Φεστιβάλ Κινηματογράφου, 47 χρόνια φαγούρα
Το 47ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης [17-26.11.2006] υπήρξε δεόντως σουρεαλιστικό. Καταρχήν οργανωτικά. Ο πληθωρισμός του ξεπέρασε κάθε προηγούμενο όριο: 278 ταινίες μεγάλου [κυρίως], μεσαίου και μικρού μήκους, αν μέτρησα καλά από τον επίσημο κατάλογο, που προβάλλονται σε διάστημα 10 ημερών σε 8 αίθουσες + 2 τρόπος του λέγειν. Με αποκορύφωμα την τέρμα θεού "αίθουσα Μανώλης Ανδρόνικος" του Αρχαιολογικού Μουσείου. Ούτε ο φαγάνας πρωταθλητής της "Ταρίχευσης" δεν μπορεί να καταπιεί τόσες φασολάδες εικόνες σε μια καθισιά, πηγαινοερχόμενος επιπλέον σαν δρομέας ημιαντοχής. Κι αυτός κατόπιν θα τις κάνει εμετό ενώ εμείς θα μηρυκάσουμε. Χάσαμε και το ευ και τα καλάθια.
Μετά ήταν εκείνο το καημένο σινέ Βακούρα που δεν είχε ταμείο. Όποιος ήθελε να δει ταινίες έπρεπε να πάει τουλάχιστον μέχρι το Ολύμπιον να κόψει εισιτήριο ή να πάει εφοδιασμένος. Κι αν πέρναγε κάποιος τυχαία, μη σχετικός κι ανυποψίαστος, κι ήθελε να δει κάποια ταινία, την "Πηγή" του Αρονόφσκι φερειπείν, δεν μπορούσε να μπει κι ούτε φυσικά θα διένυε το 1 χιλιόμετρο μέχρι το Ολύμπιον και ξανά πίσω. Οι δε δημοσιογράφοι έπρεπε να βλέπουν δημοσιογραφικές στο Πλατεία 2 [που άρχιζαν στις 08.00], να παρατάνε την ταινία στη μέση και να κάνουν αγώνα δρόμου μέχρι την Αποθήκη Δ [στις 09.15 αν θέλουν να βρουν θέση για όσες προβολές τους ενδιαφέρουν] για να προμηθευτούν μόνον τα μηδενικά εισιτήρια της ημέρας.
Θα μου πείτε βέβαια, ποιος ενδιαφέρεται για έσοδα και εισιτήρια σε μια γιορτή πολιτισμού των 7 εκατομμυρίων ευρώ; Αυτό κι αν είναι σουρεαλιστικό! Ο πολιτισμός ήταν προσιτός [όχι δωρεάν] και στους πτωχούς της αρχαίας αθηναϊκής δημοκρατίας, αλλά μην ξεχνάμε ότι καλύπτονταν εξολοκλήρου από χορηγίες κι όχι από το κράτος, από μας τους ίδιους. Χώρια που φάγαμε στη μάπα όλες τις γελοίες διαφημίσεις των "χορηγών", να εξυψώνουν τη μπάλα πάνω από τις εκδηλώσεις που σπονσοράρουν ή να προωθούν μια ζωή -δήθεν- χαλαρή τόσο άπιαστη κι απατηλή, και μάλιστα σε επαναλήψεις πολλαπλάσιες κι απ' το σήμα του Φεστιβάλ. 'Η ακόμη και να ξεφτιλίζουν τον ίδιο τον ψυχαγωγικό ρόλο του κινηματογράφου, ισοπεδώνοντάς τον με μερικά μπουκάλια αλκοολούχου ποτού, κάποιες χιλιάδες έτη νεότερου του κρασιού.
Ικανοποιητική δόση σουρεαλισμού διέθετε όμως και το περιεχόμενο, δηλαδή οι ταινίες κυρίως των 2ων Ημερών Ανεξαρτησίας, κι αυτό μπορεί να υποσκελίσει εν μέρει τις άλλες αμετροέπειες. Μεγάλος τιμώμενος και μεγάλη έκπληξη αυτού του τμήματος ήταν ο τσέχος master of puppets και αλχημιστής Jan Svankmajer. Παρουσιάστηκε όλο του το έργο, 5 μακράς και 25 μικρής διάρκειας, και είχαμε με μοναδική ευκαιρία να δούμε συνολικά την πορεία του και τις εμμονές του. Πως ο κόσμος του ονείρου και του εφιάλτη ανοίγει τρύπες και διαποτίζει, διαβρώνει το άχαρο και ταχτοποιημένο σύμπαν που βρίσκεται μόνο στα κεφάλια κάποιων μίζερων ανθρωπάριων. Και πως οι τρύπες αυτές είναι οι βαλβίδες διαφυγής φαιάς ουσίας, για να μη μας στρίψει.
Από την Αλίκη [Neco z Alenky, 1987, 84'] του Λιούις Κάρολ, που τρυπάει τον παιχνιδόκοσμο και τρυπώνει στα συρτάρια του ονειρικού. Κι απ' τον Φάουστ [Lekce Faust, 1994, 78'] που μας προειδοποιεί για τη σταδιακή, μηχανιστική και συστηματική μεταμόρφωση του ανθρώπου σε μαριονέτα. Στους υπερ-σουρεαλιστικούς Συνωμότες της ηδονής [Spiklenci slasti, 1996, 85'] που προφητεύουν τη σημερινή κοινωνία αχαλίνωτης ψηφιακής απόλαυσης, εικονιστικής και εξ αποστάσεως ηδονής, προσομοίωσης των επαφών και εικονικών συναντήσεων. Στο κοντορεβιθούλη μικρό Ότικ [Otesanek, 2000, 127'] που μεταμορφώνει το σπίτι σε μαγαζάκι του τρόμου και ευαγγελίζεται το "μικροαστοί θα σας φάνε τα παιδιά σας". Μέχρι την καθαρόαιμη Τρέλα [Sileni, 2005, 118'] που μας υπενθυμίζει σαρδόνια πως όλα είναι ένα μάτσο κρέας, μ' ένα εσχατολογικό τράβελινγκ στον πάγκο του σούπερμαρκετ υπό τους ήχους της σοσιαλιστικής διεθνούς.
Υπάρχουν όμως και επίγονοι αυτού. Ο ούγγρος Gyorgy Palfi του ηχοτροπικού Hukkle, παραδείγματος χάριν. Η φετινή του Taxidermia [Ταρίχευση, 2006, 91'], αριστούργημα και αρρωστούργημα συγχρόνως, κατάφερε να χωρέσει τις ανησυχίες του εικοστού αιώνα σε τρεις γενιές ανδρών. Παππούς - λάσπη - πηλός - έρωτας, πατέρας - υπερ - αθλητής - ιδεαλιστής, γιος - παγερός - κλινικός - αθάνατος. Οι υπερβολές τους γίνονται παραβολές, το κόμικ υποτροπιάζει στην ιστορία, ο τρόμος παραμονεύει σ' ένα παγωμένο χαμόγελο, το γκροτέσκο χορεύει πάνω σε ηδονική πυρά, και ο Amon Tobin υπονομεύει και αναδομεί το παραλήρημα.
Avida Dollars [ξετρελαμένος για δολάρια] είναι ένας αναγραμματισμός του Salvador Dali που επινόησε ο Αντρέ Μπρετόν για να καυτηριάσει την επικίνδυνη στροφή του μεγάλου ντανταϊστή ζωγράφου. Avida [Αβίδα, 2006, 83'] τιτλοφορείται και η υπερρεαλιστική σάτιρα των Benoit Delepine & Gustave Kervern με παραγωγό τον Ματιέ Κασοβίτς. Μετά το ιδιόμορφο χιούμορ του γαργαλιστικού πρώτου μέρους, τύπου "Κωμωδίας του Θεού" αλά Μοντέιρου, το χάος και το ουίσκι μεσουρανούν. "Πιωμένοι λιώμα θα την εκτιμήσετε πιότερο" προτείνει ο Kervern που υποδύεται τον διασκεδαστή σκύλων. Τα σύννεφα είναι άπιαστα αλλά απτά αλά Γκοντάρ. Η ντίβα άρια, ο Μπονιουέλ, ο Νταλί κι ο μικρός Σηάτλ τιμώνται κινηματογραφοφιλικά και αναφέρονται ως πηγές έμπνευσης. "Αυτά που πάθανε τα ζώα από μας, αυτά τα ίδια μας περιμένουν στο άμεσο μέλλον".
Οι πόρτες με την κιμωλία στον μεξικάνικο Λαβύρινθο του Πάνα [El Laberinto del Fauno, 2006, 114'] του Guillermo del Toro λειτουργούν όπως οι τρύπες του Σβανκμάγιερ. Μόνο που εδώ ο ντελ Τόρο μοιάζει να κολακεύει τη βασιλεία όπως ο Νταλί στήριζε τον Φράνκο. Το παραμυθάκι είναι τέλεια ειπωμένο. Ο Σερζί Λοπέζ δίνει ρεσιτάλ. Η πριγκίπισσα που εκκολάπτεται σε βασίλισσα, θυσιάζει το επίγειο φέουδό της προς χάριν των βασιλείας των ουρανών. Κι όχι μόνο μια φορά αλλά και σε κάθε προηγούμενη μετενσάρκωσή της. Κι έτσι κάπως έχουμε τον πρώτο άνδρα ισπανό βασιλιά. Σκεφτείτε το ψύχραιμα και μην τσιμπάτε.
Μια τρελούτσικη κινεζούλα Αμελί είναι Η Μπαομπέρ [που] Ερωτεύεται [Lian'aizhong de Baobei, 2006, 99'] της Li Shaohong. Στο πρώτο ημίωρο κατακτά και τις δικές μας καρδιές, μαζί με το ανορθόδοξο μοντάζ τους φαζαριστούς τίτλους και τις παλμικές μουσικές. Στο δεύτερο μισό η νύμφη μεταμορφώνεται σε Μπέτι Μπλου. Η από μηχανής λύση του τέλους μοιάζει με αναγκαστική προσγείωση. Σε άλλο μήκος κύματος, πιο παραδοσιακό και μεταφυσικό, κινείται το Όνειρο που Ζωντανεύει [Qianniuhua: tongnian shidai wode mengyou gushi, 1996, 100'] του επίσης κινέζου Hu Xueyang, που ανακατεύει ιδανικά μύθο, υπνοβασία, δράμα και υπέρβαση.
Το κερασάκι στη σουρεαλιστική τούρτα μπαίνει από τον Ξενιστή [Gue-mool, 2006, 119'] του εμπνευσμένου νοτιοκορεάτη καλλιτέχνη Bong Joon-ho που δημιούργησε πριν τρία χρόνια τις "Μνήμες εγκλημάτων" [έκπληξη στους τελευταίους Νέους Ορίζοντες]. Παλιομοδίτικη επιστημονική φαντασία, νουάρ αστυνομικό, ταινία καταδίωξης, προθεσμιών και μαύρου χιούμορ, γυρισμένη με τους κώδικες του κλασικού Γκοτζίλα και με ενδιαφέρουσα μουσική παραπομπή στον Ifukube.
Αλλά δύο πρόσωπα που παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα και μου άφησαν άριστες εντυπώσεις είναι ο αμερικανός Jem Cohen και ο σιγκαπουρινός Royston Tan. Ταξιδιάρικα και φευγάτα αλλά Ευλογημένα τα Όνειρα των Ανθρώπων [Blessed are the dreams of men, 2005, 10'], υπό τους μεταβιομηχανικούς αστικούς ήχους του Andy Moor. Κι όλοι The Ex σε μια ώρα από ένα σούπερ live του 1994 στο Knitting Factory με τον ανατρεπτικό τίτλο Φτιάχνοντας μια Χαλασμένη Ποντικοπαγίδα [Building a broken mousetrap, 2006, 62'] αλά Cohen. Σοκαριστικό, άγρια διασκεδαστικό και τραγικό μαζί το 15 [Ετών δεκαπέντε, 2003, 90'] του Tan. Αστείο και σπιντάτο το Cut [Κομμένο, 2004, 13'] που αναφέρεται στην πρωτοφανή λογοκρισία που υπέστη. Βραδύκαυστο αλλά συγκλονιστικό το μοναχικό παιδί του 4:30 [2006, 93'] που καταλήγει μ' ένα στιγμιαίο ηλεκτροσόκ.
Το σκανδιναβικό σινεμά έδωσε επίσης ένα μικρό αλλά σημαντικό παρόν. Οι Δεσμοί Αγάπης [Blodbond, 2006, 90'], πρώτη ταινία του ισλανδού Arni Olafur Asgeirsson, αναθρεμμένου στη Δανία σπουδαγμένου στο Λοτζ, διαπραγματεύτηκαν με τόλμη ένα κοινωνικό στόρι, αποφεύγοντας τα τηλεοπτικά κλισέ μες από ανύποπτες στιγμές γέλιου. Η πολύ δυνατή και γνώριμη πια Susanne Bier [Ανοιχτές καρδιές, Ουκ επιθυμήσεις τη γυναίκα του πλησίον] διηύθυνε αριστουργηματικά ένα worst case scenario Μετά το Γάμο [Efter Brylluppet, 2006, 122'] κρατώντας την ένταση μέχρι το τέλος.
Η αποκάλυψη βέβαια ήρθε από τη Σουηδία κι ήταν Θεού Θέλοντος [Om Gud Vill, 2006, 85'], κάποιου θεού μη επιτρέποντος και κάποιου άλλου αποτρέποντος. Ο Amir Chamdin οδήγησε τον εαυτό του και την, ταλαντούχα και στο πανί, Nina -Cardigans- Persson στα ουράνια. Ερμηνείες, μοντάζ, τρυφερότητα, φαντασία, σενάριο, ανατροπή συμβάσεων του μέσου και του ήθους. Ο Nathan Larsson κάνει έξοχη μουσική αλλά η Νίνα κλέβει καρδιές διασκευάζοντας The White Stripes.
Βέλγιο και Γαλλία είχαν κοινές ενδιαφέρουσες προτάσεις. Η Ιδιωτική Περιούσια [Nue propriete, 2006, 95'] του Joachim Lafosse μας παρουσίασε έναν άξιο συνεχιστή του σινεμά των αδερφών Νταρντέν με ολίγο από Χάνεκε και μια εξαίσια ερμηνευτική πεντάδα με ισχυρή δόση Ιζαμπέλ Ιπέρ. Σε ομόλογο αντίποδα, ο πρωτόβγαλτος Laurent Herbiet σκηνοθέτησε ένα αντιπολεμικό δράμα εποχής, τον Συνταγματάρχη [Mon Colonel, 2006, 111'], πατώντας στους στιβαρούς σεναριακούς ώμους του Κώστα Γαβρά, μεταγράφοντας τα κρεσέντα και τα πολιτικά σχόλια του δασκάλου του.
Το λατινοαμερικάνικο σινεμά είχε κι αυτό την τιμητική του, ειδικά με το βραζιλιάνικο αφιέρωμα, το οποίο οι αθηναίοι θα δουν με την άνεσή τους και χαλαρά όπως είδαν και το κινέζικο. Πρόλαβα μόνον τον Άνθρωπο που Έκανε Φωτοτυπίες [Homem que Copiava, 2003, 124'] του Jorge Furtado και χάρηκα ιδιαίτερα τις εναλλαγές, τις παραλλαγές, τη δράση και τη μουσική του. Είναι απ' αυτές τις ταινίες που εμείς δε μπορούμε να κάνουμε ούτε με σφαίρες. Χάρηκα ωσαύτως και την επάνοδο του αργεντινού Pablo Trapero [Κόσμος Γερανός, Familia rodante] που με ταξίδεψε στη λήθη και τα παγωμένα τοπία της Παταγονίας με μια ταινία Γέννημα-Θρέμμα [Nacido y criado, 2006, 100'] όνομα και πράμα. Καθώς και Το Βιολί [El violin, 2006, 98'] του Francisco Vargas, που μας έδωσε δοξαριές οικονομίας, λιτότητας, πολιτισμού και έξοχου χειρισμού των ερασιτεχνών ηθοποιών.
Από τους young americans ξεχώρισε με μεγάλη διαφορά η Kelly Reichardt, με μια buddy-buddy χαμηλόφωνη και απολαυστική ταινιούλα. Πρώτον γιατί απάντησε έμμεσα σε υστερικές κορώνες τύπου Brokeback Mountain όντας γυναίκα. Δεύτερον διότι κατάφερε να αποτυπώσει έναν ενθουσιασμό κι έναν πολύ καλό Will Oldham να τραγουδάει μόνο μια λέξη: sunshine. Τρίτον γιατί οι Yo La Tengo συνέθεσαν επ' αφορμή μπαλάντες του δάσους, εκεί που το talk radio σηματοδοτεί τα όρια της πόλης. Και το όνομα αυτής νοσταλγικό: Περασμένη Ευτυχία [Old joy, 2005, 76']. Μεγαλείο η παραγωγή του Todd Haines και σχόλιο για ψαγμένους η αναφορά στο Safe. Με τσάτισε άγρια η καπηλεία του Daniel Johnston στην ανεκδιήγητη Μοτοσικλέτα [2006, 81'] του Paul Gordon. Με εξόργισε επίσης το ανόητο "χιούμορ" της Gretchen [2006, 98'] που χλευάζει μια natural born loser με το σπινθηροβόλο βλέμμα του βοδιού.
Επιστροφή στην Ευρώπη με μερικές ακόμη εκπλήξεις. Ο Ασφαλιστής [Der Lebensversicherer, 2006, 97'] του βερο-λινέζου Bulent Akinci μιξάρει γαλλικά σανσόν και σφυριγμένα πιανίσιμα του Wim Mertens ανάμεσα στις σιωπές και τις παύσεις. Ολόκληρη η ηχητική μπάντα μοιάζει με ακουστικό ονειροποίημα. Φσσστ, φσστ / η σταγονοπλημμύρα του φτηνού αρώματος αποτολμά σιγαλά την κατάληψη του κενού χώρου. Πολύ διαβασμένος, ευρυμαθής, με θεατρική παιδεία και καλοαφομοιωμένες επιρροές. Η αναφορά στον δάσκαλο Peter Greenaway γίνεται με μια τελική σκηνή που αναπαριστά το disposition of the linen απ' το "Συμβόλαιο του σχεδιαστή".
Ακόμη μια δυνατή ταινία από τον μοσχοβίτη αρχιμάστορα Pavel Lounguine [Taxi blues, Luna park]. Το Νησί [Ostrov, 2006, 112'] επαναπροσδιορίζει την πίστη ως ιδανικό, απομονώνοντάς την σ' ένα ερημίτικο υποβλητικό και υγρό περιβάλλον. Μακριά από δόγματα και θέσφατα. Γυμνή απέναντι στις ενοχές, τις προσωπικές "αμαρτίες" και τα σφάλματα προς τον συνάνθρωπο. Ο Ταρκόφσκι κι ο Ρουμπλιώφ, ο Κανιέφσκι και η Μια Ανεξάρτητη Ζωή του, ο 41ος Παράλληλος και η υπερβολή, μπολιάζουν το κάδρο. Ανορθόδοξες οπτικές, τακτικές και ιδέες που αποικοδομούν το μακρινό παρελθόν και σταλάζουν γαλήνη στην ψυχή, λυτρώνοντάς την από τα δεσμά και τις ενοχές.
Αναμενόμενη η Επικίνδυνη Ομορφιά [Kraska v nesnazich, 2006, 110'] του τσέχου Jan Hrebejk [Big beat, Μια ζεστή φωλιά, Παιχνίδια διχασμού και... εγκυμοσύνης]. Η εκκλησία εκδιώχθηκε απ' το καθεστώς γιατί ήταν ανταγωνιστής. Τώρα όμως, που εξέλειπε ο "μεγάλος πατερούλης", ήρθε πάλι η εκκλησία με τους εκπροσώπους του πατρός και του υιού να αλωνίζουν ανενόχλητοι και να κινούν τα νήματα, μηχανορραφώντας και υφαρπάζοντας περιουσίες ανυποψίαστων. Αναμενόμενη και η τσιγγάνικη ταγκωδία Τρανσυλβανία [TranSylvania, 2006, 103'] του Tony Gatlif. Με τη πριγκίπισσα Asia Argento και τις ακορντεονιές της Delphine Mantoulet.
Αστείρευτη πηγή πολλαπλών συγκινήσεων ο ρουμάνος πεσιμιστής Lucian Pintilie. Του φτάνουν μόλις 39 λεπτά κι ένα δωμάτιο στα στάχυα για να κεντήσει, μες απ' το οδυνηρό χθες, το σήμερα και το αύριο της Ρουμανίας και της ηνωμένης Ευρώπης. Λέγεται Tertium non datur [Τρίτο δεν έχει, 2006] κι όμοιό του δεν υπάρχει. Μοναδικό και γεμάτο πικρές αλήθειες είναι το πραγματικά Μαγικό Μάτι [Magic eye, 2006, 93'] του αλβανού Kujtim Cashku. Η εσκεμμένη αισθητική ρεπορτάζ ρευστοποιεί εικόνες του ερασιτέχνη κινηματογραφιστή με αγαπημένα πρόσωπα. Το γεγονός δεν αποκρύπτεται αλλά και δεν ξεπουλιέται, δεν εξαργυρώνεται ούτε και δημοσιοποιείται. Η τηλεόραση και η ενημέρωση δεν δίνουν δεκάρα για την αλήθεια. Η αλήθεια έχει εκλείψει ως συλλογή ή συλλογική αξία. Η ατομική αλήθεια κείτεται γυμνή και δε φοβάται μήτε το θάνατο. Μιρουπάφσιμ.
Και φτάσαμε στην περιβόητη τελετή λήξης. La ceremonie. Ρεζίλι με πρωταγωνίστρια την Αθηνά Μαξίμου. Ασυγχρόνιστη, γεμάτη ευτράπελα και σαρδάμ. Τους μόνους που δεν πρόφεραν λάθος ήταν οι "χορηγοί". Τα περισσότερα βραβεία μάζεψαν οι "Οικογενειακοί δεσμοί", "Ο ουρανός της Σουελί", "Μια Παρασκευή απόγευμα" και η "Επανάκτηση". Αξιοσημείωτο το βραβείο της Βουλής των Ελλήνων [συνοδεία 15.000ευρώ] που το κέρδισε ο μεξικάνος Francisco Vargas για "Το βιολί". Η σουρεαλιστική αυτή κωμωδία έλαβε τέλος με την Αθηνά Μαξίμου να λέει "...και τώρα η αυλαία του φεστιβάλ πέφτει". Η αυλαία της σκηνής ήταν μόνιμα πεσμένη και σηκώθηκε ακριβώς τη στιγμή που το 'λέγε. Και μια που άρχισαν να πληθωρίζουν και τα βραβεία, έχω μια σπουδαία πρόταση: να θεσμοθετηθεί κι ένας Τέντι Αλέξανδρος κατά το Teddy Bear του Βερολίνου. Νομίζω πως θα κάνει αίσθηση και θα προκαλέσει ρίγη στους εθνικόφρονες.
Πριν κλείσω με τα "Κρατικά Βραβεία "Ποιότητας" 2006" θα ήθελα να αναφέρω τις επιλογές και τις κινήσεις της ΠΕΚΚ. Πρώτον τα 'ψαλλε στην καλλιτεχνική διευθύντρια για τα ίδια πάνω κάτω θέματα που είχε παραπονεθεί και πέρσι, εξαίροντας μόνον το DigitalWave. Δεύτερον χαρακτήρισε τον θεσμό των "Κρατικών Βραβείων" παρωχημένο και αδιαφανή, αφήνοντας άθιχτη την ταμπακέρα περί ευλογίας γενιών και χτενιών. Τρίτον ανανέωσε το χρίσμα του ρηξικέλευθου στον Γιάννη Οικονομίδη, προϊδεάζοντάς μας ότι αγνοήθηκε σκόπιμα από τις άλλες επιτροπές.
Μέρες πριν, Δευτέρα 20 Νοεμβρίου, σε ειδική εκδήλωση η 30χρονη πια Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου ανακοίνωσε τις δέκα καλύτερες ελληνικές ταινίες όλων των εποχών. "Ξέρετε γιατί το ελληνικό σινεμά δεν πάει μπροστά;" ρώτησε ρητορικά ο Ανδρέας Τύρος. "Γιατί όλες οι ταινίες του είναι ταινίες-σταθμοί!!!" απάντησε με νόημα. Έσπευσε όμως αμέσως να συμπληρώσει πως "εκτός από σταθμούς υπάρχουν και διαδρομές" και πως "εξάλλου οι εικόνες είναι κινούμενες και δεν σταματιούνται".
Ποιες είναι λοιπόν οι καλύτερές τους; Οι εξής έντεκα: 1ος Ο Δράκος [1956] του Νίκου Κούνδουρου, 2η η Ευδοκία [1971] του Αλέξη Δαμιανού, 3ος Ο Θίασος [1975] του Θόδωρου Αγγελόπουλου, 4η η Φωτογραφία [1986] του Νίκου Παπατάκη, 5η η Στέλλα [1955] του Μιχάλη Κακογιάννη, 6η Η κάλπικη λίρα [1955] της Μαρίας Πλυτά, 7ο το Ρεμπέτικο [1983] του Κώστα Φέρρη, 8η η Αναπαράσταση [1970] του Θόδωρου Αγγελόπουλου και 9ες η Γλυκειά συμμορία [1983] του Νίκου Νικολαϊδη, Η εαρινή σύναξη των αγροφυλάκων [] του Δήμου Αβδελιώδη και η Καρκαλού [1984] του Σταύρου Τορνέ. Απόντες ο Κανελλόπουλος [Εκδρομή, Ουρανός, Παρένθεση], ο Παναγιωτόπουλος [Τα χρώματα της ίριδας, Οι τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας], ο Τζαβέλλας. Εύλογα απούσες κι όλες οι πρόσφατες παραγωγές.
Και τώρα η ώρα της ποιότητας. Ο Eduart [the king] της Αγγελικής Αντωνίου τα σκούπισε όλα αφήνοντας κάποια ψίχουλα στους υπόλοιπους. Ήμουνα μοναχοπαίδι ήμουνα μοναχογιός κι έχω γίνει ψυχοπαίδι κι έχω γίνει παραγιός. Στη δική σου την καρδιά αφιλότιμη πόσο λάθος με μετράς αφιλότιμηηηη, αφιλότιμη. Θέλησε δε, με μετριοφροσύνη και σεμνότητα, απωλέσασα κάθε ίχνος βασιλικής μεγαλοψυχίας, να διαμαρτυρηθεί γιατί ο αλβανός πρωταγωνιστής έχασε το βραβείο ερμηνείας λόγω μη ελληνικότητας. Έχω επανειλημμένως εκφραστεί κατά τοιούτων ηλιθίων διακρίσεων που γίνονται ακόμη και στη Δράμα με τους "έλληνες του κόσμου". Και κάτι άλλο: η σπουδαιότητα και η ποιότητα μιας ταινίας δεν κρίνονται μόνον από το "σε πόσους βαθμούς υπό το μηδέν έγιναν τα γυρίσματα" αλλά από κι από τα βραβεία που πήρε σε ξένα φεστιβάλ. Κι αν είχε κότσια να καταφέρει να πάει σε κάποιο διαγωνιστικό τμήμα.
Κατά τα άλλα η γιορτή ήταν η καλύτερη που είδα και άκουσα ποτέ. Η ιστορική αναδρομή στην 100χρονη πορεία του ελληνικού σινεμά και οι αυτοσχέδιες αναδιπλώσεις του κου Στέργιογλου έδωσαν μια άλλη διάσταση στη βραδιά αλλά και στον ρόλο του παρουσιαστή. Η σκηνοθεσία και τα ιδιοφυή ευρήματα του Φραντζή έδωσαν τέλειο καμουφλάρισμα στο γεγονότος ότι μια ταινία σάρωσε τα πάντα στο πέρασμά της. Διασκέδασαν με μεγάλη μαεστρία το θέατρο του νικητή που βασιλεύει με χαρακτηριστική άνεση επί των τροφίμων της σχολής θεότυφλων. Υπερθετικά συνέβαλαν και οι προχωρημένες επιλογές του Δημήτρη Παπαϊωάννου μέσα από τις διασκευές και τα παράξενα ζευγαρώματα Mary&theBoy - Βέμπο, Cayetano - Αττίκ, 2L8 - Χατζιδάκι - Πειραιά, ExpertMedicine - Μοδιστρούλας και BasementFreaks - Γκουσγκούνη - FreakOut - DontStop - Πυρετού.
Οι επίσημες αρχές μου ακούστηκαν σαν τα λόγια του Μαυρογιαλούρου, ο οποίος πέρασε φευγαλέα κι απ' την ιστορική αναδρομή. "Δεν είμεθα οι άνθρωποι των λόγων, είμεθα οι άνθρωποι των έργων. Θα σας εξαφανίσωμεν".