I get knocked down
Μια ακόμη ιστορία του τύπου "πολέμησα το σύστημα και αυτό νίκησε"; Και πόσο άσπρα ή μαύρα είναι τα πράγματα στην ζωή και τη δημιουργία; Οι απαντήσεις ζητούν αυτοσαρκασμό και χιούμορ. Του Τάσου Βαφειάδη
Αλήθεια, πώς φανταζόμαστε σήμερα τους πολιτικούς συντρόφους της νιότης μας που χάθηκαν με τα χρόνια; Ή καλύτερα, πως θα θέλαμε να είναι σήμερα; Συμβιβασμένοι δημόσιοι υπάλληλοι με δύο παιδιά σ’ ένα μικροαστικό νοικιασμένο διαμέρισμα (για να νιώθουμε ότι μόνο εμείς δεν «πουληθήκαμε») ή στις επάλξεις και ακόμα στην πρώτη γραμμή της σύγκρουσης (για να νιώθουμε ότι κάποιοι από μας συνεχίζουν την επανάσταση); Η ωρίμανση και η εξέλιξη σημαίνει συμβιβασμός; Το ντοκιμαντέρ “I get knocked down” δεν είναι ουσιαστικά ένα μουσικό ντοκιμαντέρ, αλλά ένα φιλμ που θέτει ερωτήματα όπως το παραπάνω.
Ο Dunstan Bruce των Chumbawamba, λοιπόν, το 2015 κατάφερε να μαζέψει μέσω συλλογικής χρηματοδότησης (crowdfunding) 46.000 £, για να γυρίσει την «ανείπωτη ιστορία των Chumbawamba». Τον καθυστέρησε λίγο η πανδημία και τελικά το 2022 κυκλοφόρησε το φιλμ του, που έχουμε την ευκαιρία να δούμε από τους πρώτους στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης.
Η ταινία ξεκινά δείχνοντας τον Bruce να κυκλοφορεί σαν φιλήσυχος πολίτης μ’ ένα σκυλάκι στα σοκάκια της πόλης του και να αναρωτιέται, «Πως φτάσαμε ως εδώ; Γιατί όλοι αυτοί οι αγώνες και οι διαμαρτίες δεν έβαλαν λίγο φρένο στην κατάσταση;». Το ντοκιμαντέρ εξελίσσεται χρονικά από τα πρώτα χρόνια των Chumbawamba, όταν ήταν μια κολεκτίβα αναρχικών που έπαιζε πανκ και έμενε σε μια κατάληψη στο Λιντς, μέχρι το σήμερα. Σε όλη τη διάρκεια της ταινίας εμφανίζεται μια φιγούρα που μπορεί να χαρακτηριστεί ως το φάντασμα του παρελθόντος, η φωνή της αλήθειας, η κυνική πλευρά του εαυτού του που λιθοβολεί τον Bruce, αλλά και εμάς, με σκληρά ερωτήματα και σκέψεις, όπως: «Είσαι ένας ξοφλημένος, ξεθωριασμένος, συνταξιούχος ριζοσπάστης!», «Δεν είναι ξεπούλημα να γίνεις κυρίαρχη τάση;», «Με την EMI υπογράψατε; Εσείς δεν συμμετείχατε σ’ έναν δίσκο με τίτλο “Fuck EMI;”». Και επειδή τέτοια ερωτήματα χρειάζονται (και) χιούμορ για να αντιμετωπιστούν, τα μέλη του συγκροτήματος αυτοσαρκάζονται μέχρι εσχάτων. Έτσι βλέπουμε την απείθαρχη, φεμινίστρια Allice Nutter να σιδερώνει σαν καλή νοικοκυρά τα ακριβά της φορέματα και τον ντράμερ του συγκροτήματος σε παλιά βίντεο να βαράει ημίγυμνος, γεμάτος μανία τα τύμπανα και στα 48 του να φοράει πουλοβεράκι με ροζ σακάκι και να παίζει σε παιδικές παραστάσεις.
Οι Chumbawamba ήταν ένα συγκρότημα που ήθελε φωνάζει όπως η Crass, αλλά ν’ ακούγεται όπως οι Beatles και γι’ αυτό, όπως αφηγείται η ταινία, κάποια στιγμή άφησε τις πανκ κραυγές και αποφάσισε να γίνει μια ποπ μπάντα με πολιτική χροιά. Στη συνέχεια έθεσαν ένα κομβικό ερώτημα στον εαυτό τους. Ένα ερώτημα που νομίζω πρέπει να απασχολήσει πολλούς, «Όλα αυτά τα χρόνια προσηλυτίζαμε τους πιστούς. Θέλουμε να μιλήσουμε στον υπόλοιπο κόσμο;». Απάντησαν (ορθώς) «Ναι!» και αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν όλες τις πλατφόρμες και τα μέσα που θα τους δώσει το σύστημα, για να μεταδώσουν τις απόψεις τους, μια που σπάνια άνθρωποι με τις δικές τους ιδέες έχουν την ευκαιρία να προσεγγίσουν τόσο ευρύ κοινό. Και το έκαναν χωρίς καμιά αυτολογοκρισία.
Όπως όταν βγήκαν σε εθνικό επίπεδο στις ΗΠΑ και είπαν, «Αν δεν μπορείτε να αγοράσετε τους δίσκους μας, κλέψτε τους!» (μετά από αυτό τα Virgin Megastores απέσυραν τα άλμπουμ τους) ή όταν άλλαξαν τους στίχους του “Tubthumping” στο βραδινό σόου του David Letterman, που παρακολουθούν εκατομμύρια Αμερικανοί, και μίλησαν για την απελευθέρωση του Μουμία Αμπου-Τζαμάλ. Ή ακόμα περισσότερο, όταν το 1998 στα BRIT Awards βγήκαν στην σκηνή και, αλλάζοντας πάλι τους στίχους, τραγούδησαν μπροστά σε όλη τη Βρετανία, «Οι Εργατικοί πούλησαν τους λιμενεργάτες, όπως θα πουλήσουν και τους υπόλοιπους από εμάς». Τότε, μάλιστα, είχαν φέρει μαζί και μερικούς απεργούς, ώστε αν κερδίσουν, να ανεβούν μαζί τους στη σκηνή και να μιλήσουν (δεν κέρδισαν…).
Και, όπως βλέπουμε στην ταινία, δεν έμεναν μόνο στα λόγια (που είναι και τζάμπα…). Έκαναν διάφορα. Μετά την επεισοδιακή τους εμφάνιση στα BRIT Awards, μπουγέλωσαν με παγωμένο νερό τον αναπληρωτή πρωθυπουργό της Βρετανίας John Prescott, μπροστά σε όλο τον κόσμο! Επίσης, το 2002 η General Motors τους πρόσφερε 70.000 δολάρια για να χρησιμοποιήσει το τραγούδι τους “Pass it along” σε μια διαφήμιση για ένα αυτοκίνητο. Το συγκρότημα αποφάσισε να πάρει τα χρήματα και να δωρίσει τα μισά στο ειδησεογραφικό μέσο IndyMedia και τα άλλα μισά στην ακτιβιστική ομάδα Corp Watch, ώστε να κάνει μια καμπάνια για τη μόλυνση στο περιβάλλον που προκαλεί η… General Motors! Το σύστημα, βέβαια, από την αρχή προσπαθούσε να απαξιώσει πολιτικά τους Chumbawamba και πολλοί δημοσιογράφοι μεγάλων βρετανικών εντύπων τους έθαβαν συστηματικά, λέγοντας ότι είναι τόσο γελοίοι που ο κόσμος δεν τους παίρνει σοβαρά.
Για όσους, ίσως, πουν ότι συμβιβάστηκαν και τα έκαναν όλα στο βωμό του κέρδους (κλασική επωδός), αξίζει να αναφέρουμε ότι κανένας και καμία από τα μέλη τους δεν ζει σε προστατευμένες βίλες (όπως πολλά «ροκ» ινδάλματα) και όλοι/ες συνεχίζουν να εργάζονται σε καθημερινές δουλειές για να ζήσουν. Το αν οι Chumbawamba κατάφεραν κάτι όλα αυτά τα χρόνια είναι ένα δύσκολο ερώτημα. Ο Πρόεδρος της Republic Records Avery Lipman, που τους είχε υπογράψει τότε, τους απαντά αφοπλιστικά και κυνικά, «Το “Tubthumping” ήταν ένα καταπληκτικό ποπ τραγούδι, αλλά ο κόσμος δεν κατάλαβε τι θέλατε να πείτε».
Η ποπ κουλτούρα είναι γεμάτη συμβολισμούς. Οι Chumbawamba το γνώριζαν καλά αυτό, έπαιξαν με τους κανόνες για να πουν και να κάνουν αυτά που ήθελαν. Δεν θεωρώ πως ό,τι έκαναν ήταν μάταιο. Όπως οι ίδιοι τη δεκαετία του ’70 ακούγοντας Sex Pistols και Clash, εμπνεύστηκαν να δημιουργήσουν κάτι, έτσι και οι σημερινοί νέοι ακούγοντας τα κομμάτια των Chumbawamba, ίσως, εμπνευστούν να συνεχίσουν την λαμπαδηδρομία της πολιτικής αφύπνισης και του ακτιβισμού, μέσω της μουσικής.
Αναφορικά με το ντοκιμαντέρ, ο Dunstan Bruce έφτιαξε ένα φιλμ αντάξιο του παρελθόντος των Chumbawamba και αυτό ενισχύεται από το γεγονός ότι συμμετέχουν και τα οκτώ βασικά τους μέλη. Όπως αναφέρουν, από την αρχή της καριέρας τους ήθελαν να κάνουν πράγματα που δεν περίμεναν οι πολλοί και μάλλον αυτό κάνουν και τώρα, τσαλακώνοντας πλήρως την εικόνα τους χωρίς ενοχές και με πολύ αυτοσαρκασμό. Το “I get knocked down” είναι καλοδουλεμένο, με πολλές συνεντεύξεις, ωραία φωτογραφία, πολύ ωραίο μοντάζ και αρκετό αρχειακό υλικό. Το σημαντικότερο όμως είναι πως πραγματεύεται πολλά περισσότερα πράγματα από την ιστορία ενός μουσικού συγκροτήματος και αυτό το καθιστά εξαιρετικά ενδιαφέρον. Η ωρίμανση και η εξέλιξη δεν σημαίνει απαραίτητα συμβιβασμός.
Το ντοκιμαντέρ “I get knocked down” προβάλλεται στο 24ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης και μπορείτε να το δείτε online μέχρι και την Κυριακή 20 Μαρτίου στον σύνδεσμο: https://www.filmfestival.gr/el/section-tdf/movie/1227/14165