Ειμαρμένη
Κυβερνητικά λαμόγια, αθέατοι άγιοι και μυστήριοι παπάδες, κρητίκαροι ασίκηδες, κυνηγοί πηχυαίων τίτλων, κουλ άστεγοι/ες… Του Κώστα Καρδερίνη
Μετά από δέκα ταινίες μικρού μήκους εντός μιας τριακονταετίας [1983-2012], ήρθε επιτέλους το πλήρωμα του χρόνου για τον Ανδρέα Ιούδα Μαριανό. Μιλάμε για έναν άοκνο κινηματογραφάνθρωπο δουλευταρά που έχει υπηρετήσει και υπηρετεί, παράλληλα και επάξια, πολλά πόστα [σενάριο, ερμηνεία, μοντάζ, διεύθυνση παραγωγής, κάστινγκ, ηχοληψία, εικονοληψία, διαφήμιση, θέατρο, τηλεόραση, βιντεοκλίπ, σκηνοθετική αρωγή - τελευταία στην επερχόμενη ταινία του Μανουσάκη, Ουζερί Τσιτσάνης], αλλά κανέναν κινηματογραφικό παραρά "ιθύνοντα".
Ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, λοιπόν, να κάνει την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του. Από το 2011 την παλεύει και φέτος την ολοκλήρωσε, δίνοντάς της σημαδιακό τίτλο αντίθετο με τα πιστεύω του. Ειρωνικά την είπε Ειμαρμένη, μοίρα βαριά κι ανάλγητη, πεπρωμένο φυγείν αδύνατον. Αν έπρεπε να τη χαρακτηρίσουμε θα λέγαμε ότι είναι νεοελληνική σάτιρα. Αν έπρεπε να την περιγράψουμε θα την αδικούσαμε ολωσδιόλου. Έστω. Στο κέντρο της ζει και υπάρχει ένας αφελής μηντιακός τύπος και συγγραφέας που πέφτει πολλαπλά θύμα απανωτών απατεώνων και συμπτώσεων, ακόμη κι όταν κυνηγάει αυτό που υποτίθεται πως ξέρει να κάνει.
Υπερέχει πρωτίστως ένας διπολικός αυτοσαρκασμός [ο Άλκης Παναγιωτίδης σε ειδικό ρόλο], ακολουθεί κατά πόδας ο σαρκασμός του σάπιου μήλου - παραγοντικού στάτους [στο πρόσωπο του άπαιχτου Γιάννη Ζουγανέλη] και συμπαρασύρει το κινηματογραφικό, τηλεοπτικό, παραθυρικό, ηδονολάγνο και δήθεν ρεπορταζιακό γίγνεσθαι. Μέσα σ' αυτόν τον κυκεώνα κολυμπάνε κυβερνητικά λαμόγια, αθέατοι άγιοι και μυστήριοι παπάδες, κρητίκαροι ασίκηδες [π.χ. Βασίλης Τσιπίδης, Μιχάλης Ιατρόπουλος], κυνηγοί πηχυαίων τίτλων, κουλ άστεγοι/ες [π.χ. Καίτη Ιμπροχώρη], θυμόσοφοι παιδέρες, καραγκιόζηδες [π.χ. Τάκης Βαμβακίδης], φυσαρμονικίστες ταξιτζήδες [Λάκης, με τα Ψιλά Ρεβέρ πλέον] και... σέξι αστυνομικίνες [Αθηνά Παππά]. Μερικά απ' όσα θα δείτε και πολύ λιγότερα απ' όσα στηλιτεύει.
Το επίθετο "νεοελληνική" νομίζω ότι αναλύεται δεόντως στην προηγηθείσα παράγραφο. Το ουσιαστικό όμως είναι η σάτιρα. Σάτιρα επί... του μεγαλομανούς σκηνοθέτη του Ελ Γκρέκο, της απέραντης λεβεντιάς, της ντεμέκ ανατατικής ζορμπαδοσύνης, της προχειρότητας, της αρπακολατζίδικης λογικής, της αταξικής μαρμίτας των νεόπλουτων - νεόφτωχων - φτωχοπρόδρομων, του πάμε κι ότι βρέξει. Σάτιρα ανελέητη και των γονέων, σάτιρα των μεταφυσικών και της μετεμψύχωσης, λιανοτραγουδισμένη, γήινη αλά Νοκ Άουτ κι όχι σκοτεινή / τραγική αλά Νικολαΐδη.
Ο Τσιπίδης θεός στο δεύτερο ημίχρονο [μπάτε στο φαν κλαμπ], η μουσική ισοθεϊκή των αφών Βασιλάτων, Ελελεύ + Βέκιος λάιβ φορέβερ, Μαριανός καμεραμάν και πιστός του [αγίου] απρόσωπου, γκεστ σταρς διάφοροι [Γιάννης Μποσταντζόγλου ναι σε όλα], κέντρο κινηματογράφου και απόκεντρο σεναριογράφου που σπάει... κριτσίνια [δανεισμένο απ' τις Γυναίκες Δηλητήριο]. Πανηγύρι τραγέλαφος και εμποροπανήγυρις καρεκλοκενταύρων... άμα λάχει να'ουμ. Ταυροκαθάψια περιωπής, περί οπής και περί όνου σκιάς. Αν δεν είναι νεοελληνικόν καλτ νεοκίτς νεορισπέκτ τότε τι στο διάτανο;
Βαθμός: έξι κόμμα ενενήντα εννιά [6,99] καθότι κρίσις