεωργίου καταφέρνει να ζωντανέψει ενώπιόν μας και κάτι από την ίδια τη φιγούρα του ύστερου Βαμβακάρη, όπως και τον ταραχώδη βίο του στο περιθώριο μιας Ελλάδας που στα μάτια μας φαίνεται και μακρινή, μα και οικεία –και μάλιστα με τη βαμβακάρεια γλώσσα, η οποία διατηρεί και στοιχεία της συριανής ντοπιολαλιάς, μα και εκφράσεις διαδεδομένες στο ρεμπέτικο σινάφι. Ίσως να γίνομαι άδικος, πάντως δεν γνωρίζω άλλον ηθοποιό που να μπορούσε να φέρει σε πέρας μια τέτοια αποστολή.