Fish Tank
Η μεταπολεμική βρετανική κουλτούρα σημαδεύτηκε από τα kitchen sink dramas, ήτοι θεατρικά έργα, κινηματογραφικές ταινίες και τηλεοπτικά σήριαλ με ήρωες απλούς, καθημερινούς ανθρώπους της εργατικής τάξης, και κυρίως τους επονομαζόμενους angry young men. Η σχολή ήταν επηρεασμένη από το σοσιαλιστικό ρεαλισμό, αλλά οι ήρωες ήταν "επαναστάτες χωρίς αιτία", καταδικασμένοι να σπάσουν τα μούτρα τους πάνω στο αξεπέραστο φράγμα της αυστηρά ταξικής, βρετανικής κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Επίγονοι αυτής της σχολής θεωρούνται οι σκηνοθέτες Mike Leigh (περισσότερο) και Ken Loach (λιγότερο, λόγω αριστερής ιδεολογίας). (Στη μουσική, η επιρροή του κινήματος φαίνεται πολύ αργότερα, στον Morrissey της περιόδου των Smiths, και ίσως στον Gavin Friday της μετά Virgin Prunes εποχής).
Σ' αυτό το ύφος κινείται και η πρώην ηθοποιός Andrea Arnold, η οποία κατάφερε με τη δεύτερη αυτή ταινία της να κερδίσει το βραβείο της κριτικής επιτροπής στο φετινό Φεστιβάλ των Κανών. Κι επιπλέον, πέτυχε να την αναφέρουν όλα τα κινηματογραφικά έντυπα ως διάδοχο του Ken Loach! Στο Fish Tank την παρακολουθούμε να διαχειρίζεται με τον ανθρωπισμό και την αισιοδοξία του master Ken μια υπόθεση τυπικά βρετανική: μια μονογονεϊκή οικογένεια ζει στις εργατικές πολυκατοικίες μιας φτωχογειτονιάς του Έσεξ. Η μητέρα (Keirston Weiring) είναι ανύπαντρη, άνεργη και αλκοολική, η δεκαπεντάχρονη κόρη Μία (Katie Jarvis), ένα αγρίμι που έχει παρατήσει το σχολείο και ασχολείται με το urban dancing - κοινώς, αντιγράφει τα βιντεοκλίπ του σύγχρονου r'n'b. Και η μικρότερη κόρη, η Τάιλερ, καμιά δεκαριά χρονών μόνο, καπνίζει, βρίζει σαν χαμάλης και βλέπει νυχθημερόν ριάλιτι στην τηλεόραση. Η πλήρης αποσύνθεση της αγγλικής εργατικής τάξης, η οποία ξεκίνησε επί Θάτσερ και ολοκληρώθηκε από τους Εργατικούς του Τόνυ Μπλαιρ. Ανεργία + φτώχεια = πολιτιστική αθλιότητα.
Κάποια στιγμή, η μητέρα φέρνει στο σπίτι τον καινούργιο της φίλο, τον Κόνορ (έξοχος ο Michael Fessbender). Για λίγο, τα πράγματα μοιάζουν διφορούμενα: ο Κόνορ είναι η πατρική φιγούρα που λείπει από τη μικρή οικογένεια για να ισορροπήσει, ή ένας εν δυνάμει παιδόφιλος απατεώνας; Είναι εντυπωσιακή η σκηνή όπου η Μία σκαλίζοντας το πορτοφόλι του Κόνορ, κοιτάζει κατάπληκτη το έντυπο της μισθοδοσίας του - είναι φανερό ότι δεν έχει ξαναδεί τέτοιο χαρτί στη ζωή της. Όπως είναι αναμενόμενο, ο Κόνορ αποδεικνύεται too good to be true. Η αμοιβαία τρυφερότητά του με τη Μία κρύβει μια έντονη σεξουαλική έλξη, και ο Κόνορ αφού δοκιμάσει και τα θέλγητρα της μικρής, θα επιστρέψει στην οικογένειά του: όπως αποδεικνύεται, είναι παντρεμένος κι έχει μάλιστα μια μικρή κορούλα.
Προς στιγμή, η σκηνοθέτης μοιάζει να τα χάνει και η ταινία κινδυνεύει να μετατραπεί σε φτηνό αμερικάνικο θρίλερ. Ευτυχώς, η Arnold το μαζεύει και η ταινία τελειώνει με μια νότα αισιοδοξίας: η Μία φεύγει με το νεαρό φίλο της για "τις Ουαλίες" (όπως αποκαλεί η μικρή Τάιλερ την Ουαλία), σε μια προσπάθεια να κάνει μια καινούργια αρχή.
Ενδιαφέρον έχει η χρήση της μουσικής, καθώς το σάουντρακ αποτελείται από reggae, hip-hop και r'n'b (Damian Marley, Eric B & Rakim, Gang Starr, Nas), και μια θαυμάσια εκτέλεση του California Dreaming με τον Bobby Womack. Είναι η πρώτη φορά που άκουσα τη reggae να ηχεί τόσο παρακμιακή και φτηνιάρικη, ως ηχητικό συμπλήρωμα μιας άδειας ζωής.