Γαλλικές ταινίες τρόμου
Ο Παναγιώτης Αναστασόπουλος συνεχίζει την περιήγηση του στα κινηματογραφικά μονοπάτια του τρόμου. Εν προκειμένω, του terreur.
Εδώ και αρκετά χρόνια, η Γαλλία εκτός από τον πύργο του Eiffel, το Musée d'Orsay και τα κρασιά του Bordeaux, μπορεί αναμφίβολα να καυχάται και για τα film d'horreur. Κι αυτό, όσο υπερβολικό ακούγεται ιδίως σε όσους δεν έχουν ασχοληθεί με το συγκεκριμένο κινηματογραφικό είδος, είναι πέρα για πέρα αληθινό. Κι επειδή -ειδικά στον κινηματογράφο- τίποτα δεν είναι αυτονόητο, διευκρινίζω ότι εν προκειμένω ως γαλλικές ταινίες νοούνται όσες έχουν αποκλειστικά ή κυρίως Γάλλους συντελεστές, ανεξάρτητα από το αν είναι γαλλόφωνες.
Έχω την πεποίθηση, αλλά τυπικά δε μπορώ να το τεκμηριώσω επαρκώς, ότι η αφορμή για να εκδηλωθεί ευρύτερο διεθνές ενδιαφέρον για τις γαλλικές ταινίες τρόμου και του δομημένου στο στοιχείο αυτό φανταστικού κινηματογράφου, δόθηκε από την New French Extremity τάση. Βέβαια, οφείλω να ομολογήσω ότι οι περισσότεροι δε τη θεωρούν απλά ως τάση, αλλά ως κίνημα, εντάσσοντας σε αυτό και ταινίες που έχουν ως θεματολογία τη σεξουαλική βία ή ακραίες αισθησιακές φαντασιώσεις, οι οποίες δε σχετίζονται καθόλου ή, έστω, μόνο έμμεσα με το στοιχείο του τρόμου. Συνεπώς, τουλάχιστον για το συγκεκριμένο αφιέρωμα, επιτρέψτε μου να συνταχθώ με τους αμφισβητίες και να παραμείνω στο στενό εννοιολογικό πλαίσιο του κινηματογραφικού τρόμου, αφού δεδομένα, δε θα μπορούσα με τίποτα να βάλω στην ίδια κατηγορία ταινίες όπως τις “Antichrist “και “Nymphomaniac” του Lars von Trier και “The Piano Teacher” του Michael Haneke με τις “À l'intérieur”, “Haute Tension” και “Frontiere(s)”.
Οι απαρχές
Ανατρέχοντας στις απαρχές του είδους, παρατηρούμε ότι τα δύο θεωρούμενα ως πρώτα ουσιαστικά βήματα των ‘50s και ‘60s ήταν άκρως εντυπωσιακά. Οι πολλές όμως προσδοκίες που αυτά άφησαν δεν επιβεβαιώθηκαν σε εύλογο χρόνο, αλλά απλά συντηρήθηκαν στα ‘70s, ‘80s και ‘90s, για να επανακάμψουν θριαμβευτικά στα 00’s και έκτοτε να παγιωθεί σημαντική παραγωγή ταινιών και ανάδειξη εξαιρετικών σκηνοθετών, με εξέχοντα κατά τη γνώμη μου τον Alexandre Aja. Με αρκετή ασφάλεια όμως, μπορεί κάποιος να υποστηρίξει ότι η ιστορία των γαλλικών ταινιών τρόμου ξεκίνησε πολλά χρόνια νωρίτερα και ειδικότερα το 1896 με την ταινία “The Haunted Castle” του Georges Meilies και άρχισε να σχηματοποιείται ως πλαίσιο στα ‘20s με το “The Fall of the House of Usher” του Jean Epstein. Κάπως έτσι φτάσαμε σταδιακά στη δεκαετία του ’50, όταν κυκλοφόρησαν τα αριστουργηματικά “Les Diaboliques” (The Devils) και “Les Yeux Sans Visage” (Eyes Without a Face).
Το “Diaboliques” έκανε πρεμιέρα στις 29 Ιανουαρίου του 1955 σε σκηνοθεσία του Henri-Georges Clouzot, έχοντας πρωταγωνίστριες την πρώτη σύζυγό του Vera Clouzot και τη Simone Signoret, οι οποίες ένωσαν αναπάντεχα τις δυνάμεις τους, ως σύζυγος και ερωμένη, για να δολοφονήσουν τον κοινό μισητό ερωτικό τους σύντροφο. Μόνο που, παρά το καλομελετημένο σχέδιό τους, η κατάσταση ξέφυγε από κάθε έλεγχο όταν εξαφανίστηκε μυστηριωδώς το πτώμα. Μια πολύ ενδιαφέρουσα κλασική ταινία, με σαφείς αναφορές στο στενό αφηγηματικό και σκηνοθετικό τρόπο του Alfred Hitchcock. Το “Les Yeux Sans Visage” έκανε πρεμιέρα στις 11 Ιανουαρίου του 1960. Τη σκηνοθεσία υπέγραφε ο σουρεαλιστής Georges Franju, γνωστός και από τη στενή φιλία του με τον André Breton, τη μουσική ο Maurice Jarre, ενώ τους πρωταγωνιστικούς ρόλους ερμήνευαν ο Pierre Brasseur και η “The Next Garbo” Alida Valli, που αργότερα επρόκειτο να δούμε στα “Suspiria” και “Inferno” του Dario Argento. Πρόκειται επίσης για μια cult ταινία, την οποία μνημονεύουν ως κύρια επιρροή οι Martin Scorsese και Pedro Almodóvar (όπως είχαμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε ξανά και στο ολοκαίνουργιο ντοκιμαντέρ “Dario Argento Panico”), που εξερευνά τη σχέση πατέρα και κόρης και επαναπροσδιορίζει την ομορφιά ως μέσο καταξίωσης. Η ιστορία αφορά ένα χειρουργό πατέρα, ο οποίος ευθύνεται για το ατύχημα που προκάλεσε παραμόρφωση του προσώπου της όμορφης κόρης του και προσπαθεί να της δώσει πάλι την ομορφιά που της στέρησε, επιχειρώντας να τη «ντύσει» με τα πρόσωπα άλλων γυναικών που έχει απαγάγει. Κυρίως οι σοκαριστικές για την εποχή σκηνές των χειρουργικών επεμβάσεων, αλλά και η ευρύτερη θεματολογία του έργου, οδήγησαν στην απαγόρευση της προβολής του σε αρκετές χώρες και τη συνακόλουθη έκρηξη του ενδιαφέροντος για την ταινία.
Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, οι βάσεις που είχαν τεθεί συντηρήθηκαν και ωρίμασαν, για να φτάσουμε στο ζενίθ των ‘00s. Πραγματικά, είναι πολλές οι ταινίες που αξίζουν αναφοράς και αρκετές εκείνες που θα μπορούσαν να αναλυθούν εκτενέστερα. Αντί αυτών όμως, στο πλαίσιο του συγκεκριμένου γενικού και σύντομου αφιερώματος προκρίνεται η μνεία αυτών που, κατά τη γνώμη μου, θα πρέπει να δει κάποιος για να αποκτήσει μια αρκετά αντιπροσωπευτική εικόνα για τις Γαλλικές ταινίες τρόμου. Η παράθεσή τους γίνεται σε δύο κατηγορίες: στην πρώτη περιλαμβάνονται οι “must see movies” και στη δεύτερη οι “must watch movies”. Φυσικά, δεδομένου ότι αναφερόμαστε σε ταινίες παρελθόντων ετών, δε θα ήταν εύλογο να προταθεί αποκλειστικά η παρακολούθησή τους στη μεγάλη οθόνη, όπως επίσης δεν έχει καθόλου απαξιωτικό χαρακτήρα η ένδειξη για τις λοιπές ότι προορίζονται για τηλεοπτική παρακολούθηση. Προφανώς, οι λίστες των δύο κατηγοριών είναι εναλλάξιμες και ο φυσικός χώρος παρακολούθησης, που δεν είναι άλλος από τις κινηματογραφικές αίθουσες, είναι για όλες ο ιδανικότερος. Απλώς, όσες επιλέχτηκαν ως “must see”, δηλαδή για παρακολούθηση σε κινηματογραφική αίθουσα, είναι μεν κατά τη γνώμη μου καλύτερες, ενώ παράλληλα θα «αδικηθούν» περισσότερο από τις άλλες, αν τις δείτε στην τηλεοπτική οθόνη.
Must See Movies
À l'intérieur (Inside)
Το σκηνοθετικό δίδυμο Alexandre Bustillo και Julien Maury, που έχουμε συναντήσει και στις μεταγενέστερες ταινίες “The Deep House” και “Among the Living”, ξεκίνησε με αυτήν την επιβλητική, κατεξοχήν υποβλητική και σαφώς τρομακτική ταινία το 2007. Το “À l'intérieur” παρουσιάζει με αριστοτεχνική λιτότητα και οξυδερκή ματιά το βράδυ μιας παραμονής Χριστουγέννων, κατά το οποίο μια απρόβλεπτη ψυχοπαθής εισβάλει στο σπίτι μιας ετοιμόγεννης, που έχει πρόσφατα χάσει τον άντρα της, με σκοπό να πάρει το αγέννητο παιδί της. Οι ερμηνείες της Alysson Paradis και ιδίως της Béatrice Dalle, που οι περισσότεροι έχουν συνυφάνει με το ρόλο της Betty Blue, είναι αληθινά τρομακτικές. Κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Haute Tension (High Voltage / Switchblade Romance)
Τέσσερα χρόνια νωρίτερα είχε έρθει ο χείμαρρος του “Haute Tension”, για να δώσει τον ορισμό της τρομακτικής πλευράς του New French Extremity. Ο μαέστρος Alexandre Aja δείχνει μέσα από κάθε πλάνο το σεβασμό του στην προϊστορία, αλλά και την ολόφρεσκη νέα ματιά του φανατικού splatter οπαδού, που χρειαζόταν για να αποτινάξει τις ενδιάμεσες συμβιβαστικές προτάσεις. Η Lionsgate Films έδωσε την αναγκαία ώθηση, για να διανεμηθεί σωστά και να πάρει πολύ καλές κριτικές μια ταινία που εξορισμού δεν είναι για όλους. Ακόμα και οι διαφωνούντες με προεξάρχον το περιοδικό Time που την συμπεριέλαβε στη λίστα με τις “Top Ten Ridiculously Violent Movies”, άθελά του, την επαίνεσε. Δύο καλές φίλες η Alex (Maïwenn Le Besco) και η Marie (Cécile de France) πηγαίνουν στο εξοχικό της πρώτης, για να περάσουν ένα ήρεμο Σαββατοκύριακο, αλλά το σχέδιό τους χαλάει λόγω των αιμοσταγών ορέξεων ενός φορτηγατζή. Σιωπηλός δολοφόνος, μια απαγωγή, πάλη σώμα με σώμα, εξαιρετική ερμηνεία της de France και ένα καθώς πρέπει φινάλε, συνθέτουν με πληρότητα μια από τις καλύτερες ταινίες του είδους.
Martyrs
O Pascal Laugier υπογράφει μια από τις σημαντικότερες ταινίες, που αρκετές φορές και απολύτως δικαιολογημένα έχει χαρακτηριστεί ως «γροθιά στο στομάχι». Και, πράγματι, θα μπορούσε κάποιος να την πει κι έτσι. Όχι όμως λόγω της καθεαυτό αναμφίβολα τρομακτικής θεματολογίας της, αλλά κυρίως λόγω της αληθοφάνειας που μπορεί να αποκτήσει ένα υποθετικά τελείως φανταστικό σενάριο. Κάτι που είχαμε την ευκαιρία σε ανάλογο επίπεδο να συνειδητοποιήσουμε για πρώτη φορά τρία χρόνια νωρίτερα στο “Hostel”. Εσφαλμένα η ταινία έχει χαρακτηριστεί ως torture-porn, αφού, όπως κι αν το αντιληφθεί κανείς, το δεύτερο συστατικό του όρου δεν προκύπτει. Μέσα από ανατροπές έρχεται μια έκπληξη, όσον αφορά τη διάσταση του πρώτου, με υπαρξιακές προεκτάσεις, ανατομία της έννοιας της εκδίκησης αλλά και της παράνοιας. Η συγκλονιστική ερμηνεία της Morjana Alaoui επιχειρεί να μας προβληματίσει για το κατά πόσο ένας σκοπός αγιάζει τα μέσα, ενόψει και του ότι ο τίτλος ρητά διευκρινίζεται ότι αναφέρεται στη σημασία της λέξης στην Ελληνική γλώσσα. Αν και, όπως έχει πλέον κατ’ επανάληψη γίνει σαφές, δε μπορεί παρά η απάντηση να είναι αποφατική.
Frontière(s) [Frontier(s)]
“Nothing can save what’s already lost”. Μια συμμορία μουσουλμάνων στην οποία μετέχει και μία έγκυος, εκμεταλλεύεται την πολιτική αναταραχή και διαπράττει ληστεία στο Παρίσι, καταφεύγοντας σε ένα συνοριακό πανδοχείο για να κρυφτεί. Μόνο που δε γνωρίζει ότι οι ιδιοκτήτες του είναι σαδιστές Νεοναζί. Ο Xavier Gens (“Hitman”, “The Divide”) έφτιαξε μια κατακλυσμική ταινία ακραίας βιαιότητας, η οποία επίσης στο πρόσωπο της Lionsgate Films βρήκε την ιδανική συνέχεια του “Haute Tension”, ορίζοντας τον έτερο πυλώνα της τρομακτικής πλευράς του New French Extremity. Υπάρχουν σημαντικές αναφορές στο “Sheitan”, που πρωταγωνιστεί ο Vincent Cassel, και όλα μα όλα εκείνα τα στοιχεία που θα ενθουσιάσουν κάθε ultra-gory horror flick που σέβεται τις επιλογές του.
Climax
Μια πολύ ενδιαφέρουσα ταινία, η οποία θα μπορούσε να είχε απογειωθεί ακόμα περισσότερο, αν και ο Gaspar Noé έκανε πολύ καλή δουλειά, δουλεύοντας με χορευτές ηθοποιούς. Μια χορευτική ομάδα συγκεντρώνεται σε ένα απομακρυσμένο άδειο σχολικό συγκρότημα, για την τελική πρόβα, την οποία θα ακολουθήσει ολονύχτιο πάρτυ. Η γιορτή όμως χαλάει, όταν οι χορευτές συνειδητοποιούν ότι κάποιος έχει βάλει LSD στη σανγκρία που ήπιαν, με αποτέλεσμα η κατάσταση να γίνει εκτός ελέγχου. Η ταινία θα μπορούσε να προταθεί μόνο και μόνο για το χορευτικό της εισαγωγής (μετά τις τηλεοπτικές συνεντεύξεις) πάνω στο μυθικό “Supernature” του Cerrone, αλλά και τα λοιπά χορευτικά, που πραγματικά αξίζει να δουν ακόμα και όσοι δεν ενδιαφέρονται καθόλου για το χορό. Έχει όμως ακόμα πολύ ενδιαφέρουσες λήψεις, είναι αφοπλιστικά ρεαλιστική, ενώ αφήνει κατά μέρος το έτσι κι αλλιώς χαλαρό σενάριο προς όφελος της ανάλυσης των χαρακτήρων, τόσο σε κατάσταση νηφαλιότητας όσο και υπό την επήρεια του παραισθησιογόνου.
Ils (Them)
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το δίδυμο των David Moreau και Xavier Palud, όχι μόνο είχε δει, αλλά και σπουδάσει το “Blair Witch Project”. Στην προκειμένη περίπτωση όμως, το αποτέλεσμα είναι σαφώς καλύτερο από ό,τι στο ούτως ή άλλως υπερεκτιμημένο προηγούμενο. Μην προδιατίθεστε (τόσο πολύ) αρνητικά από το χιλιοφορεμένο «βασισμένο σε αληθινά γεγονότα» και προσπαθήστε να το ξεπεράσετε. Ένα ζευγάρι μετακομίζει σε ένα απομονωμένο σπίτι στη Ρουμανία, στο οποίο εισβάλλουν κάποιοι όχι και τόσο φιλικοί τύποι, οι οποίοι εμφανίζονται στην οθόνη με μεγάλη καθυστέρηση. Η όλη προσπάθεια είναι να εστιαστεί η ταινία σε ατμοσφαιρική ανάγνωση του τρόμου, κάτι που όντως χτίζεται αξιοπρεπώς κυρίως χάρη στην ερμηνεία της Olivia Bonamy, αλλά το αποτέλεσμα μοιάζει να αδικείται λίγο πριν τους τίτλους τέλους.
Must Watch Movies
Ghostland (Incident in a Ghostland)
Νεότερος Pascal Laugier από το 2018, λιγότερο συγκλονιστικός, αλλά σταθερά τρομακτικός και με εκπληκτικά πλάνα. Το “Ghostland” έχει πρωταγωνίστρια την τραγουδίστρια Mylène Farmer που θα ζήσει με τις κόρες της μια εφιαλτική ιστορία σε ένα σπίτι που κληρονόμησε, με τον τρόμο να αναβιώνει δεκαέξι χρόνια αργότερα, όταν οι τρεις τους τολμούν να ξαναβρεθούν και να επιστρέψουν για να ξορκίσουν το παρελθόν.
Livide (Livid)
Ακόμα και όσοι δεν αρέσκονται σε ταινίες με βρικόλακες, θα βρουν αρκετό ενδιαφέρον στη συγκεκριμένη, η οποία σίγουρα δεν εξαντλείται σε αιμοσταγή πλάσματα που αποφεύγουν το φως, αλλά προσπαθεί να δώσει μια διαφορετική οπτική με σαφείς διανοουμενίστικους υπαινιγμούς στο φινάλε. Στο κέντρο του ενδιαφέροντος είναι μια ευρισκόμενη πλέον σε κώμα ιδιοκτήτρια της σχολής μπαλέτου και η μουγγή κόρη της, όπως και ο θησαυρός που λέγεται ότι είναι κρυμμένος στο σπίτι τους. Οι σκοτεινές λήψεις στο παλιό σπίτι είναι πολύ καλές και η ένταση επουλώνει τις όποιες σεναριακές υπερβολές, που δεν ξάφνιαζαν ιδιαίτερα ούτε εν έτει 2011.
Le Calendrier (The Advent Calendar)
Το 2021 ο Patrick Ridremont (“Dead Man Talking”), παρουσίασε το “Le Calendrier”, που αφηγείται με γλαφυρά τρομακτικό τρόπο τα επακόλουθα της κατάρας που έπεσε πάνω σε μια πρώην χορεύτρια που έχει καθηλωθεί σε αναπηρικό καροτσάκι, όταν αυτή χλεύασε τους οιωνούς και ξεκίνησε ένα όχι και τόσο συνηθισμένο ημερολόγιο αντίστροφης μέτρησης. Η Eugenie Derouand παίζει πειστικά το ρόλο της σε μια δυνατή ταινία που κορυφώνεται διαρκώς μέχρι το τέλος.
Vertige (High Lane)
Ο Abel Ferry μας δίνει την άποψή του για το πώς θα ήταν το 2009 το “The Hills Have Eyes” σε ορειβατικό τερέν. Μια παρέα νεαρών ορειβατών αντιμετωπίζει τις δυσκολίες για να διαβεί ένα πολύ πιο επικίνδυνο μονοπάτι, από όσο είχε αρχικά εκτιμήσει. Όμως, υπάρχει ένας επιπλέον τελείως απρόβλεπτος κίνδυνος που πρέπει να αποφύγει, αφού οι γέφυρες της επιστροφής έχουν κοπεί, ενσαρκωμένος στο πρόσωπο ενός παρανοϊκού δολοφόνου που ζει στο βουνό και ενοχλείται από την παρουσία τρίτων ανθρώπων. Η παράνοια συναντά την περιπέτεια και όσο εξελίσσεται η ιστορία κυριαρχεί πάνω της με τρόπο αρκετά οικείο στους φίλους του κινηματογραφικού είδους, αλλά σαφώς ενδιαφέροντα.
Aux Yeux des Vivants (Among the Living)
Με την ταινία αυτή του 2014 οι Alexandre Bustillo και Julien Maury αφηγούνται την ιστορία τριών μαθητών που κάνουν κοπάνα και επισκέπτονται ένα εγκαταλελειμμένο στούντιο, για να πέσουν πάνω σε έναν μασκοφόρο που έχει απαγάγει μια γυναίκα, την οποία φυλακίζει σε ένα υπόγειο. Τα τρία παιδιά φεύγουν και προσπαθούν να πείσουν τους αστυνομικούς και τους γονείς τους για όσα είδαν, αλλά δε γίνονται πιστευτά. Τα πράγματα όμως μπερδεύονται περισσότερο, όταν ο μασκοφόρος εμφανίζεται μπροστά τους, για να τα βγάλει από τη μέση. Η ταινία είναι λιγότερο κλειστοφοβική και πιο ωμή από το “À l'intérieur”, αλλά ό,τι της υπολείπεται σε σασπένς το αναπληρώνει σε τρόμο. Κοινό σημείο η παρουσία της Béatrice Dalle, που τιμά με συνέπεια το συγκεκριμένο είδος.
Further Reading
Όσοι θέλουν να εντρυφήσουν στο είδος και να έχουν μία κατά το δυνατό σφαιρική εικόνα, καλό θα είναι να δουν και τις ακόλουθες περισσότερο ή λιγότερο γνωστές ταινίες. Αναμφισβήτητα, ανάμεσά τους θα βρείτε κάποιες υπερεκτιμημένες, αλλά και αρκετές που αξίζουν για πολλούς και διάφορους λόγους την προσοχή σας. Φυσικά, υπάρχουν και μερικές -οι οποίες συναντώνται πολύ συχνά σε σχετικές λίστες- που δε συμπεριελήφθησαν στη συγκεκριμένη για λόγους που δεν είναι του παρόντος, αλλά θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα μελλοντικό ιντριγκαδόρικο αφιέρωμα με προσέγγιση «γιατί δε θεωρώ σημαντικές αυτές τις ταινίες». Πέρα όμως από κάθε προσωπική γνώμη, αποτελεί αξίωμα -ιδιαίτερα στην τέχνη- το ότι κάτι μπορεί να αποδεικνύεται όντως σημαντικό, χωρίς απαραίτητα να είναι και ιδιαίτερα άξιο λόγου.
Μια ενδιαφέρουσα και απολύτως κλειστοφοβική και αγχωτική ταινία είναι το “Meandre” (Meander) του Mathieu Turi, στην οποία η Gaia Weiss (“Vikings”, “Marie-Antoinette”) μονοπωλεί το ενδιαφέρον. Εμπνευσμένα από την κληρονομιά του “The Walking Dead”, είναι τα κατά διαστήματα καταιγιστικά “La Horde” (The Horde) των Yannick Dahan και Benjamin Rocher και “Mutants” του David Morley. Η ταινία “Revenge” της Coralie Fargeat είναι ευχάριστη στις υπερβολές της, αλλά δυσάρεστη θεματολογικά, αφού ανήκει στο υποείδος “rape and revenge” και πραγματεύεται το πόσο επιθετικά διαχειρίζεται το θύμα ένα τόσο απευκταίο γεγονός. Το “Gueules Noires” (The Deep Dark), επίσης του Mathieu Turi, παρουσιάζει τι συμβαίνει όταν μερικοί ανθρακωρύχοι εγκλωβίζονται κάτω από την επιφάνεια της γης και αναζητώντας εναλλακτική διέξοδο ανοίγουν μια κρύπτη, ξυπνώντας ένα αιμοσταγές πλάσμα. Επίσης στο ημίφως είναι κατά ένα μέρος γυρισμένο το “Bunker 717” (Deep Fear), πάλι του ίδιου σκηνοθέτη, στο οποίο τα σχέδια για ένα αξέχαστο πάρτυ στο Παρίσι οδηγούν στις κατακόμβες και ειδικότερα σε ένα εγκαταλελειμμένο οχυρό των Ναζί, από όπου αρχίζει ένα ανελέητο κυνηγητό θανάτου. Μυστηριώδες είναι το “Dans ton Sommeil” (In Their Sleep) των Caroline du Potet και Éric du Potet, που πραγματεύεται την καταρρακωμένη ψυχολογική κατάσταση της Anne Parillaud, ύστερα από το θάνατο του γιου της, η οποία οδηγώντας πέφτει πάνω σε ένα συνομήλικο του γιου της άγνωστο, που τρέχει για να ξεφύγει από το διώκτη του. Υπάρχουν επίσης και δύο φιλμ που σχετίζονται και με καννιβαλισμό. Το “La Meute” (The Pack) του Franck Richard και το αγαπημένο των κριτικών “Grave” (Raw) της Julia Ducournau, που έγινε γνωστή από το πολυβραβευμένο “Titane” το 2021.