Η «Αυλή των Θαυμάτων»
Αρκεί μια σημαία με τον 'ήλιο τον πράσινο' και μια queer νότα για να αλλάξει δεκαετία αυτό το κλασικό έργο της ελληνικής δραματουργίας; Της Χριστίνας Κουτρουλού
Μιας και το 2022 έχει ανακηρυχθεί σε Έτος Ιάκωβου Καμπανέλλη, αναμένουμε να δούμε διάφορα τιμητικά δρώμενα για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του σπουδαίου θεατρικού συγγραφέα. Μια θέση ανάμεσά τους έχει φυσικά και «Η Αυλή των Θαυμάτων», η οποία παρουσιάστηκε πρόσφατα στο Μέγαρο Μουσικής σε μορφή μιούζικαλ, σε σκηνοθεσία του Χρήστου Σουγάρη.
Η αλήθεια είναι ότι πρόκειται για ένα από τα πιο οικεία θεατρικά έργα του Καμπανέλλη, αφού αποδείχθηκε επιδραστικό τόσο για τη μεγάλη, όσο και για τη μικρή οθόνη: η αναζήτηση της νεοελληνικής ταυτότητας έμελλε να γίνει θέμα πολλών ταινιών, μα και σίριαλ. Με άλλα λόγια, μοιάζει σαν η παραλλαγή και ο εκσυγχρονισμός της «Αυλής των Θαυμάτων» να είναι μια διαρκής διαδικασία μέσα στα χρόνια. Όχι μόνο ως προς το κοινωνικό πλαίσιο, μα και όσον αφορά την εστίαση σε χαρακτήρες και στα προβλήματα του αστικού τοπίου. Το ίδιο ακριβώς είδαμε και στη φετινή παράσταση.
Βρισκόμαστε στα μεταπολεμικά χρόνια –κι αν κρίνουμε από μια ξεχασμένη σημαία του ΠΑ.ΣΟ.Κ. είμαστε μάλλον στη Μεταπολίτευση– και μπαίνουμε στα σπίτια οικογενειών ή μοναχικών ατόμων με διαφορετικές (και διάφορες) ανησυχίες, φόβους, ανάγκες. Και παρότι η φύση του μιούζικαλ δεν εμπεριέχει τη δυνατότητα να εμβαθύνεις σε πρόσωπα, προσφέρει ωστόσο αρκετά στοιχεία ώστε να τα χαρακτηρίσεις, με τη μουσική του Στέφανου Κορκολή να δίνει συχνά τον απαραίτητο τόνο. Ο δε Γεράσιμος Ευαγγελάτος υπήρξε απόλυτα εύστοχος στους στίχους: επέδειξε ιδιαίτερο ταλέντο στον συγκεκριμένο ρόλο, μένοντας συνάμα πιστός και στο πνεύμα του Καμπανέλλη.
Ανάμεσα στους τόσους ρόλους αντικρίζεις ανθρώπους που νιώθεις ότι τους ξέρεις. Είναι η μητέρα σου, ο πατέρας σου, η γιαγιά σου, η θεία σου, ο θείος σου, η γειτόνισσα ή ο παράξενος από το χωριό· με τα καλά, τα κακά, έως και τα πολύ άσχημά τους. Μια μικροκοινωνία γεμάτη αντιφάσεις. Αρχικά, η πηγή των προβλημάτων και της κυκλοθυμικής συμπεριφοράς εντοπίζεται εξωτερικά: στην οικονομική δυνατότητα, στα στερεότυπα της κοινωνίας, στον καιρό. Τσακωμοί που γίνονται γλέντια. Χαρές, συγκινήσεις, κακοποίηση. Η υποκρισία και η ντροπή συνοδεύουν τις αποφάσεις. Όλα είναι εδώ για να κατανοήσεις τι κρύβεται πίσω από κάθε ενέργεια, χωρίς να σημαίνει ότι πρέπει και να τη δικαιολογήσεις. Κάθε τόσο, επίσης, τσεκάρεις με φόβο μήπως κάπου, κάπως αντικρίζεις κι εσένα εκεί στην αυλή.
Ολόκληρο το έργο μοιάζει με έναν ύμνο στην απόδραση: από τη μιζέρια και τη φτώχεια, από τη μονοτονία, από τοξικές σχέσεις, από ταμπού, ακόμα και από τον ίδιο σου τον εαυτό. Χωρίς όμως να ξέρεις πώς, αφού πάντα σου ζητούσαν να προσαρμόζεσαι. Γραπώνεσαι έτσι από οτιδήποτε μοιάζει σαν ελπίδα ή έξοδος. Από ένα τσιτάτο, από τη νοσταλγία, από μια συντροφικότητα που απλά γεμίζει το κενό στο κρεβάτι σου.
Η νέα αυτή προσπάθεια είχε ωστόσο και ορισμένες εμφανείς αδυναμίες. Μπορεί δηλαδή η μουσική του Στέφανου Κορκολή να ήταν καθ’ όλη τη διάρκεια ενδιαφέρουσα, σε σημεία όμως έβαζε τους ηθοποιούς σε δύσκολα μονοπάτια, χρησιμοποιώντας μοτίβα που δεν ήταν ρυθμικώς ξεκάθαρα. Δημιουργούσε έτσι μια άνευ λόγου αμηχανία, ενώ σε άλλα σημεία η ορχήστρα κάλυπτε τα χορωδιακά, με αποτέλεσμα να μην φτάνουν όλες οι λέξεις στο κοινό.
Σκηνοθετικά, επίσης, ο Σουγάρης δεν φάνηκε τόσο τολμηρός. Η χρήση της προαναφερθείσας πασοκικής σημαίας, ας πούμε, έφερε μεν στο προσκήνιο μια πιο σύγχρονη αναφορά, αλλά αποτελούσε και ευκολία. Ναι, είτε μιλάμε για το 1950, είτε για το 1980, είτε για το σήμερα, θα βρούμε πράγματι κοινά μοτίβα, προβλήματα και χαρακτήρες. Όπως προείπαμε, όλα όσα βλέπεις στην παράσταση είναι οικεία. Την ίδια στιγμή, όμως, δημιουργήθηκε και μια σύγχυση, γιατί, όπως και να το κάνουμε, το πλαίσιο των δεκαετιών δεν είναι ίδιο. Θα χρειαζόταν μια διασκευή στο σύνολο του σεναρίου ώστε να υπάρξει πραγματική σύνδεση ως προς την ιστορία. Η προσθήκη της queer νότας, πάλι, δεν αναπτύχθηκε καθόλου –έμοιαζε να μπήκε απλά για να μπει. Λογικό ίσως ως προς τον ευρύτερο συμβολισμό, μα όχι κι αρκετό για μια τόση φασαριόζικη κοινότητα.
Και γενικότερα, όμως, υπήρχε μια αίσθηση του στανταρισμένου. Έστω κι αν διανθιζόταν από πετυχημένες χιουμοριστικές πινελιές και με ματιές προς εμάς, με τα μπινελίκια π.χ. της Αννετώς ή με μέλη της ορχήστρας να ανεβαίνουν στη σκηνή σχηματίζοντας μικρές συναυλίες. Οι χορογραφίες του Φωκά Ευαγγελινού, επίσης, φάνηκαν υπερβολικά προβλέψιμες και όχι τόσο συντονισμένες στον απαιτούμενο θεατρικό ρυθμό. Από την άλλη, τα φώτα του Αλέκου Αναστασίου και η σκηνογραφία της Ελένης Μανωλοπούλου ήταν εξαιρετικά, βοηθώντας ακόμα και στην εξέλιξη της πλοκής.
Με δεδομένο ότι το μιούζικαλ στην Ελλάδα παραμένει κάτι άγνωστο (ειδικά σε επίπεδο διδασκαλίας), οι ερμηνείες κρίνονται αξιοπρεπέστατες. Τη διαφορά έκαναν η Ρούλα Πατεράκη, η Φιλαρέτη Κομνηνού και η εκρηκτική Μαρία Διακοπαναγιώτου –όπως βέβαια και η σοφία του Μάνου Βακούση, καθώς και η ήρεμη δύναμη του Δημήτρη Πιατά. Έκπληξη στάθηκαν οι φωνητικές δυνατότητες της Κατερίνας Παπουτσάκη, αλλά και το σόλο χορευτικό ρεσιτάλ στο οποίο επιδόθηκε κάποια στιγμή ο Γιώργος Γάλλος. Αν πρέπει να εντοπιστεί μια αδυναμία, θα ήταν μάλλον στον Γιώργο Τσιαντούλα, ο οποίος υπερπροσπάθησε για να πείσει ως πολλά βαρύ λαϊκό ομορφόπαιδο. Αλλά και ο Αλέξανδρος Μπουρδούμης άφησε ένα θόλο τοπίο γύρω του, με μια ερμηνεία που ίσως έχει γίνει πια μανιέρα.
Στο σύνολό της, αυτή η νέα εκδοχή στο κλασικό θεατρικό του Καμπανέλλη κρίνεται σταθερά ευχάριστη και διασκεδαστική, έστω κι αν τραβιέται χρονικά παραπάνω από όσο χρειαζόταν. Ωστόσο δεν σε παρασύρει σε βαθμό να της αφεθείς. Εξάλλου η διαχείριση των συμβάντων δεν μιλά στο τώρα. Η ρομαντικοποίηση μιας κακοποιητικής σχέσης, για παράδειγμα, θυμίζει ελληνική ταινία της δεκαετίας του 1960s: περισσότερο λοιπόν σε βγάζει από την ατμόσφαιρα, παρά σε ωθεί να ταυτιστείς. Είναι επίσης κάτι που εύκολα ξενίζει, αν αναλογιστεί κανείς την πληθώρα πιο σύγχρονων παραστάσεων που ανεβαίνουν στα θέατρα. Από την άλλη, βέβαια, λειτουργεί και σαν υπενθύμιση, ότι και η σημερινή κοινωνία συνεχίζει να κινείται με διαφορετικές ταχύτητες. Και σίγουρα στέκεται στο πνεύμα μη κρίσης του Καμπανέλλη.
Αυτό πάντως που επανέφερε η εν λόγω «Αυλή των Θαυμάτων» είναι οι συζητήσεις γύρω από το τι σημαίνει να έχεις διαμορφωθεί στον ελλαδικό χώρο όντας ταυτόχρονα μέλος μιας κοινωνίας. Μια κουβέντα που ο χρόνος έχει αποδείξει ότι θα επανέρχεται και θα ξαναοριοθετείται, καθιστώντας διαχρονική την ουσία του έργου του Καμπανέλλη.