“Η άνοδος του Αρτούρο Ούι” του Άρη Μπινιάρη (Θέατρο ARK)
Το θέατρο ως εφήμερη τέχνη της συγχρονίας και του παρόντος, που όμως κάθε φορά αναζητά -και βρίσκει- νέα επικαιρότητα και επιτακτικότητα. Της Ελένης Φουντή
Φέτος στην Αθήνα συνέβη κάτι σπάνιο και όμορφο. Ο Μπρεχτ γινόταν κάθε βράδυ sold out σε έναν νέο θεατρικό χώρο. Κάθε βράδυ! Και με ένα από τα λιγότερο δημοφιλή έργα του. Χάρη στη ριζοσπαστική αλλά ουσιωδώς μπρεχτική και πολιτική ματιά του Άρη Μπινιάρη, “Η άνοδος του Αρτούρο Ούι” έγινε γιορτή του εξπρεσιονισμού, μια υπέρχρονη αλληγορία της ατομικής και κοινωνικής ευθύνης στην άνοδο του φασισμού. Ακούω ότι εκτός απροόπτου θα ξανανέβει του χρόνου. Ευτυχώς. Όχι μόνο επειδή πολύς κόσμος δεν μπόρεσε να βρει εισιτήριο για μια παράσταση που ξεχώρισε, και άλλες ξεχώρισαν, αλλά γιατί αυτή η παράσταση έδωσε νέα πνευμόνια στο επικό θέατρο. Φέτος στο θέατρο ARK δεν είδαμε απλώς Μπρεχτ, αλλά έναν νέο τρόπο να βλέπουμε Μπρεχτ την εποχή που το χρειαζόμαστε περισσότερο. Ο Μπινιάρης άνοιξε δρόμους και σε αυτό θέλω να επικεντρωθώ εδώ.
Το πρωτότυπο κείμενο λέγεται “Η αποτρέψιμη άνοδος του Αρτούρο Ούι” και στην Ελλάδα ελάχιστοι το έχουν αγγίξει με πρώτο τον Κουν το 1961-1962 στο πολωμένο κλίμα της βίας και νοθείας. Κι όμως είναι ένα από τα πιο πολιτικά έργα του συγγραφέα, μια παραβολή για τη σύνδεση του φασισμού με τον καπιταλισμό με μεταφορά της δράσης στο Σικάγο μετά το Κραχ του 1929, όπου διαπλεκόμενα οικονομικά συμφέροντα, γκανγκστερικά τραστ και κοινοί εγκληματίες θρέφουν το τέρας του ναζισμού σε ένα κλίμα αξιακής παρακμής και διάχυτου φόβου φτώχειας. Αξίζει νομίζω να σημειωθεί εδώ η απουσία του εσωτερικού εχθρού ως καταλύτη κοινωνικού εκφασισμού. Δεν υπάρχουν Εβραίοι στο έργο. Ίσως επειδή είναι γραμμένο το 1941 στην Φινλανδία, ή ίσως σκόπιμα για να τονιστεί η οικονομική διάσταση του ναζισμού. Βέβαια ο Μπρεχτ με τη διορατικότητά του είχε συλλάβει από τότε την εγκληματική παράνοια του Χίτλερ και δεν μασάει τα λόγια του. Ο κύκλος της βίας και η υποταγή στο αίμα προοικονομούνται. Όμως όχι μέσω των διωκόμενων Εβραίων, αλλά από το σπανιότερα εξερευνημένο κανάλι του καπιταλισμού.
Κεντρικός χαρακτήρας ο Αρτούρο Ούι, ένα μίζερο ανθρωπάκι του υποκόσμου που χειραγωγεί το τραστ του κουνουπιδιού (προσομοίωση του εγκεφάλου) με δολιοφθορά, fake news και εκβιασμούς. Σειρά έχουν οι θεσμοί και η κοινωνία μέχρι την ολοκληρωτική εξουσία του Φύρερ και τη βύθιση της πόλης στο μίσος. Με ακραία σατιρική διάθεση και εισροές από τα βερολινέζικα καμπαρέ, η μπρεχτική διαλεκτική συναντά τον Ριχάρδο Γ’ του Σαίξπηρ και τον Μεγάλο Δικτάτορα του Τσάπλιν, καθώς οι πολιτικοί εγκληματίες παρουσιάζονται ισόποσα τρομακτικοί και γελοίοι, ένα τσίρκο αδίστακτων απατεώνων και αναρωτιέμαι μήπως αυτή η λεπτή ισορροπία ανάμεσα στη φρίκη και τη φάρσα είναι που κάνει το έργο μη ελκυστικό στα εγχώρια. Γιατί ναι μεν το θέμα δεν σηκώνει πλακίτσα, αλλά χωρίς το στοιχείο της μακάβριας κωμωδίας χάνεται η ουσία. Ο συγγραφέας άλλωστε σημειώνει για το κείμενο ότι θα ήταν καλό “να αποφεύγεται η σκέτη παρωδία και το κωμικό δεν πρέπει να εμφανίζεται χωρίς το φρικιαστικό”.
Ο Μπινιάρης πάντως πήρε το ρίσκο μπρεχτικά και ευρηματικά. Πολύ νωρίς συνειδητοποιείς ότι η ρηξικέλευθη προσέγγισή του ταιριάζει γάντι στον Μπρεχτ. Η παράσταση είναι γκροτέσκα και σκοτεινή. Επιχειρηματίες, πολιτικοί και ανθρωπάκια σέρνονται στη σκηνή σαν τέρατα, σαν ζόμπι σε μια εποχή ζόφου και αμοραλισμού, που προϊδεάζει για την υποδούλωση στο αίμα, καθώς όλοι υπηρετούν τη ναζιστική μηχανή θανάτου. Οι ήρωες μοιάζουν με νεκροζώντανα σκυλιά που μιλούν γρυλίζοντας, φιγούρες χωρίς πρόσωπα, με ροκ πανκ στοιχεία και δάνεια από την αισθητική της Gotham City της DC Comics (που εξάλλου παραπέμπει στο Σικάγο του μεσοπολέμου). Στην ερεβώδη ατμόσφαιρα συντείνουν οι σκληροί φωτισμοί της Στέλλας Κάλτσου, η εκπομπή καπνού και η εκκωφαντική industrial μουσική του Αλέξανδρου Κτιστάκη. Σαν μικρή ένσταση ωστόσο, τη μοναδική σε μια τόσο άρτια δουλειά, νομίζω ότι η εσκεμμένα ακραία ένταση της μουσικής, αν και εξυπηρετεί τη φόρμα, κάλυπτε το λόγο κάποιες στιγμές. Ομολογουμένως λίγες, αλλά από αυτό το κείμενο δεν ήθελα να χάσω λέξη. (Θαυμάσια η μετάφραση του Κ. Παλαιολόγου και η προσαρμογή του έργου στη σημερινή εποχή παράλληλα με τη διατήρηση της αχρονικότητας). Η μουσική δένει τέλεια με την κινησιολογία της Χαράς Κότσαλη και τη ρέουσα χορογράφηση που κάνει τα σώματα να πάλλονται με κάθε λέξη, με έναν ρυθμό που σε κρατάει σε ένταση και σου παγώνει το αίμα.
Ο Γιώργος Χρυσοστόμου είναι καθηλωτικός ως καμπούρης γκάνγκστερ που μεταμορφώνεται στον μεγαλύτερο εγκληματία της ανθρωπότητας. Όλοι οι ηθοποιοί, ο Γιάννης Αναστασάκης ως άλλος Χίντενμπουργκ - The Penguin, η Μαρία Παρασύρη, η Αλεξία Σαπρανίδου, ο Μιχάλης Βαλάσογλου, ο Κώστας Κορωναίος ως κομπέρ και καθοδηγητής του Αρτούρο Ούι, κ.α ξεχωρίζουν με την πρωτόλεια ενέργειά τους, σαν υπάνθρωποι που βυθίζονται όλο και περισσότερο στα ζωώδη ένστικτά τους.
Η παράσταση είναι μπρεχτική μέχρι το κόκκαλο και εξερευνά όλες τις πτυχές του επικού θεάτρου: την αποστασιοποίηση και το ξεβόλεμα του θεατή, την ψυχοσωματική υποκριτική, τη σάτιρα, την αλληγορία, τον εσωτερικό σχολιασμό των ρόλων, τη χρήση του γελωτοποιού που μεταφέρει αστεία, θλίψη και ειρωνεία, τον προβληματισμό και την ώθηση του κοινού για δράση και φυσικά την υπέρβαση του μέτρου. Κυρίως όμως σε βάζει στα δρώμενα. Ο Μπρεχτ ήθελε να κάνει τον θεατή συμμέτοχο από τη σκοπιά της σκέψης, αλλά όχι του συναισθήματος και αυτό ο Μπινιάρης το πέτυχε στο ακέραιο, έχοντας και μια σκηνογραφική πολυτέλεια που μάλλον οφείλεται στους αρχιτεκτονικούς περιορισμούς του θεάτρου ARK. Προφανώς για τη μεγιστοποίηση του ωφέλιμου χώρου προτιμήθηκε η επιμήκης σκηνή που διατρέχει το κέντρο της αίθουσας και αναπτύσσει δύο αντικριστές πλατείες, με αποτέλεσμα να βλέπεις τους απέναντι θεατές ως φόντο στην άνοδο του ναζισμού μπροστά σου. Θεατές συμμέτοχοι και συνένοχοι. Άκρως μπρεχτικό είναι και το εντελώς αφαιρετικό σκηνικό με μια κινούμενη γερανογέφυρα να γίνεται νοερά αποβάθρα, έδρα δικαστηρίου, πόντιουμ, κρησφύγετο κλπ, προκρίνοντας την αλληγορία εις βάρος των ρεαλιστικών σχημάτων.
Γενικά η αισθητική του Άρη Μπινιάρη είναι για σεμινάριο και δη επειδή καθιστά την “Άνοδο του Αρτούρο Ούι” καλλιτεχνική και πολιτική δήλωση. Η παράσταση δεν είναι ένα αόριστο σχόλιο για τον Χίτλερ και το παρελθόν, αλλά βλέπει κατάματα τα σύγχρονα ακροδεξιά ρεύματα, όπως πρέπει να κάνουμε όλοι. Οι άνθρωποι τείνουν να υποβιβάζουν το Τρίτο Ράιχ σε κάτι πρωτόγονο καθησυχάζοντας τη συνείδησή τους για την αδράνεια απέναντι στο σκοτάδι. Σου λέει αν ξαναεμφανιστούν τέτοια τέρατα τότε θα αντιδράσω. Δεν πάει έτσι όμως. Ο φασισμός δεν σε ενημερώνει ότι επιστρέφει, αντίθετα κρύβεται πίσω από στοχευμένα λόγια, όπως “οι μετανάστες μας παίρνουν τα ασθενοφόρα” που ακούσαμε πρόσφατα στη σκιά της τεράστιας ανθρωπιστικής τραγωδίας του ναυαγίου της Πύλου. Η ηγεσία των Ναζί δεν ήταν μπαμπουίνοι με ρόπαλα και ο Χίτλερ το 1933 δεν γρύλιζε, ούτε καλούσε σε μαζικές δολοφονίες. Δεν χτίζεις ηγεμονία στην κοινωνία αν είσαι μόνο ένας αγροίκος.
Αυτό είναι και το μήνυμα του έργου. Ότι σε μια κοινωνία με μικροαστικές αντιλήψεις και μαλθακά αντανακλαστικά δεν είναι δύσκολο να κυριαρχήσει ένας νέος Χίτλερ πατώντας στην ανασφάλεια που γεννούν οι οικονομικές και κοινωνικές κρίσεις του καπιταλισμού. Ο φασισμός θρέφεται με τη σιωπή και την ανοχή κάθε ανθρώπου, γι’ αυτό ο Μπρεχτ καλεί σε εγρήγορση. “Θέλω να μπορώ να κερδίσω την προσοχή των μικρών ανθρώπων. Γι’ αυτούς τα κάνω! Για την πλέμπα, το λαό, τους ασήμαντους. Δεν με ενδιαφέρει ο πλούσιος. Δε με ενδιαφέρει ο ευφυής, ο υπερφυής, ο δυνατός! Το ανθρωπάκι μ’ ενδιαφέρει! Το ανθρωπάκι και πώς φαντάζεται τον κύριό του!’’ λέει ο Αρτούρο Ούι.
Είναι σπουδαίο να ενεργοποιούνται πολιτικά αντανακλαστικά από την τέχνη στην εποχή μας, τώρα που η Ακροδεξιά επανακάμπτει σε διεθνές επίπεδο. Η τέχνη είναι έκφραση, αντίσταση, καταγγελία. Και “Η άνοδος του Αρτούρο Ούι” είναι μια παράσταση που ξεβολεύει, ακριβώς όπως ήθελε ο Μπρεχτ για το θέατρό του. Ένα ολοκληρωμένο μπρεχτικό βίωμα.
Του χρόνου όταν ξανανέβει, τρέξτε.