Για τα μάτια της Τουλπάν
Γερμανία / Καζακστάν / Πολωνία / Ρωσία / Ελβετία 2008, 100'
Η Τουλπάν είναι ένα σπάνιο λουλούδι της στέπας, μια εξωτική τουλίπα [αυτό σημαίνει τ' όνομά της], ένα άπιαστο όνειρο για τον νεαρό Αζά. Ο Αζά μόλις έχει απολυθεί από το ρώσικό ναυτικό κι ονειρεύεται μια ζωή τσομπάνη, όπως αυτή της μεγαλύτερης αδελφής του Σαμάλ και του ανδρός της Οντάς. Για να γίνει όμως ευυπόληπτος κουμανταδόρος δικού του κοπαδιού πρέπει να παντρευτεί μια βοσκοπούλα κι αυτή δεν είναι άλλη από την κοπέλα του τίτλου, μια που δεν υπάρχουν άλλες ανάλογες υποψήφιες νύφες στην περιοχή του, στα βάθη του Καζακστάν.
Τα προξενιά έρχονται στο σπίτι της μέλλουσας συμβίας από τον Αζά, τον καλύτερό του φίλο Μπονί και τον πεπειραμένο Οντάς. Ο ενδιαφερόμενος προσπαθεί να γοητεύσει το οικογενειακό συμβούλιο απέναντί του [η σεμνή Τουπλάν είναι απούσα σε όλη την ταινία] λέγοντας θαλασσινές ιστορίες μ' ένα τεράστιο χταπόδι που παραλίγο να τον τραβήξει στα βάθια των ωκεανών. Οι γονείς της Τουλπάν μοιάζουν ασυγκίνητοι και η ίδια απαντά δι' αντιπροσώπου ότι δεν της αρέσει ο Αζά γιατί τ' αυτιά του είναι κλαρωτά σαν του πρίγκιπα Κάρολου.
Αυτή η, τυπική για την τοπική κουλτούρα, ανεκδοτολογική περίπτωση παντρειάς δίνει την ευκαιρία στον ντοκιμαντερίστα σκηνοθέτη Σεργκέι Ντβόρτσεβόι να διηγηθεί οικείες σ' αυτόν ιστορίες, βγαλμένες από την πραγματικότητα, με ερασιτέχνες που διατηρούν τα υποκοριστικά ονόματα και τις ιδιότητές τους κι οι οποίοι μεταφέρουν αυτούσιο τον φυσικό τους ρόλο στην αφήγηση. Δίνει επίσης ευκαιρία στην διευθύντρια φωτογραφίας Jolanta Dylewska να καταγράψει το αέναο [και γενεσιουργό;] στροβίλισμα της σκόνης και, μέσα απ' αυτό, όλη την απρόσμενη καθημερινότητα ενός βουκολικού λαού, που τόσο απίστευτη φαντάζει στα μάτια των δυτικών, όπως εμείς, θεατών.
Η ιστορία είναι μόνο η αφορμή, λοιπόν. Η γιούρτα, η ιδιόμορφη παραδοσιακή οικία της αραιοκατοικούμενης στέπας, κι όσα συμβαίνουν μέσα και γύρω απ' αυτήν είναι το ζητούμενο της κάμερας. Ο μικρός ανιψιός που παίζει με την κατοικίδια χελώνα του και τρέχει και χοροπηδά. Ο μεγαλύτερος που αποστηθίζει και επαναλαμβάνει τα λόγια των εκφωνητών του ραδιοφώνου, ελλείψει εκπαιδευτικού συστήματος. Η μεγάλη αδερφή τους που τραγουδά ξανά και ξανά τον ίδιο φολκλορικό σκοπό. Η απώλεια προβάτων που παίρνει διαστάσεις ανεξήγητης επιδημίας. Η γέννηση του μικρού εριφίου από τον Αζά που αποδεικνύει στον γαμπρό του πόσο άξιος είναι γι' αυτή τη δουλειά και τη συνέχεια της οικογενειακής παράδοσης.
Υπάρχει και μια κορυφαία σκηνή. Η μικρή τραυματισμένη μπανταρισμένη καμήλα στο καλάθι της μοτοσικλέτας του κτηνίατρου και η ανήσυχη μαμά της ν' ακολουθεί κατά πόδας. Η εκφραστική λιτότητα και η αμεσότητα των εικόνων, πιστεύω πως οδήγησαν ολοταχώς στο βραβείο του τμήματος "Ένα κάποιο βλέμμα" στις περσινές Κάνες. Παρά τις ένα-δυο δυτικότροπες τακτικές που μεταχειρίζεται ο Ντβόρτσεβόι, οι μεταντοκιμαντερικές του εικόνες δεν είναι γραφικές ούτε αυστηρά λαογραφικές αλλά ούτε και τυπικά δείγματα άγριας φύσης της εκπαιδευτικής τηλεόρασης. Το σινεμά είναι δυναμικά παρόν και η χημεία ανθρώπων και ζώων το κάνει ακόμη πιο συναρπαστικό.
Υπάρχει και μια μουσική έκπληξη. Από πότε έχουμε να ακούσουμε το "Rivers of Babylon" των Boney M; Από τη "Σαρκική Εξάρτηση" [Intimacy, 2001] του Πατρίς Σερό; Από το κωμικοτραγικό "Μάθε παιδί μου γράμματα" [1981] του Θόδωρου Μαραγκού ή μήπως από το σκληροπυρηνικό "Serie noire" [Μαύρο σερί, 1979] του Αλέν Κορνό; Παρόλο που το "Intimacy" είναι πιο πρόσφατο, στο "Μάθε παιδί μου γράμματα" το άσμα παίζει το ρόλο του και κάνει γκέλα στη μνήμη μου.
Θα 'τανε σίγουρα αδικία να πούμε ότι ο σκηνοθέτης είδε την ταινία του Μαραγκού [ούτε ο Carpenter του αρέσει] και θέλησε να τον αντιγράψει στον τρόπο χρήσης. Ούτως ή άλλως ηχεί πολύ διαφορετικά στη στέπα απ' ότι στη βουνίσια εξοχή της πατρίδος μας.