Γιώργος Καμπανέλλης, το βρέφον και το κήτον
Οι χαρακτηρισμοί είναι ειπωμένοι από τον Βασίλη Αυλωνίτη και παρμένοι από τον "Λεφτά" [1958] των Τσιοφόρου / Βασιλειάδη. Βρέφον γιατί είχε παιδικό πρόσωπο, ζεν-πρεμιέ και babyface που λέμε οι νεοέλληνες. Κήτον γιατί έπαιξε σε ένα κάρο μελοδράματα της "χρυσής εποχής", περισσότερα ίσως κι από όλους τους ηθοποιούς που βγάλανε όνομα [Βούρτση, Ξανθόπουλο, Ζήλεια, Μαυροπούλου, Σύλβα, Κακαβά, Βασιλάκου, Διανέλλο κ.α.] Πάρτε ανάσα και μετρήστε τίτλους από το 1958 ως το 1972:
Δυο αγάπες δύο κόσμοι, Το γεφύρι του πεπρωμένου, Θυσιάστηκα για το παιδί μου, Στην Κύπρο άνθισε η αγάπη μας, Μετά την αμαρτία, Αγαπούλα μου, Το νησί των πειρασμών, Το δράμα μιας αμαρτωλής, Ο γολγοθάς μιας αθώας, Μην κλάψεις για μένα, Ποιος θα κρίνει την κοινωνία, Ορφανή σε ξένα χέρια, Μάνα κάνε κουράγιο, Κλάψε φτωχή μου καρδιά, Εσκότωσα για το παιδί μου, Αγάπη γραμμένη με αίμα, Θεέ μου δωσ' μου το φως μου, Τερέζα, Όλα και τη ζωή μου ακόμα, Κουράστηκα να σ' αποκτήσω, Αμαρτίες γονέων, Τα δάκρυά μου είναι καυτά, Σε ποιον να πω τον πόνο μου, Ευχή και κατάρα, Αστεφάνωτη, Ξαναγύρισε κοντά μου, Προδομένη, Πάρε το δάκρυ μου, Μια γυναίκα χωρίς ντροπή, Με πότισες φαρμάκι, Με ιδρώτα και δάκρυα, Κλαίω και σ' αναζητώ, Η ζωή μου ανήκει σε σένα, Η στοργή, Η φωνή μιας αθώας, Εξιλέωση, Δεν μπορούν να μας χωρίσουν, Το σπίτι των ανέμων, Τώρα που φεύγω απ' τη ζωή, Θέλω να ζήσω στον ήλιο, Κάνε τον πόνο μου χαρά, Δοκιμασία, Καταραμένη αγάπη, Ας με κρίνουν οι γυναίκες, Τα παιδιά του λιμανιού, Η άγνωστη της νύχτας, Στη θύελλα της μεγάλης αγάπης.
Τόσα κλισέ μαζωμένα δεν αντέγραψα ποτέ μου. Σ' αυτά προσθέστε και μερικά βουκολικά δράματα, από την πρώτη του εμφάνιση στη Ζαΐρα [1952], στη Γκόλφω και τη Μάρω [Μας κλέψανε την Γκόλφω, Καραγκούνα, Σταυραετοί] μέχρι την Αργυρώ... [η πονεμένη τσελιγκοπούλα, 1968]. "Το νησί της σιωπής" [1958] της Λίλας Κουρκουλάκου που αναφέρεται στους λεπρούς της Σπιναλόγκα με ντοκιμαντερικό ρεαλισμό αξίζει να μείνει έξω απ' όλ' αυτά.
Άλλα όνειρα πρέπει να είχε όταν ξεκίνησε από τη Χώρα της Νάξου [όπου γεννήθηκε το 1930] κι ήρθε στην Αθήνα [1935] με τον αδερφό του Ιάκωβο [γ. 1922] για να σπουδάσει πιάνο στο Ελληνικό Ωδείο και μετακατοχικά υποκριτική [1947-48] στην άτυπη σχολή της ΧΑΝ που διηύθυνε ο παλαίμαχος ηθοποιός Χριστόφορος Χειμάρας. Ο Αδαμάντιος Λεμός ανακάλυψε και ανέδειξε τα δυο αδέρφια. Την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος την απέκτησε ως εξαιρετικό ταλέντο, την ίδια εποχή που ο μεγάλος αδερφός του εξελισσόταν σε σημαντικό θεατρικό συγγραφέα και σεναριογράφο.
Μαζί έκαναν δυο δουλειές κι οι δυο χαρακτηριστικές. Την ποδοσφαιρική εποποιΐα "Κυριακάτικοι ήρωες" [Άσσοι του γηπέδου, 1956] που επανεκδόθηκε το 1990 με τον Γιώργο ως αφηγητή της συνέχειας της ιστορίας των μπαλαδόρων Μουράτη, Λινοξυλάκη, Μανταλόζη, Πετρόπουλου και Πουλή.
Και την εμβληματική σπονδυλωτή μεταφορά "Το κανόνι και τ' αηδόνι" [1968] με τέσσερα σκετς [δυο κωμικά και δυο τραγικά] που αναφέρονται στην κατοχή [γερμανών, ιταλών, άγγλων και αμερικάνων]. Όπου δεσπόζει φυσικά αυτό με το δίδυμο Καμπανέλλη / Παπαγιαννόπουλου [γερμαναράς αξιωματικός / νοικοκύρης του οποίου το σπίτι επιτάσσεται απ' τον πρώτο] να γαβγίζουν σα σκυλιά που μονομαχούν για το χώρο ελευθερίας των.
Πριν αφοσιωθεί ολόψυχα στο κλάμα... εεε... στο δράμα, πρόλαβε και μερικές κωμωδίες με σημαντικότερη την πρώτη μεταφορά του έργου του Μελά "Ο μπαμπάς εκπαιδεύεται" [1953] όπου υποδύεται τον υιό Κολαούζο. Προηγήθηκε "Ο πύργος των ιπποτών" [1952] κι ακολούθησαν: Το κλειδί της Ευτυχίας, Όνειρα κοριτσιών, Γλέντι λεφτά κι αγάπη, Έρως φτώχεια και κομπίνες, Τρεις μάγκες στο παρθεναγωγείο, Πσιτ... κορίτσια!, Ο θείος απ' τον Καναδά, Ραντεβού στη Βενετία, Κορίτσια της Αθήνας, Καπετάνιος για κλάματα, Το κορίτσι του λόχου. Και το μιούζικαλ "Τσιγγάνικο αίμα" [1956].
Στα νεανικά του βήματα συγκρότησε το Παιδικό Θέατρο της ΧΑΝ όπου διασκεύασε και σκηνοθέτησε έργα για παιδιά. Τελευταία εμφάνιση στο θέατρο Φλορίντα το '74 ενώ παράλληλα ασχολούνταν με την παραγωγή και σκηνοθεσία διαφημιστικών σποτ. Σκηνοθέτησε κι ένα μικρό ντοκιμαντέρ, Ύμνον τη ταφή Σου [1974]. Τελευταία αναφορά ως μοντέρ στο κινούμενο "Ο κύκλος" [1981] του Ιορδάνη Ανανιάδη. Έφυγε στα 80 του, ως βρέφον.