Εμιγκρέδων τραγούδια & τραγωδίες
Οι οικονομικοί μετανάστες είναι ένα φαινόμενο χιονοστιβάδα πια. Όπου υπάρχουν συνθήκες 'καλύτερης ζωής', 'μεγαλύτερης' ελευθερίας, περισσότερων ευκαιριών, όπου προβάλλεται η ιδανική εικόνα μιας ανιδανικής κοινωνίας, εκεί συρρέουν και προσπαθούν να φτάσουν όλοι οι κατατρεγμένοι και όσοι δεν έχουν που την κεφαλήν κλίναι. Γαλλία, Γερμανία, Αμερική, Σουηδία, Βρετανία, Ισπανία, Ιταλία, Αυστρία, Ελλάδα, Βέλγιο. Το άκρο άωτο όλων είναι οι ουκ ολίγες περιπτώσεις όπου οι προηγούμενες φουρνιές μεταναστών εκμεταλλεύονται τις επόμενες. Σαν να πρόκειται για μια υπόθεση καθαρά δική τους, όπου οι ντόπιοι κάτοικοι απουσιάζουν, απέχουν, δεν συμμετέχουν, ή χαζεύουν αφ' υψηλού τα τραγελαφικά καμώματα και τα 'πολύχρωμα καραγκιοζάκια' που πέφτουν άτσαλα το ένα πάνω στ' άλλο.
Κάπου εδώ βρίσκεται και η άκρη του νήματος των "Βρώμικα όμορφων πραγμάτων" του Στίβεν Φρίαρς [Dirty pretty things, 2002]. Δεν είναι η θριλερική οπτική, ούτε η αβάντα του θέματος της εμπορίας οργάνων που σοκάρουν. Είναι ένας κόσμος που απαρτίζεται μόνο από αλλοδαπούς παράνομους: μια τουρκάλα παρθένα καμαριέρα [Ωντρέι Τοτού], τον ισπανό νυχτοπροϊστάμενο του ξενοδοχείου [Σερζί Λοπέζ], έναν χειρουργό-ταξιτζή-ρεσεψιονίστα [Τσιγουέτελ Εγιόφορ], μια πόρνη μαύρη, έναν σλάβο πορτιέρη, έναν ξεδιάντροπο ινδό βιοτέχνη, έναν καλόκαρδο πακιστανό πάτρονα ταξί, έναν κινέζο νεκροτόμο, δυο αμφιβόλου προέλευσης κυνηγούς εμιγκρέδων και δεκάδες άλλους αλλόφυλους που βρίσκονται λάθρα σε θέση ισχύος ή σε θέση 'βολής'.
Είναι ακόμη οι φράσεις κλισέ που εκστομίζουν φτύνοντας σχεδόν, αντιγράφοντας ή μιμούμενοι όποιους θέλουν να μοιάσουν. Μια σκληρή και τραγική πραγματικότητα που περνά δίπλα μας. Ένα αίσθημα αφόρητο που σε πιάνει απ' το λαιμό και σε πνίγει, σε στραγγαλίζει αργά σα βρόγχος. Είναι μια αηδία απέναντι σ' έναν κόσμο 'κουρασμένο', 'τελειωμένο' και μονίμως απόντα. Τους χλιδάτους ενοίκους του μπουρδελο-ξενοδοχείου "Μπάλτικ", τους ματσωμένους απελπισμένους λευκούς που αγοράζουν τη ζωή ενός αγαπημένου του προσώπου πληρώνοντας με φρούδες ελπίδες έναν ξένο φουκαρά. Τους 'ανώτερους υπανθρώπους' που αφήνουν στους ενδιάμεσους το ελεύθερο να ποδοπατούν τους από κάτω.
Οκέι. Η ταινία έχει πολύ καλές ερμηνείες, την πολύ-πολύ καλή μουσική επένδυση του Nathan Larson [και του Christian Henson], την χαριτόβρυτη φωτογραφία του Κρις Μένγκες, τα σπουδαία κοντινά και τα γκρο πλάνα. Αλλά δεν είναι γι' αυτά σπουδαία. Είναι γιατί ολ' αυτά λειτουργούν αθόρυβα, υπόγεια, υπαινιχτικά, για να υποβάλλουν το 'άθλιο μεγαλείο' ενός άθλιου δυτικού παραπολιτισμού. Για να σπρώξουν την αλήθεια του στα άκρα, για να πετύχουν μια [έστω και προσωρινή] κάθαρση. Χωρίς να κοκορεύονται ότι έκαναν καλύτερο τον κόσμο μας. Αφήνοντας μόνο ανοιχτό έναν μικρό φεγγίτη. Και μια αβέβαιη επιστροφή στο σπίτι.
Χάπι εντ έχει και "Ο καλός κλέφτης" [The good thief, 2002] του κοσμοπολίτη πια Νιλ Τζόρνταν. Παρότι είναι ρημέικ του μελβιλικού "Bob le Flambeur" [1955], διατηρεί λίγα μόνο στοιχεία από τη νουάρ θανατερή ατμόσφαιρα και φλερτάρει καταλυτικά [λόγω αμερικάνικης παραγωγής] με το 'ανανεωμένο' είδος των ληστειακών περιπετειών [Ocean's 11, The score, The Thomas Crown affair, Heist και γιατί όχι και το γαλλικό Sur mes levres (Πάνω στα χείλη μου) του Ζακ Οντιάρ]. Εδώ που τα λέμε ο Οντιάρ θυμίζει πιο πολύ Μελβίλ, αλλά... μάλλον ξέφυγα απ' το θέμα. Ωστόσο, ο Νιλ διατηρεί κάτι από τη γλυκιά μελαγχολία της πρώτης του περιόδου [Mona Lisa (1986), The crying game (1992), The butcher boy (1997)], αποφεύγοντας αρκετές κακοτοπιές των προηγούμενων υπερατλαντικών του προσπαθειών [We're no angels (1989), In dreams (1999)].
Διαθέτει ένα εξίσου αβανταδόρικο κοσμοπολίτικο καστ [Νικ Νόλτε, Τσέκι Κάριο, Εμίρ Κουστούριτσα, Ρέιφ Φάινς] κι ένα πολύ φρέσκο συμπαθητικό μουτράκι [Νούτσα Κουκιανίτζε]. Χαρίζει απλόχερα το ουάν-μαν-σόου στον Νόλτε, ο οποίος παραπέμπει στον Μπόκαρτ αλλά στο πιο ιλουστρασιόν του. Θυμίζει σίγουρα Σόντερμπεργκ [μοντάζ με στοπ-καρέ και φαστ-τζαμπ, περίεργα χρωματικά φίλτρα, κλεπτομανιακές γωνίες λήψης], κάτι από Αρζέντο [χτυπητά εσωτερικά ντεκόρ], κάτι από Φίγκις [του κερατά! αφού τη φωτογραφία έχει αναλάβει και πάλι ο Κρις Μένγκες] και αφήνει τη μουσική να του φτιάξει την ατμόσφαιρα [από τα ορχηστρικά του Γκόλντεταλ, τα βραχνά φωνητικά του Λέοναρντ Κοέν {η εκπληξάρα}, τα κλασικά "Noir c'est noir" του Johnny Hallyday, "Je t'aime-moi non plus" των Serge Gainsburg / Jane Birkin, τα παρδαλά γαλλικά χιπ-χοπ, μεχρι το "That's life" του Bono των τίτλων].
Βλέπεται σίγουρα σαν μια ευχάριστη περιπετειούλα με φόντο τη Ριβιέρα και το Μόντε Κάρλο. Αλλά μπορεί να δώσει τροφή και για σκέψεις του τύπου: η χώρα ασελγεί σε βάρος των μεταναστών κι αυτοί σπέρνουν ελπίδες στο οργωμένο τους κορμί, παντού υπάρχει ένας Μπάροουζ και μια μεταλλαγμένη μποντιμπιλντερού που φοβάται τις αράχνες, ο Χριστός έστειλε τον καλό κλέφτη στο παράδεισο κι ο Νιλ επίσης, ο Τσέκι Κάριο πάλι είναι μαϊντανός, ουδείς τέλειος και άλλα παρόμοια τινά. Χαλαρώστε, αφεθείτε στη μουσική, στο 'βρώμικο' γκλάμουρ και στα υγρά της μάτια, και θα περάσετε καλά.
Κι εκεί που λέγαμε για το βόλεμα του Τζόρνταν, νάσου - παίρνει τη σκυτάλη ο Μάικλ Γουίντερμπότομ. Αυτός πια δεν πιάνεται με τίποτα!!! Αδράχνει μια ψηφιακή βιντεοκάμερα και ακολουθεί του ήρωές του από το Πακιστάν στο Ιράκ το Ιράν την Τουρκία την Ιταλία την Γαλλία ως την Βρετανία. 'Ξεχνάει ότι έκανε πριν 24 ώρες' [24 Hour Party People, The Claim] και παίρνει στο κατόπι δυο αβγανούς φουκαράδες που αναζητούν την ελευθερία με τη λάμψη στα μάτια. Φαίνεται πως όλες αυτές οι μηντιακές εξερευνήσεις των τελευταίων του ταινιών έψαχναν το κατάλληλο θέμα για να απογειωθούν. Και - ιδού εμπρός μας - ένα δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ που κινείται στα θολά νερά, "Στα σύνορα του κόσμου", στα γραφειοκρατικώς αξεδιάλυτα όρια ανάμεσα στους οικονομικούς μετανάστες και τους πολιτικούς πρόσφυγες.
Οι ηθοποιοί του ερασιτέχνες, εύπλαστο υλικό και πρωτογενείς εκφραστές ανάλογων καταστάσεων. Η αίσθηση του εκτοπισμού και των τρομακτικών του ψυχολογικών επιπτώσεων ιδιαίτερα έντονες. Το προπαρασκευασμένα αυτοσχεδιαστικό σενάριο να μετασχηματίζεται έξοχα σε τραχύ σινεμά δρόμου και 'αντάρτικη' κινηματογραφία. Ο σκηνοθέτης ρισκάρει λήψεις και θέσεις 'επικίνδυνες', συμπεριλαμβανομένου του στρατοπέδου συγκέντρωσης Sangatte. Τολμά να ανοίγει νέους δρόμους πάνω σε σκονισμένα μονοπάτια. Τολμά να ταρακουνάει τον κόσμο από την διεθνή του νάρκη [χειμέρια και μη]. Τολμά να αγωνίζεται με αυτήν την σπάνια κοινωνική ευαισθησία που έχουν επιδείξει κατά καιρούς πολλοί βρετανοί συνάδελφοί του.
Μπορεί να μην πετυχαίνει τις απαραίτητες ισορροπίες αλλά αφήνεται να παρασυρθεί από το θέμα του σε νέες ρότες και προβληματίζεται έντονα για την κοινωνική προσφορά του εγχειρήματός του. Καλοδεχούμενο, ευπρόσδεκτο και αξιόλογο όταν το καινοτόμο πνεύμα συνδυάζεται με εξίσου καινοτόμα βλέμματα.
Dirty pretty sites
Το παρελθόν του Stephen Frears
Dirty pretty official thing
Η χώρα των θαυμάτων του Μάικλ Γουίντερμπότομ
Ιχ μπιν άινε ντουνιά μπρε
Η άκρη του κόσμου στο Βερολίνο
Ο καλός κλέφτης εξ ευωνύμων
ΥΓ: Ο τίτλος "immi-grand songs" δεν μου βγήκε τελικά και είπα να τον παραφράσω.