Για την ‘Πριγκίπισσα Μονονόκε’ του Χαγιάο Μιγιαζάκι
"Πάντα επίκαιρο" μπορεί να είναι ένας στερεοτυπικός λόγος αναφοράς σε έργα τέχνης από το παρελθόν, έχει όμως και ουσιαστική βάση. Μια επαναπροσέγγιση με σημερινή ματιά ενός γιαπωνέζικου anime από το 1998. Του Κώστα Ράπτη
Στις 12 Ιουλίου του 1997 κάνει την πρεμιέρα της στην Ιαπωνία η anime ταινία Πριγκίπισσα Μονονόκε των Studio Ghibli σε σενάριο, σκηνοθεσία και σχεδίαση χαρακτήρων του Χαγιάο Μιγιαζάκι. Το επόμενο έτος η Ιαπωνική Ακαδημία της απονέμει το βραβείο της καλύτερης ταινίας για το 1998. Έκτοτε έχουν παρέλθει περισσότερες από δύο δεκαετίες, ωστόσο τα θέματα που θίγονται στο φιλμ – οντολογικά, ανθρωπιστικά, πολιτικά, περιβαλλοντικά και πλείστα άλλα – αποτελούν πλέον σημαίνοντα ζητήματα του κοινωνικοπολιτικού βίου, τα οποία αναδύονται με την επιτακτικότητα του επείγοντος. Ο αναστοχασμός λοιπόν επί των θεματικών της ταινίας δεν είναι αναγκαίο να έχει μόνον μια καλλιτεχνική διάσταση, αλλά μπορεί να πάρει και μία πολιτική.
Το κεντρικό αισθητικό χαρακτηριστικό του φιλμ αποτελεί το γεγονός ότι βρίσκεται στο μεταίχμιο των δύο αφηγηματικών τύπων που διακρίνει ο Ορτέγα Υ Γκασσέτ, το έπος και τη σύγχρονη μυθιστορηματική αφήγηση. Το δραματικό υποκείμενο στην πρώτη περίπτωση είναι ο αρχέγονος ήρωας, χαλυβδωμένος στις απαρχές του χρόνου ενάντια στους πρώιμους φόβους της ανθρωπότητας, φορέας ηρακλείτειων διπόλων, εγκλωβισμένος στο πεδίο της επιφανειακότητας – αυτής της επιφανειακότητας που ο Νίτσε εντοπίζει στους αρχαίους Έλληνες και οφείλεται στη βαθύτητα – αφού η βούλησή του δείχνει να πηγάζει από το θυμικό. Στον αντίποδα βρίσκεται το σύγχρονο δραματικό υποκείμενο, το οποίο εμφορείται μία πολυπλοκότητα που φαίνεται να προκύπτει από τη διαύγαση του Είναι. Ιδωμένος από μία φαινομενολογική σκοπιά, ο σύγχρονος χαρακτήρας εγκολπίζει την αυτοαλλοίωση ως υπαρκτική συνθήκη. Κατασκευάζει μία χρονικότητα που δεν αντιστέκεται στην αλλοίωση, αλλά απεναντίας δομείται μέσα σε αυτήν.
Η οντολογία του φαντασιακού που κατασκευάζεται σε κάθε περίπτωση είναι διακριτή. Το φαντασιακό της αντιθετικής στην αλλοίωση χρονικότητας είναι τόσο κραυγαλέα ξεριζωμένο από το υπαρξιακό δεδομένο, ώστε δεν μπορεί παρά να υιοθετήσει μια κάποια πολεμική, μιας που η απουσία του θανάτου εξαλείφει την αναγκαιότητα της συγχώρεσης. Από την άλλη, το φαντασιακό της χρονικότητας της αλλοίωσης οφείλει να εγκιβωτίζει ίχνη της ταυτότητάς του ως φαντασιακού, ούτως ώστε να δύναται να γίνει αντιληπτό ως τέτοιο. Μόνο ένα εύπλαστο συλλογικό φαντασιακό αποτρέπει οτιδήποτε ανθρώπινο από την κατάρρευση και την καταστροφή, γιατί του δίνει την ικανότητα να διακόπτεται και να ξεκινά ξανά.
Στην πριγκίπισσα Μονονόκε γινόμαστε μάρτυρες της σύγκρουσης των δύο φαντασιακών τύπων. Το σύγχρονο δρων υποκείμενο παλεύει να απαλλαγεί από το μονολιθικό ηρωικό φαντασιακό. Οι παλιοί θεοί, φαντάσματα ενός κόσμου που καταρρέει, δεν έχουν καμία θέση στις εκβιομηχανισμένες κοινότητες. Οι νέοι τύποι εργασίας, περιβαλλοντικής συνείδησης, διαφυλετικών σχετισμών που έχουν προκύψει απαιτούν την αναμόρφωση του φαντασιακού πεδίου ώστε να καταστεί λειτουργικό. Εδώ η αναμόρφωση παίρνει κυριολεκτική διάσταση, γίνεται πόλεμος ανάμεσα στο παλιό και το καινούριο, ώστε τελικά να αναδυθεί μια σύνθετη διαλεκτική μορφή. Επέλεξα να αναλύσω παρακάτω τρεις χαρακτήρες, οι οποίοι ενσαρκώνουν τρεις διακριτούς διαλεκτικούς τύπους.
Ο δαίμονας-αγριόχοιρος Νάγκο
Ο αγριόχοιρος θεός/δαίμονας του οποίου το όνομα δε γνωρίζουμε ευθύς εξαρχής (μόνο αργότερα πληροφορούμαστε ότι λέγεται Νάγκο) εξυπηρετεί βέβαια την οικονομία του έργου, αλλά ταυτόχρονα μας εισάγει σε μία θεμελιακή αρχή του: τη δυαδικότητα. Οι θεοί, που συνήθως παίρνουν μορφές ζώων, θυμίζουν πολύ τους θεούς των Ελλήνων. Νιώθουν χαρά, θλίψη, οργή, μίσος. Είναι εκδικητικοί, κάποιες φορές δύστροποι και δείχνουν μικρή ανοχή στους ανθρώπους που γίνονται ενοχλητικοί. Η θεϊκή μυθολογία απέχει από τα μονοθεϊστικά αφηγήματα. Οι θεοί εδώ δεν είναι άμωμοι. Έχουν ανθρώπινα χαρακτηριστικά και μορφές ζώων. Είναι πλάσματα του δάσους με τεράστιες δυνάμεις και ως τέτοια φέρονται. Τη σοφία τους οφείλουν στο βαθύ σεβασμό απέναντι στο δάσος, στην εναρμόνισή τους με τις λειτουργίες της φύσης και την ολοφάνερη ευφυΐα τους. Παρόλα αυτά μία σφαίρα, που προέρχεται από το όπλο ενός κατώτερου όντος, ενός ανθρώπου, είναι ικανή να πλημμυρίσει ένα θεό με οργή και πάθος για εκδίκηση, που θα τον μετατρέψουν σε δαίμονα. Ο μηχανισμός που θέτει σε κίνηση την εξέλιξη της δράσης είναι αυτή η σφαίρα στο σώμα του Νάγκο, το αντικειμενικό σημαίνον με σημαινόμενο την υπαρξιακή σύγκρουση των δύο κόσμων, του σύγχρονου με τον αρχέγονο.
Λαίδη Εμπόσι
Η Λαίδη Εμπόσι δρα πρωτίστως ως πολιτικό ον. Είναι αρχηγός της Σιδερένιας Πόλης και ενεργεί με ξεκάθαρο γνώμονα το συμφέρον της. Τα ηθικά της κριτήρια έχουν υποστεί μια σχιζοειδή μετάλλαξη, εφόσον μετέρχεται παντοειδών μέσων προκειμένου να επιτύχει τον πολιτικό της στόχο. Ως επικεφαλής μιας συλλογικότητας ενεργεί πέρα και έξω από προσωπικά ηθικά πλαίσια αφού ο ρόλος της απαιτεί να προτάσσει την ευημερία του κοινωνικού σχηματισμού του οποίου ηγείται. Η εξόρυξη και κατασκευή σιδήρου σηματοδοτεί την έλευση της βιομηχανίας, η Σιδερένια Πόλη αφομοιώνει νέους τύπους συλλογικής δράσης, ενώ η Εμπόσι θέτει σε κίνηση τα γρανάζια της ιστορίας. Βέβαια, ως ειδοποιός ενέργεια του ανθρώπου της εκβιομηχανισμένης περιόδου εδώ επιλέγεται η κατασκευή φονικών μηχανών, που καταφέρνουν να εξισώσουν τον άνθρωπο με τους θεούς του, εφόσον του δίνουν τη δυνατότητα να καταστρέφει αλόγιστα το δάσος μέσα στο οποίο εκείνοι ζουν, κυνηγούν, δρουν και τελικά, πεθαίνουν. Όπως με κάθε καινοτομία, έτσι κι ετούτη οδηγείται πρωτίστως στα άκρα της, στις έσχατες απολήξεις της· τότε μόνο θα αναδυθεί η ανάγκη του εξορθολογισμού της. Σε μια φριχτή παρανόηση του νιτσεϊκού προτάγματος, οι κάτοικοι της Σιδερένιας Πόλης σκοτώνουν τους θεούς τους με σίδερο και φωτιά για να μεταρσιωθούν οι ίδιοι σε θεοί. Η καταστροφή φαντάζει αναπόφευκτη. Στο μυαλό μου έρχονται λίγες σειρές από τον επίλογο του Sapiens του Harari
Αυτοδημιούργητοι θεοί, μόνο με τους νόμους της φύσης για συντροφιά μας, δε δίνουμε λογαριασμό σε κανέναν. Έτσι, σπέρνουμε τον όλεθρο στα ζώα και το οικοσύστημα γύρω μας, με στόχο κυρίως την άνεση και τη διασκέδασή μας, χωρίς ποτέ να είμαστε ικανοποιημένοι.
Υπάρχει τίποτα πιο επικίνδυνο από δυσαρεστημένους και ανεύθυνους θεούς που δεν ξέρουν τι θέλουν;
Οφείλουμε όμως να σταθούμε με προσοχή στη Λαίδη Εμπόσι, η οποία καταφέρνει να εσωτερικεύσει τη δυαδικότητά της, ανάγοντάς την έτσι σε κάτι πολυπλοκότερο από έναν απλό μανιχαϊσμό. Εξάλλου, το επαναστατικό πρόταγμα της ευημερίας που αναλαμβάνει η Εμπόσι, την καθιστά την κατεξοχήν σύγχρονη ηρωίδα του έργου. Ορθώνει το ανάστημά της ενάντια στους θεούς του δάσους, διεκδικώντας το δικαίωμα της εκμετάλλευσής του. Η επανάστασή της έχει εμφανώς ένα μεταφυσικό χαρακτήρα. Στρέφεται ενάντια στους θεούς για να διεκδικήσει τη θέση τους. Καταστρέφει το δάσος και δολοφονεί τα πνεύματά του με την υπόσχεση μιας ευημερίας, της οποίας αποκλειστικός φορέας φαίνεται να είναι η ίδια. Αν οι λύκοι εναντιώνονται στα σχέδιά της να αποψιλώσει το βουνό προκειμένου να εξορύξει καλής ποιότητας σίδηρο από τα σπλάχνα του, τότε θα ξεμπερδέψει μ’ αυτούς, όπως έκανε και με τους αγριόχοιρους. Αυτό όμως που μας οφείλει η Εμπόσι, είναι ένα φιλοσοφικό έρεισμα. Αποκαθηλώνει τους παλιούς θεούς, για να τους αντικαταστήσει με τι; Απέναντι σ’ αυτήν την ερώτηση, η επαγγελία της ευημερίας φαίνεται ανεπαρκής. Από μόνη της δε συνιστά έναν αποχρών λόγο. Γι’ αυτό, χρειαζόμαστε πλέον μια καινούρια θεολογία. Η Εμπόσι περιθάλπει λεπρούς και διασώζει εταίρες, είναι η ιερή προστάτιδα των απόκληρων. Αν οι παλιοί θεοί διεκδικούν το μερτικό τους από το θάνατο και τη μιζέρια, ή εν πάση περιπτώσει μένουν απαθείς απέναντι στην αρρώστια και την αδικία που αυτή γεννά, η Εμπόσι διεκδικεί μια θέση κάτω από τον ήλιο για τους εγκαταλειμμένους. Βέβαια, η αποστροφή της απέναντι στην καταστροφικότητα της θεϊκής βούλησης, την οδηγεί στο αδιέξοδο μιας αιματηρής και δολοφονικής διεκδίκησης. Στη δύνη μιας παράλογης αντιφατικότητας, απορρίπτει τον πόνο και την απόγνωση του παλιού δημιουργώντας περισσότερο πόνο, δολοφονώντας και καταστρέφοντας. Τις δικές της δολοφονίες όμως, ξεπλένει μια υπόσχεση. Οι ενέργειές της λυτρώνονται στο όνομα της ανθρωπιάς και ίσως της νεωτερικότητας. Η Εμπόσι συγκεντρώνει τα στοιχεία του παράλογου επαναστάτη που τοποθετεί σε μελλοντικό χρόνο τη δικαίωση της ανάληψης της βίας ως διεκδικητικού μέσου. Η ηθική της επανάστασής της αναδύει ένα Μακιαβελικό άρωμα, η πολιτική της δράση μια ζεστή ανθρωπιά.
Ο πρίγκιπας Ασιτάκα
Ο πρίγκιπας Ασιτάκα είναι αναμφίλεκτα γενναίος. Η γενναιότητά του όμως δεν τον καθιστά υπερφίαλο. Προσπαθεί να αποφύγει την αρχική σύγκρουση με το δαίμονα Νάγκο, αφού τον παρακαλεί να αποχωρήσει. Διαβλέπει την επικινδυνότητα της συμπλοκής που επίκειται, κάτι που τον καθιστά εχέφρων. Η επίκληση όμως, είτε επιβάλλεται από την επίγνωση των πιθανών συνεπειών μιας τέτοιας συμπλοκής, είτε από σεβασμό απέναντι σε όλα τα πλάσματα του δάσους, δεν έχει αποτέλεσμα. Ο Ασιτάκα τραυματίζεται. Το τραύμα που φέρει στο δεξί του χέρι έχει διττή λειτουργία. Από τη μια, αποτελεί την άκρη του κουβαριού της δράσης που ο νεαρός τώρα απέκτησε την αφορμή να ξετυλίξει. Από την άλλη, πρόκειται να τον σκοτώσει. Το μαθαίνουμε ταυτόχρονα με τον ίδιο, καθώς η σοφή γριά διαβάζει τη μοίρα του στις πέτρες της. Έτσι, του προσφέρει το μοναδικό πράγμα που του στερούσε η νεότητά του: την επίγνωση της θνητότητάς του. Ο θάνατος παύει να είναι τοποθετημένος στο απώτερο μέλλον. Έρχεται πλέον τόσο κοντά που ο Ασιτάκα μπορεί να νιώσει την παγωμένη ανάσα του θεριστή στο σβέρκο του ή καλύτερα, στο δεξί του χέρι. Η απόφαση του Ασιτάκα να αντιμετωπίσει τη μοίρα του ενώ γνωρίζει πολύ καλά ότι δεν μπορεί να την αλλάξει τον καθιστά έναν αρχετυπικό παράλογο ήρωα, αφού ούτε καν ο θάνατος που καθιστά πρόδηλη τη ματαιότητα του εγχειρήματός του είναι ικανός να αποτρέψει το ταξίδι του πρίγκιπα στη Δύση. Επιλέγει να δράσει κατ’ αυτόν τον τρόπο. Αναλαμβάνει αυτό το μάταιο έργο και δε θα σταματήσει μέχρι να το φέρει σε πέρας.
Το ταξίδι του Ασιτάκα μάς επιτρέπει να σκιαγραφήσουμε αποσπασματικά αλλά αποτελεσματικά τον πολυεπίπεδο χαρακτήρα του. Όταν ο δρόμος του τον βγάζει σ’ ένα χωριό του οποίου ο αγροτικός πληθυσμός σφαγιάζεται ανηλεώς από πάνοπλους σαμουράι, το πρώτο του μέλημα είναι πάλι να αποφύγει τη σύγκρουση (εξάλλου είναι ένας, ενώ εκείνοι δεκάδες). Όταν όμως του επιτίθενται, με περισσή άνεση – και ενώ γινόμαστε μάρτυρες της δαιμονοποίησης του ίδιου, μιας διαδικασίας που υποδαυλίζεται από το μίσος και τη βία – ακρωτηριάζει έναν πολεμιστή και αποκεφαλίζει έναν δεύτερο. Ο Ασιτάκα είναι ικανότατος και φονικός*. Είναι επίσης αδιάφορος απέναντι στο χρήμα. Πληρώνει με έναν ολόκληρο σβώλο χρυσού για ένα μόνο σακί με ρύζι. Ο χρυσός τού είναι χρήσιμος μόνον ως ανταλλακτικό μέσο. Δεν έχει καμία άλλη αξία πέραν της θεμελιώδους: να τον χρησιμοποιήσει για να μην πεινάσει.
Βέβαια, το πιο ουσιαστικό από τα χαρακτηριστικά του Ασιτάκα, και αυτό που φαίνεται να μπερδεύει περισσότερο όσους τον συναντούν, είναι η εγγενής και απροσχημάτιστη ροπή του προς το καλό. Όταν η Λαίδη Εμπόσι τον δέχεται για πρώτη φορά, ο Ασιτάκα τής φανερώνει το πρωταρχικό του μέλημα: να δει με μάτια αθόλωτα από το μίσος. Το πόσο πιστός σε αυτή του την αρχή παραμένει ο Ασιτάκα το αντιλαμβανόμαστε από τη στάση του απέναντί της, αφού προηγουμένως έχει ανακαλύψει τυχαία ότι εκείνη ήταν η αιτία της δαιμονοποίησης του Νάγκο. Παρόλα αυτά, δέχεται να συνομιλήσει μαζί της απαλλαγμένος από κάθε πικρία. Επιλέγει να μην παραδοθεί στο μηδενισμό μιας εκδίκησης. Όμως, το θεμελιώδες πρόταγμα μιας όρασης απαλλαγμένης από το μίσος είναι η προϋπόθεση ενός modus operandi. Ο Ασιτάκα θα εργαστεί στο πλευρό αντικρουόμενων δυνάμεων, χωρίς να προδώσει καμιά. Είναι εφοδιασμένος εξάλλου με τη δεξιότητα της ενσυναίσθησης, ενώ αποφεύγει με συνέπεια να καταφύγει στην ευκολία αξιακών κρίσεων. Το γεγονός αυτό τον καθιστά εξ ορισμού ύποπτο. Βέβαια, αυτό που δεν μπορούν να αντιληφθούν τα αντίπαλα μέρη είναι ότι ο Ασιτάκα στέκεται έξω και πάνω από το δίλημμά τους. Δεν το αντιλαμβάνεται καν ως τέτοιο, μιας που τελεί αποστασιοποιημένος από οποιαδήποτε έριδα. Είναι λάθος όμως να νομίζουμε ότι δεν τον αφορά. Ο Ασιτάκα είναι η ενσάρκωση μιας προοπτικής που αντιπαρέρχεται τους παρωχημένους θεούς και τους αιμοδιψείς μεταλλωρύχους, με ό,τι αυτοί σηματοδοτούν. Αποτελεί τη μεγαλειώδη αναγγελία μιας ζωής απαλλαγμένης από τον ανεπανόρθωτο κυνισμό του δολοφόνου των θεών. Σηματοδοτεί την αυτοϋπονόμευση της αλόγιστης θεοποίησης, αφού όταν όλοι γίνουν θεοί τότε δε θα είναι κανένας πλέον θεός. Ίσως σε αυτό το μέλλον προσβλέπει ο ευγενικός πρίγκιπας. Υπομονετικά σπέρνει στο κακοτράχαλο χώμα της γης το σπόρο της αδελφοσύνης, ολοκληρώνοντας έτσι το τρίπτυχο της εγελιανής διαλεκτικής.
*Ο αφορισμός του Γερμανού αρχιτέκτονα Λούντβιχ Μισ φαν ντερ Ρόε “ο θεός κρύβεται στις λεπτομέρειες” αποδίδει εύστοχα τη μαεστρία του Μιγιαζάκι, η οποία εκδηλώνεται μεγαλειωδώς σε αυτές ακριβώς. Όταν οι πολεμιστές επιτίθενται για πρώτη φορά στον Ασιτάκα, το ελάφι του, ο Γιακού, προτού ξεκινήσει το ξέφρενο τρεχαλητό του, κάνει δύο μικρά βήματα προς τα πίσω για να πάρει φορά. Αυτά τα φαινομενικά αχρείαστα δύο ή τρία δευτερόλεπτα του πισωπατήματος του Γιακού λειτουργούν αφοπλιστικά σε δεύτερο επίπεδο. Ο κόσμος που κατασκευάζει ο Μιγιαζάκι είναι ένας κόσμος φανταστικός στον οποίο κατοικούν θεοί, πνεύματα και δαίμονες, εντούτοις όλοι λειτουργούν σε μια άκρως ρεαλιστική βάση, ομοίως και ο Γιακού. Πρόκειται δηλαδή για μια μελέτη της ανθρώπινης κατάστασης, στην οποία το ακατανόητο θεοποιείται για να προσαρμοστεί αργότερα στα μέτρα του προσιτού.