Η χώρα των θαυμάτων του Μάικλ Γουίντερμπότομ
Ρομαντικό δράμα, ηθογραφική τραγωδία, ερωτικό θρίλερ δρόμου, μετα-γουέστερν στα χιόνια, λογοτεχνικό γκραν γκινιόλ εποχής, νέο-νουάρ αστυνομικό, ντοκιμαντερικό μπαρουτοκαπνισμένο μελό. Όποιο βρετανικό υβρίδιο κι αν σηκώσεις τον Γουίντερμπότομ θα βρεις από κάτω. Τι δεν είχε κάνει ως τώρα; Μα το "24 hour people party", την ιστορία της Factory και του Hacienda δια στόματος του ιδρυτή των, Τόνι Γουίλσον. Ήτοι μια μουσικοχορευτική ταινία, ένα διαρκές πάρτι όπου ακόμη κι ο κάμεραμαν είναι μαστουρωμένος [σχήμα λόγου;], με μπόλικους αυτόπτες μάρτυρες [όσοι επέζησαν], διανθισμένη με ερασιτεχνικό αρχειακό υλικό, φλεγματικό χιούμορ και την ανάλογη τρέλα μιας [όχι και πολύ μετά-πανκ] εποχής. Οι Χαρούμενες Δευτέρες μπορεί να παρήλθαν οριστικά αλλά το Τμήμα Ψυχαγωγίας του βρετανικού σινεμά θάλλει ως Νέα Τάξη απ' τις στάχτες του ολοκαυτώματός του [burn baby burn].
Ακούω - τώρα που γράφω αυτές τις αράδες - τη νέα μουσική σκηνή του Μπρίστολ. Μελαγχολική, γλυκιά, υπνωτική, σιξτάδικα ακατέργαστη, γεμάτη τρελιάρικα πνευστά ή ένχορδα ενίοτε, νέο-ποπ, νέο-ρομαντική, μετά-νεοκυματική, φαζαριστά μεθυστική, με τα απαραίτητα μπλιμπλίκια και τα σύγχρονα σκέρτσα της. Ένα χωνευτήρι ρυθμών, εποχών, μοδών, τάσεων και αναφορών. Θα μου πείτε, ε και τι μας νοιάζει; Μας νοιάζει και μας κόφτει! Διότι μπορεί ο σημερινός μας καλεσμένος να γεννήθηκε στο Μπλάκμπερν [οι ποδοσφαιρόφιλοι της εποχής θα το θυμούνται], αλλά μετά την Οξφόρδη σπούδασε κινηματογράφο στο Μπρίστολ και κατόπιν στο Λονδίνο. Τι άκουγε άραγε τότε; Μα όλους αυτούς που επηρεάζουν φανερά ή λιγότερο τους 'γιούς' του [μας].
Και τι έκανε στο Λονδίνο, εκτός απ' το να συχνάζει στα κλαμπς; Μοντάριζε ταινίες κι εκπομπές για την πασίγνωστη Thames Television. Καλά, ντοκιμαντέρ δε βλέπετε, αλλά μη μου πείτε ότι δεν έχετε δει ποτέ σας το σώου του Μπένι Χιλ; Και κάποια στιγμή έκανε δυο ντοκιμαντεράκια για τον δάσκαλο Ίγκμαρ Μπέργκμαν, που άρεσαν. Από κει ξεκίνησε και η γνωριμία του με τον σεναριογράφο Frank Cottrell Boyce, που εδραιώθηκε με μια σειρά τηλεθεατρικών νεανικών κωμωδιών. Η καλή αρχή έγινε με το πετυχημένο "The Strangers" (1989), υποψήφιο στα εθνικά τηλεοπτικά βραβεία [BAFTA]. Και συνεχίστηκε ως τα δυο επεισόδια των σειρών "Cracker" και "The Inspector Alleyn Mysteries" (1993). Ο δεύτερος σταθμός της πορείας του ήταν η τετράπρακτη τηλεσειρά του BBC "Family" (1994) σε σενάριο του Roddy Doyle, που είχε τόσο μεγάλη επιτυχία, ώστε να μεταμορφωθεί σε τηλεταινία.
Την ίδια κιόλας χρονιά ιδρύει την ανεξάρτητη εταιρία Revolution Films μαζί με τον παραγωγό Andrew Eaton. Ήταν πια έτοιμος για τη μεγάλη οθόνη και το απέδειξε με το "Φιλί της πεταλούδας" (Butterfly Kiss, 1995). Δυο λεσβίες φίλες, ένα ερωτικό κόλλημα, μια κατ' εξακολούθηση δολοφόνος καρδιά, ένα θανάσιμο οδοιπορικό, η θυσία, η θάλασσα κι ο ανοιχτός ορίζοντας. Κι όποιος άνδρας μπαίνει ανάμεσά τους, τον τρώει το σκοτάδι. Εν ολίγοις, μια αναρχική ταινία, χωρίς ηθικά περιθώρια, ιδωμένη παρορμητικά, ηδονιστικά και αντι-κομφορμιστικά. Η [αγαπημένη μου] Amanda Plummer είναι εκπληκτική, ως σχιζοφρενική δυναμική φιγούρα, απλή, έξοχα εκκεντρική κι απρόβλεπτη, και η Saskia Reeves ακολουθεί σαν σε έκσταση, μέσα στη δίνη του ανερμάτιστου ερωτικού τους ταγκό. Όσο παράξενη κι αν είναι η ιστορία τους, περιβρέχεται και πασπαλίζεται μαγικά [βρώμικα και μαγικά] με έναν ανείπωτο ερωτισμό, που λειτουργεί ως σουπερνόβα. Ακτινοβολεί έντονα και χάνεται για πάντα. Το αποτύπωμα της λάμψης τους όμως, μένει ανεξίτηλο.
Ταυτόχρονα ο σκηνοθέτης θέλει να μας συνταράξει και απ' την ανάποδη. Το "Go Now" (1995) είναι φορμαλιστικά πιο βατό, συναισθηματικά πιο ψυχρό, εξίσου όμως σκληρό και τρυφερό όπου χρειάζεται. Κωμικο-τραγικό κεντρικό πρόσωπο ο από πάντα καλός Robert Carlyle, ένας ζωντανός τύπος που μεταστρέφεται σε κυνικό και επιθετικό αντίποδα, όταν διαπιστώνει ότι πάσχει από σκλήρυνση κατά πλάκας [χρόνια και επιδεινούμενη]. Η γυναίκα του υπομένει τις επιθέσεις του με ιώβεια αντοχή και δεν εγκαταλείπει τον αγώνα, ως την έκπληξη του τέλους. Η αγωνία, ο ψυχικός και σωματικός πόνος, οι ψυχολογικές παρενέργειες της νόσου, η απίστευτη μεταμόρφωση του πάσχοντα, όλα αποδίδονται με σχολαστική τελειότητα από τον μεγάλο ηθοποιό. Σε αντίθεση με την πληθωρική ερμηνεία του Καρλάϊλ, οι υπόλοιποι χαρακτήρες λειτουργούν δυστυχώς ως φτωχοί δορυφόροι, ανήμποροι να συναγωνισθούν ή έστω να σιγοντάρουν.
Ακολουθεί ένα δράμα εποχής, η μεταφορά του μυθιστορήματος "Jude the obscure" του Τόμας Χάρντι με αρκετούς βαθμούς ελευθερίας από το πρωτότυπο. Ο καταραμένος Τζουντ (ο Christopher Eccleston με το αινιγματικό βλέμμα) και η ερωμένη του (η αφράτη Kate Winslet) αποσπούν κολακευτικά σχόλια, αλλά ο πεσιμισμός της ταινίας ενοχλεί τους θεατές και η υποδοχή της είναι μάλλον μέτρια. Ο δε σκηνοθέτης μάλλον καμαρώνει. Η παραξενιά και η ανισορροπία του ταιριάζουν. Κατόπιν ξαναλλάζει στιλ με το "Καλωσήλθατε στο Σαράγιεβο" (Welcome to Sarajevo, 1997). Οι προθέσεις του είναι σοβαρές και αντιπολεμικές. Το καστ πλούσιο αλλά αλλοπρόσαλλο [λατρεύω τις παρηχήσεις]. Ο Woody Harrelson περισσότερο και η Marisa Tomei λιγότερο, μοιάζουν ξένα σώματα με τους υπόλοιπους [Stephen Dillane, Emira Nusevic, Kerry Fox, Goran Visnjic, James Nesbitt και Emily Lloyd]. Οι Κάνες δείχνουν ένα αρχικό ενδιαφέρον, το οποίο όμως δεν μετασχηματίζεται ούτε σε βραβεία ούτε σε εισιτήρια.
Σειρά να λάμψει έχει το άστρο της Rachel Weisz, που αναδεικνύεται υπέροχα στο χαμηλότονο δράμα σχέσεων "Σε θέλω" (I Want You, 1998). Οι νουάρ περιπλοκές του πόθου και της επιθυμίας αναμοχλεύονται, δένουν και λύνουν καταλυτικά με την αριστουργηματική φωτογραφία του πολωνού Slawomir Idziak [βοηθού του Κισλόφσκι] καθώς και με το ομώνυμο άσμα του Elvis Costello. Η ταινία προβλήθηκε στο Βερολίνο και κέρδισε το κοινό, ειδικά για τον τρόπο που πλησιάζει το θέμα και το συναίσθημα. Στην προέκταση αυτού ήρθε το "With Or Without You" (Με σένα ή χωρίς, 1999), άλλο ένα γνωστό τραγούδι [των U2] που υποβάλλει με το μουσικό του κλίμα το θέμα και το πνεύμα του Winterbottom. Ο Κρίστοφερ Έκλστον νοιώθει την απειλητική αγάπη του φλογερού γάλλου Yvan Attal, που κρατάει πάντα μια θέση στην καρδιά του για τη γυναίκα του πρώτου [Dervla Kirwan].
Η ειρωνική "Wonderland" (1999) αναφέρεται στον αστικό μικρόκοσμο του Λονδίνου και τελείωσε μετά το "With Or Without You". Προηγήθηκε όμως στις αίθουσες, χάρη στις διθυραμβικές κριτικές που έλαβε στις Κάνες και επιπρόσθετα χάρη στην πολύ καλή μουσική του Μάικλ Νάιμαν. Ασφαλώς και δεν πρόκειται για ένα τυπικό εργατικό δράμα: είναι πουσαρισμένο στα 16 χιλιοστά [με κάμερα στο χέρι], περιέχει αρκετό ντοκιμαντερικό υλικό [σκηνές δρόμου, παμπ, φράχτες, στάσεις λεωφορείου] αλλά και κάποια 'ενοχοποιητικά' εφέ [χρονικά χάσματα, πάγωμα της κάμερας], ενώ θεματικά παραπέμπει σε χαμένους δεσμούς και ταπεινωτικές καταστάσεις. Αναφέρεται χαλαρά στις Τρεις Αδερφές του Τσέχοφ [μια εξ αυτών είναι η Μόλι Πάρκερ], ψιλοπαρακολουθεί τις αρχές του Δόγματος, αλλά κρύβει μια ακατέργαστη ομορφιά κάτω από ένα γυαλιστερό περιτύλιγμα. Τουρλού-τουρλού που λέμε, αλλά καλομαγειρεμένο. Διαθέτει δε και μερικές πολύ καλές ερμηνείες [Ian Hart και Gina McKee].
Ο Nyman υπογράφει την μουσική και "Στα χρόνια της απληστίας" (The Claim, 2000), σε ένα από τα πιο παράδοξα μουσικά παντρέματα της ιστορίας του κινηματογράφου: καντρίζουσα κλασική ορχήστρα δωματίου, τραγούδια αλά σαλούν για πιάνο, μπάντζο, βιμπράφωνο και παιδική φωνή, επικές γουέστερν συνθέσεις με συμφωνικές διαστάσεις. Η ιστορία της ταινίας εκτυλίσσεται στην εποχή του 'χρυσού πυρετού'. Θυμίζει αρκετά τον παρακμιακό κόσμο του Πέκινπα και του Λεόνε, αλλά προσπαθεί περισσότερο να αποδώσει το κλίμα των ραγδαίων αλλαγών της εποχής. Φιλοδοξεί και πετυχαίνει να καταγράψει τον μετασχηματισμό του πολιτισμού των χρυσοθήρων, των εμιγκρέδων και των πιονιέρων της άγριας δύσης, σε αυτό που όλοι ξέρουμε ως αμερικάνικο πολιτισμό και παράδοση. Όλο το καστ αξίζει αναφοράς: Peter Mullan, Milla Jovovich, Wes Bentley, Sarah Polley και Nastassja Kinski. Ιδιαίτερα μου άρεσε ο Πήτερ Μούλαν που σήκωσε άνετα όλο το συναισθηματικό βάρος και μεταμορφώθηκε αρκετές φορές από καλό σε κακό, περνώντας συχνάκις απ' όλα τα ενδιάμεσα στάδια.
Η μεταστροφή στιλ, τεχνικών κι εκφραστικών μέσων, θέματος, ρυθμού και ρεπερτορίου, συνεχίζεται εξακολουθητικώς κι αδιαλείπτως. Η μηχανή του χρόνου μας διακτινίζει από το χωροχρονικά μακρινό φαρ ουέστ στο cider-punk Madchestah, το Μάντσεστερ του προχθές και του χθες. Το φραμπαλάδικο "24 Hour Party People" (2002) δεν είναι μια τυπική ιστορία του δαιμόνιου Tony Wilson, του The Hacienda Club, της Factory Records, των Happy Mondays, των Joy Division, των New Order, του Ian Curtis, του Shaun Ryder, του Martin Hannett και όλων των λοιπών ρεμαλιών - κουρελιών που μας τραγουδάνε ακόμα. Είναι ένας οπτικοακουστικός χάρτης των μουσικών κινημάτων που μας έφεραν ως εδώ: πανκ, νιου γουέηβ, φουτουρισμός, άμπιεντ, γκραντζ, ρέηβ, ροκ γουέηβ, άσιντ χάουζ. Κύματα και ρεύματα που μας παρέσυραν, μας έδειραν, μας χαστούκισαν, μας σκόρπισαν, μας συναρμολόγησαν, μας καθόρισαν και μας άφησαν καλλήτερους [με διπλό λάμδα και ήτα].
Οι παραξενιές ξεκινούν με την πτώση των τίτλων της αρχής. Νέο-φλούο χρώματα, μετα-χίπικες εκρήξεις, γράμματα που λιώνουν και πασαλείβουν τον καμβά, σαν χάπια βαρβιτουρικά ειδικά συνταγογραφημένα για ταλαιπωρημένα μάτια. Πέραν του επιθετικού πρώτου προσώπου στο οποίο μας μιλάει ο Γουίλσον [καρφώνοντας την τρεμάμενη κάμερα], βλέπουμε εμβόλιμα κάποια σπάνια συναυλιάκια, ενώ το κοινό [30-40 νοματαίοι] είναι 'στημένο' και σκηνοθετημένο. Είναι μέγιστη έκπληξη να διαπιστώνεις ότι οι Sex Pistols ξεκίνησαν με το No Fun των Stooges [με το οποίο και τελικά διαλύθηκαν]. Χωρίς πλάκα και μετά συγχωρήσεως!!! Μου έκατσαν επίσης πολύ καλά οι Siouxsie και τα Ξωτικά της, ο Morissey κι ο Μικ Χάκναλ των Simply Red. Με χάλασε ελαφρώς η απροσδιοριστία του θέματος Κέρτις και η υπερβολικά μεγάλη αναφορά στους Mondays έναντι των υπολοίπων.
Χάρηκα βέβαια που είδα δυο νέους ηθοποιούς [Sean Harris και Danny Cunningham] να ενσαρκώνουν τόσο εκπληκτικά τους Ίαν Κέρτις και Σων Ράιντερ, χωρίς καν να τους μοιάζουν φατσικά [ποιος νοιάζεται άραγε για τέτοιες τυπικούρες;] Είναι επίσης πολύ γαργαλιστικές οι μικρές [κι ως επί το πλείστον μη αναγνωρίσιμες άμεσα] εμφανίσεις γνωστών 'πρωταγωνιστών' της αληθινής εποχής - μικρά περάσματα απ' το παρελθόν στο παρόν. Ο ιμιτασιόν Τόνι [ένας άπαιχτος Steve Coogan] μας τους παρουσιάζει όλους μαζί. Τον βεριτάμπλ εαυτό του Tony Wilson, τον Mark E. Smith, τον Howard Devoto, τον Shaun Ryder [στο ρόλο του πατέρα του], τον Mike Pickering κ.α. Στο σενάριο συναντάμε και πάλι στον Frank Cottrell Boyce, που ακολούθησε τον Γουίντερμπότομ σε όλη σχεδόν την πορεία του [The Claim, Welcome to Sarajevo, Butterfly Kiss, Forget About Me].
Ψηφιακό βίντεο και κάμερα στο χέρι θα δούμε και στην επόμενη δουλειά του, "In This World" (2002), που είναι ήδη έτοιμη. Εδώ όμως ασχολείται μ' έναν αβγανό που ταξιδεύει λαθραία μέσα σ' ένα κοντέινερ. Φαντασία και πραγματικότητα, μύθος και ντοκιμαντέρ, αφήγηση εκτός πλάνου και κάποια εσκεμμένα νοηματικά κενά, συγκροτούν μοναδικά αυτό το νέο υβριδικό πόνημα. Την μουσική υπέγραψε ο Dario Marinelli και οι ερμηνείες είναι επίσης στα υπέρ. Ας είμαστε αισιόδοξοι για τα Προσεχώς.
Ταινίες - τραγούδια
Butterfly Kiss (Το φιλί της πεταλούδας / Killer on the Road, 1994, 85') [τραγούδι των Shagg]
Go Now (1995, 90') [τραγούδι του Jim Rhoads]
Jude (Τζουντ, 1996, 123') [τραγούδι των Hey! The Beatles]
Welcome to Sarajevo (Καλωσήρθατε στο Σαράγιεβο, 1997, 101') [Διακοπές των Magic De Spell]
I Want You (Σε θέλω, 1998, 87') [τραγούδι του Elvis Costello]
With Or Without You (Μ' εσένα ή χωρίς / Old New Borrowed Blue, 1999, 93') [τραγούδι των U2]
Wonderland (1999, 108') [τραγούδι των 10cc]
The Claim (Στα χρόνια της απληστίας / Kingdom Come, 2000, 120') [A child's... to fame του Buffalo Springfield]
24 Hour Party People (2002, 113') [τραγούδι των Happy Mondays]
In This World (2002, 88') [What a wonderful world από τον Joey Ramone]
Τηλεταινίες - τηλεσειρές
"Boon" (1986) τηλεσειρά
Ingmar Bergman: The Magic Lantern (1988) ντοκιμαντέρ
Ingmar Bergman: The Director (1988) ντοκιμαντέρ
The Strangers (1989) τηλεταινία
Rosie the Great (1989) τηλεταινία
Forget About Me (1990, 72') τηλεταινία
Shrinks (1991) τηλεταινία
Under the Sun (1992, 77') τηλεταινία
Love Lies Bleeding (1993)
"Cracker" (1993) τηλεσειρά (επεισόδιο "The Mad Woman in the Attic" [1993])
"Alleyn Mysteries" (1993) τηλεσειρά (επεισόδιο "Death at the Bar [1993])
Family (1994, 119') μίνι σειρά και τηλεταινία
"Cinema Europe: The Other Hollywood" (1996) μίνι τηλεσειρά
Εκτέλεσε και τις παραγωγές
Resurrection Man (1997, 100') του Marc Evans
Heartlands (2002) του Damien O'Donnell
Ιστοσελίδες
Βιογραφία του Μάικλ
Εικοστετράωρο πάρτι για παλιούς και νέους
Ελθέτω η βασιλεία: η ταινία της απληστίας
Το φιλί της πεταλούδας στα αυστραλέζικα όρη
ΥΓ1: Μουσικές ταινίες του παρελθόντος - μια απλή αναφορά. Τα Woodstock (1967), Monterey Pop (1968) και The Last Waltz (1978) είναι κλασικά. Τα Koyaanisqatsi (1982), Powaqqatsi (1987) και Naqoyqatsi (2002) των Godfrey Reggio και Philip Glass επίσης. Gimme Shelter (1970) των Albert Maysles, David Maysles & Charlotte Zwerin. Urgh! A Music War (1981) του Derek Burbidge. Get Crazy (1983) του Allan Arkush. U2: Rattle and Hum (1988) του Phil Joannou. Step Across the Border (1990) των Nicolas Humbert & Werner Penzel. Atlantis (1991) του Luc Besson. Thirty Two Short Films About Glenn Gould (1993) του Francois Girard. The Filth and the Fury (2000) του Julien Temple. Calle 54 (2000) του Fernando Trueba. Sid and Nancy, Kurt and Courtney και οι Leningrad Cowboys πάνε παντού. Το θέμα είναι ενδιαφέρον και θα επανέλθω εν καιρώ.