ΦΥΤΑ: Orfeas2021
"Sci-fi κουήρ βίντεο-όπερα". Ή πως μια όπερα του 17ου αιώνα μπαίνει στα...παπούτσια του 21ου. Της Χριστίνας Κουτρουλού
Ήταν Φλεβάρης 2020 όταν το καλλιτεχνικό δίδυμο ΦΥΤΑ (Φοίβος Δούσος και Φιλ Ιερόπουλος) ανακοίνωσε την πρώτη ελληνική κουήρ όπερα, στην εναλλακτική σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Μέχρι τα μέσα του Μάρτη, όμως, λίγο πριν την πρεμιέρα, ήρθε το αξέχαστο πρώτο lockdown λόγω covid-19. Έτσι, ο Orfeas2020 έμελλε να μείνει στο συρτάρι για παραπάνω από έναν χρόνο, αποφεύγοντας ευτυχώς την τάση των βιντεοσκοπημένων παραστάσεων, για να επιστρέψει απρόσμενα μέσω της μεγάλης οθόνης: ως Orfeas2021, πια, έκανε πρεμιέρα στο φετινό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, όπου μάλιστα έγινε γρήγορα sold-out.
Το κύριο θέμα αντλείται από τον γνωστό μύθο του Ορφέα και της Ευρυδίκης, όπως αποδόθηκε στο πλαίσιο της μπαρόκ όπερας Ορφέας του Κλαούντιο Μοντεβέρντι (1607). Αρχικά, οι Δούσος & Ιερόπουλος, είχαν στον νου τους κάτι πιο εξτραβαγκάνζα και «τσουλέ», μέχρι που συνέβη η δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου/της Zackie Oh! (Σεπτέμβριος 2018). Από εκεί και πέρα, φαίνεται ότι υπήρξε μια στροφή και μια επιδίωξη για περισσότερη επικοινωνία με τον μύθο, με τη μετέπειτα πορεία να αναδεικνύει τα κοινά συναισθηματικά σημεία και την τελική διαδρομή της διαχείρισής τους. Δεν είναι η πρώτη φορά εξάλλου που τα ΦΥΤΑ ασχολούνται με το συλλογικό τραύμα της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας ή με την ελληνορθόδοξη κοινωνία μας: με αυτά τα πράγματα, λ.χ., σχετιζόταν και ο τελευταίος δίσκος της Φυτίνης ΔΥΟΧΙΛΙΑΔΕΣΔΕΚΑΕΝΝΙΑΑΑΑΑΡΓΚ (2019).
Η όπερα του Μοντεβέρντι, τώρα, θεωρήθηκε πρωτοποριακή για την εποχή της καθώς συνδύασε την αναγεννησιακή κληρονομιά των μαδριγαλίων με την πολυφωνική και την οργανική παράδοση. Αντίστοιχα, στο Orfeas2021 έχουμε μια ανάλογη σύμπλευση σε επίπεδο δημιουργικής ματιάς: τα Φυτά καταθέτουν ένα έργο κινηματογραφικά «πολύγλωσσο», τοποθετημένο στο τώρα, μπλέκοντας ιδέες κλασικές μα και σύγχρονες ταυτόχρονα. Αντί λ.χ. για τον θρυλικό μουσικό της αρχαιότητας έχουμε εδώ –ως Ορφέα– τον πρώτο γκέι πρωθυπουργό της Ελλάδας, ο οποίος ανακοινώνει τον γάμο του με τον σύντροφό του Γιούρι, έχοντας ως πιο δυνατό του όπλο την πειθώ. Η δολοφονία όμως του Γιούρι θα τον αναγκάσει να διαβεί τις πύλες του Μουσείου Μεταφυσικής Ιστορίας (ένας άλλος Άδης), με την ελπίδα ότι θα καταφέρει να το σώσει.
Κατά τη διάρκεια της πλοκής απλώνονται οι αντιφάσεις και η υποκρισία της «άγιας» Δύσης, η οποία ξέρει μεν να επαίρεται για την ελευθερία της, αλλά δεν διατίθεται και να την εφαρμόσει. Βρισκόμαστε σε ένα σύγχρονο νεοφιλελεύθερο πλαίσιο, που ανοιχτά υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει χώρος ύπαρξης για όλους, ταυτόχρονα όμως παριστάνει ότι προασπίζεται τα καθολικά ανθρώπινα δικαιώματα. Παρ' όλη την πραγματικά πολιτική ρητορική, πάντως, ο λόγος του έργου δεν ξεπέφτει σε μανιφέστο. Αντίθετα, επιλέγεται ο δρόμος της καυστικότητας, της καρικατούρας, καθώς και ο τόνος της ειρωνείας, που υπογραμμίζεται με την κόντρα μεταξύ των φουτουριστικών αυλικών του πρωθυπουργού (Λητώ Μεσσήνη, Νίκος Ζιάζιαρης, Σταμάτης Πακάκης) και της κουήρ κυβερνοπειρατείας (Λία Σμαράγδα, Mochi Γεωργίου, Μαρίζα Τσάρη).
Η κριτική είναι συνεχής και συντριπτική: ξεκινά από τις ονειρώξεις της άκρας Δεξιάς, βουτάει απ' τον λαιμό τις αγκυλώσεις και τις ιστορικές ανακρίβειες που μεγάλωσαν «γερά Ελληνόπουλα» και φτάνει μέχρι τις LGBTQ+ αυταπάτες. Ξέρει επίσης πότε να εξαπολύεται στην ευθεία και πότε να δημιουργείται μέσω χιούμορ, ώστε να αποσυμπιέζει την κατάσταση χωρίς να ξεφεύγει διόλου από τον στόχο της. Μοιάζει πολλές φορές με Facebook προφίλ ενός πολιτικοποιημένου ανθρώπου, ο οποίος σπάει τις αναρτήσεις του με ευφάνταστα, μπορεί και καταθλιπτικά, memes.
Η μουσική στο πρώτο μέρος ακολουθεί σχεδόν πιστά τον Μοντεβέρντι, με την Αντριάνα Μίνου, τον Φιλ Ιερόπουλο και τον Αλέξανδρο Δρόσο να αντικαθιστούν τις πολυφωνίες με χορωδιακά μέρη. Στο δεύτερο μέρος, όμως, το ύφος αλλάζει κι επικρατούν ηλεκτρονικά με amplified φωνές, καθώς και μια εσάνς από μπουζούκι. Το πιο δύσκολο κομμάτι, πάντως, πρέπει να ήταν το σενάριο/λιμπρέτο (Φοίβος Δούσος & Αντριάνα Μίνου), μιας και ο ελληνικός στίχος δεν βρίσκει εύκολα πατήματα σε τέτοιους ήχους. Ωστόσο το πείραμα στέφθηκε με επιτυχία, με μόνη παρατήρηση ότι στην άρια του Σύλβιο γίνεται εμφανές ότι τα φωνήεντα τραβιούνται λίγο παραπάνω απ' όσο χρειαζόταν, προκειμένου να κάτσουν. Το ίδιο συμβαίνει βέβαια και στην τελευταία άρια του Ορφέα, όμως εκεί σώζεται έξυπνα από τη συναισθηματική σκηνοθεσία.
Ως προς τη διανομή, δεν γίνεται να μην σταθούμε στη σταθερή δύναμη του βαρύτονου Γιώργου Ιατρού, ο οποίος ενσαρκώνει εξαιρετικά τον πλανεμένο πρωθυπουργό, αποδίδοντας πότε τη μάταιη σιγουριά του, πότε τη σύγχυση και το βαθύ του δράμα. Αλλά και στη Λητώ Μεσσήνη, που είτε σαν Υπουργός Ουτοπίας, είτε σαν Ελλάδα, πρόσφερε μια περφόρμανς απολαυστική, με θαυμαστή τονική ακρίβεια. Ομοίως και η Διαμάντη Κριτσωτάκη, είτε σαν Σύλβιο, κυρίως όμως σαν ΌΧΙ. Ειδική μνεία αξίζει επίσης στο υγρό βλέμμα του Αντώνη Σταμόπουλου (Γιούρι), καθώς προοικονομεί και τελικά στοιχειώνει ολόκληρη την ταινία.
Ίσως δεν είναι εύκολο για όλους να ακολουθήσουν την πορεία του Orfeas2021. Αλλά είναι και τελείως αχρείαστο να προσπαθήσεις να κατατάξεις το φιλμ σε κάποιο σαφές κουτάκι. Ο ορισμός «sci-fi κουήρ βίντεο-όπερα» που έδωσαν τα ίδια τα ΦΥΤΑ δίνει πραγματικά το στίγμα της εμπειρίας, κι ας υπάρχουν κι άλλα τόσα που θα μπορούσαν να χωρέσουν. Η συνοχή της μνήμης, της οργής, των ερωτημάτων, των διαμαχών, των κοινών, της λογικής και του παραλογισμού αποδεικνύονται πραγματικό κέντημα, συγκροτώντας μια ξεκάθαρη δημιουργική αιτία. Όλα τα άλλα είναι προσκόλληση στην ακαμψία, με την οποία αντιμετωπίζεται συνήθως ό,τι το διαφορετικό.