Freud
Μια απάντηση στην ερώτηση που θέτει στο τέλος του κειμένου ο Χάρης Συμβουλίδης είναι ότι ..."θα είχε σκίσει τα διπλώματα του για να γίνει αγρότης στην αυστρο-ουγγρική επαρχία"
Είναι δύσκολο να καταλάβεις τι ακριβώς θέλησαν να κάνουν οι δημιουργοί της τηλεοπτικής σειράς Freud (Bavaria Fiction, Satel Film & Mia Film, 2020), που προβάλλεται και στο ελληνικό Netflix, ρίχνοντας τον νεαρό Ζίγκμουντ Φρόιντ στο μέσον μιας δυσοίωνης συνωμοσίας εναντίον της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας. Αφήνοντάς τον να ορθώσει τις δυνάμεις των πρωτοπόρων, υπό σχηματισμό θεωριών του απέναντι σε μια στροβιλιστή παράνοια γεμάτη αρχαία τελετουργικά, ανθρωποφάγους τραγουδιστές όπερας, κομμένα δάχτυλα και séances με αιγυπτιακές μούμιες.
Αν και ορισμένοι θεώρησαν ότι η σειρά προσπαθεί να πετύχει το ίδιο εφέ με καλτ ταινίες τύπου Abraham Lincoln vs. Zombies (2012), η γερμανο-αυστριακή παραγωγή, το αρχικό έστω φλερτ με τη μακρά παράδοση του «ερασιτέχνη ντετέκτιβ» και ο πιο εγκεφαλικός, ευρωπαϊκός ρυθμός των 8 επεισοδίων δεν συνηγορεί για κάτι τέτοιο. Αν ψάχνουμε ντε και καλά για πρότυπο, ίσως θα πρέπει να ανατρέξουμε στην επιτυχία της Netflix σειράς The Alienist (2018): καθώς το κοινό που κατέκτησε περιμένει μια 2η σαιζόν, γιατί να μην απασχοληθεί με κάτι ανάλογο, με ήρωα τον ίδιο τον Φρόιντ στο φυσικό του περιβάλλον, αντί για έναν κλώνο του στην Αμερική;
Το σίριαλ είναι ένα χάος με φόντο τη Βιέννη του 1886, το οποίο μετακυλά από τα δύσκολα πρώτα χρόνια του Φρόιντ μετά το πτυχίο –όταν το ιατρικό κατεστημένο επεδείκνυε αρνητικότητα απέναντι στις θεωρίες του– σε μια περίπλοκη πολιτική εκδίκηση με υπερφυσική χροιά, βουτηγμένη στις ουγγρικές λαϊκές παραδόσεις γύρω από το táltos· οι οποίες, αν και έχουν παγανιστικές ρίζες, επιβίωσαν του Χριστιανισμού και παρέμειναν πράγματι δημοφιλείς ως και τη χαραυγή του 20ού αιώνα.
Ενώ εξελίσσονται όλα αυτά, παρακολουθούμε και τη δύσκολη σχέση του Φρόιντ με την εβραϊκή του κληρονομιά, τους πόθους του για μια οικογενειακή ζωή δίπλα στη Martha Bernays (Mercedes Müller), τη μανία του με την κοκαΐνη, αλλά και την ιστορία του τρίτου βασικού ήρωα, του (επινοημένου) Alfred Kiss, ο οποίος έχασε τον μοναχογιό του στον πόλεμο, δουλεύοντας πλέον ως επιθεωρητής για την αστυνομία. Περιστασιακά, μερικά από όλα τούτα έχουν το ενδιαφέρον τους, ενώ κρατιέται και μια αληθοφάνεια γύρω από τις δευτερεύουσες πτυχές της προσωπικής ιστορίας του Φρόιντ. Χαρακτηριστικό, επίσης, ότι κάθε επεισόδιο δανείζεται τον τίτλο από κεφάλαια του θρυλικού του βιβλίου Εισαγωγή στην Ψυχανάλυση (1917), προσπαθώντας να συσχετίσει την πλοκή με τις εκεί περιγραφόμενες νοητικές καταστάσεις.
Στις βασικές ωστόσο γραμμές το σενάριο μπερδεύει πάρα πολλά, περισσότερο κουράζοντας, παρά ανταμείβοντας τον θεατή. Το αρχικό λ.χ. ενδιαφέρον που δημιουργεί ο πρώτος φόνος και μια δραματική απαγωγή παιδιού στη συνέχεια, εξανεμίζεται: οι ένοχοι αποκαλύπτονται νωρίς και τα πάντα μεταθέτονται σε ένα διαφορετικό πλαίσιο, γεμάτο γοητευτικές δοξασίες μα και κενά στο πώς το ένα συνδέεται με το άλλο, με μια υπερβολική πίστη στις δυνάμεις της ύπνωσης να αναλαμβάνει κεντρικό ρόλο· στις οποίες ο μεν Φρόιντ απεικονίζεται πρωτάρης, η δε κόμησα Sophia von Szápáry, εξπέρ –με έναν χτύπο στο κεφάλι, ας πούμε, σε στέλνουν για υπνάκο! Δυσκολεύεσαι έτσι να συλλάβεις τι ακριβώς συνεισέφερε ο δρ. Juan José Rios, ο οποίος διαφημίζεται ότι βοήθησε ως σύμβουλος με τις περγαμηνές του (λέκτορας στο Sigmund Freud University, αναλυτής για το Υπουργείο Υγείας της Αυστρίας), ώστε να κατανοηθούν οι μηχανισμοί του υπνωτισμού από τους συντελεστές.
Διάφορα επίσης πράγματα δεν εξηγούνται επαρκώς ή αφήνονται μετέωρα. Τα του táltos, κυρίως, παρεκκλίνουν επικίνδυνα προς το υπερφυσικό, με αποτέλεσμα να ανατινάζουν τη ρεαλιστική βάση του σίριαλ, να σπρώχνουν όλη την πλοκή στο γελοίο και να κάνουν την ψυχαναλυτική διάσωση της διασπασμένης προσωπικότητας της Fleur Salomé να μην στέκει. Οι πρωτοποριακές συλλήψεις του Φρόιντ ρίχνονται απλά στο μίξερ, με ναδίρ ανοησίας τη σκηνή όπου ονειρεύεται ότι σκοτώνει τον πατέρα του και κάνει σεξ με τη μητέρα του: επιστρατεύονται απλά δύο γνωστές στο ευρύ κοινό ιδέες του, δίχως να έχουν καν αναφερθεί σε όλη την υπόλοιπη διάρκεια. Η μοίρα επίσης του επιθεωρητή Kiss απομένει απογοητευτικά ακαθόριστη, ενώ η ομοφυλοφιλία του Georg von Lichtenberg (Lukas Miko) τίθεται μεν σε πρώτο πλάνο ως εξήγηση της πίστης του οberleutnant Riedl (Aaron Friesz) στο πρόσωπό του, για να εγκαταλειφθεί εντελώς στη συνέχεια, όταν μπαίνει ενεργά στο πλάνο ο πατέρας του, στρατάρχης Franz von Lichtenberg.
Αλλά για την αίσθηση μετριότητας που αποπνέει η σειρά, δεν ευθύνεται μόνο το σεναριακό χάος. Η παραγωγή δεν φαίνεται να είχε σοβαρό μπάτζετ στη διάθεσή της, με αποτέλεσμα μια αίσθηση σκοτεινιάς στα σκηνικά και στους φωτισμούς, καθώς και μια προχειρότητα στην απεικόνιση της αυτοκρατορικής Βιέννης· στην οποία καλούμαστε να πιστέψουμε ότι βρισκόμαστε απλά και μόνο λόγω κοστουμιών εποχής και μερικών αμαξών στους δρόμους. Κατάσταση που ίσως λειτουργεί στο διαμέρισμα του Φρόιντ ή στην κλινική του καθηγητή Theodor Meynert (Rainer Bock), μα ξεγυμνώνεται όταν το σενάριο εμπλέκει τον ίδιο τον αυτοκράτορα Φραντς Γιόζεφ και την αυλή του.
Μόνο ένα εξωτερικό πλάνο κτιρίου αντανακλά δηλαδή κάτι από τη λάμψη της Βιέννης των Αψβούργων. Κατά τα λοιπά, ο σκηνοθέτης Marvin Kren περιμένει να πιστέψουμε ότι συσκέψεις ανώτερων αξιωματούχων και χοροί μεγάλης σπουδαιότητας λάβαιναν χώρα σε μικρές και φτηνιάρικα επιπλωμένες αίθουσες –λες και βρισκόμαστε σε κανά μαργραβάτο με περιορισμένα οικονομικά και όχι στο κέντρο μιας πανίσχυρης δύναμης. Αντίθετα, στις λιτές σκηνές από τα καπηλειά ο Kren παίρνει άριστα, αναπλάθοντας μια λαϊκή διασκέδαση η οποία βασίζεται στη ροή της μπύρας και στο βιωματικό τραγούδι, πότε της οικονόμου Lenore (Brigitte Kren), πότε του αστυνόμου Franz Poschacher, συνοδεία ακορντεόν και ζίθερ.
Το σίριαλ καταποντίζεται πάντως και από το γεγονός ότι οι βασικοί ηθοποιοί δεν καταφέρνουν πολλά. Ο Robert Finster έχει μεν το παρουσιαστικό και τη συγκρότηση, αλλά ίσως παρασύρεται από τον άγουρο Φρόιντ που καλείται να παίξει, χάνοντας έτσι το χαρισματικό στοιχείο το οποίο έπρεπε να αποπνέει ο ρόλος. Ειδικά στα άσχημα πλάνα που απεικονίζουν τις καταβυθίσεις στο ασυνείδητο ή σε εκείνα στο παρατημένο, στοιχειωμένο(;) διαμέρισμα του νεκρού πιανίστα, καταλήγει ένα περιφερόμενο πρόσωπο που απλά κοιτάζει γύρω με έντονο βλέμμα.
Το ίδιο ισχύει και για την Ella Rumpf, η οποία ενσαρκώνει τη Fleur Salomé. Αποδεικνύεται βέβαια εξαιρετική όταν κυριεύεται από το táltos και μεταμορφώνεται σε μαινάδα –βγάζοντας εκτός ορίων τόσο τον διάδοχο του θρόνου Ρούντολφ (Stefan Konarske), που τη στόχευσε για μια εφήμερη σεξουαλική περιπέτεια, όσο και τον ίδιο τον Φρόιντ– αλλά συνολικά αποτυγχάνει να δώσει σάρκα και οστά σε έναν περίπλοκο και τραυματισμένο χαρακτήρα με δύο, αντικρουόμενες όψεις. Απογοητευτικοί, επίσης, στάθηκαν η Anja Kling και ο Philipp Hochmair στους ρόλους (αντίστοιχα) της κόμησας Sophia von Szápáry και του κόμη Viktor von Szápáry: η εκδικητική τους μοχθηρία αποδόθηκε στυλιζαρισμένα και στερεότυπα, ενώ οι χαρακτήρες τους έμειναν ανολοκλήρωτοι και ανεξερεύνητοι, επιφανειακά πασπαλισμένοι με τους πολιτικούς πόθους στους οποίους είχαν υποτίθεται αφοσιωθεί.
Οι επιδόσεις αυτές «χτυπάνε» καθώς έρχονται σε αναπόφευκτη σύγκριση με εκείνες των δεύτερων χαρακτήρων, οι οποίες αποδεικνύονται ανώτερες. Ο βραβευμένος Αυστριακός ηθοποιός Georg Friedrich είναι λ.χ. εξαιρετικός στον ρόλο του επιθεωρητή Kiss, πραγματοποιώντας μια πολυεπίπεδη, συμπρωταγωνιστική εμφάνιση, η οποία ίσως να εκτοπίζει εν τέλει σε τρίτη μοίρα τη Fleur Salomé. Ο Christoph F. Krutzler επιστρατεύει το παρουσιαστικό του, κάνει ακόμα και το παχύ μουστάκι της εποχής τμήμα της όλης περσόνας του αστυνόμου Poschacher, παίζοντάς τον ως καρατερίστας ολκής. Επιπλέον, ο Johannes Krisch σαν αυτοκράτορας Φραντς Γιόζεφ και ο Heinz Trixner σαν στρατάρχης von Lichtenberg μεταφέρουν στον βαθμό που πρέπει την αυταρχικότητα της απόλυτης μοναρχίας, μα και τη στεγνή στυγνότητα με την οποία κρατούσαν τα ηνία της εξουσίας οι Αψβούργοι. Όχι μόνο κόντρα στις εξεγέρσεις των εθνικών μειονοτήτων και στους φιλελεύθερους, αλλά και μέσα στις ίδιες τους τις οικογένειες: μία από τις καλύτερες σκηνές του σίριαλ βάζει το ένα μέσα στο άλλο, αποτυπώνοντας γλαφυρά την αυτοκρατορική/πατριαρχική οργή κατά του διαδόχου, σε μια συζήτηση ανώτερων κλιμακίων για το τι γίνεται με την Ουγγαρία.
Η σειρά βρήκε πάντως και θαυμαστές, οι οποίοι ήδη ζητούν δεύτερη σαιζόν. Κάνοντας τους υπόλοιπους από μας –όσους πιστεύουμε ότι καλό είναι να λήξει εδώ αυτή η υπόθεση– να αναρωτηθούμε τι θα έλεγε άραγε ο ίδιος Φρόιντ για τους συγκεκριμένους θεατές, αν κάπως μπορούσε να δει τι τηλεοπτικό μέλλον του επιφύλασσε ο 21ος αιώνας.