Η μουσική (μάς) ταξιδεύει...
Πρόκειται για δυο ταινίες μουσικές -ντοκιμαντέρ με την ευρεία έννοια- που αποτελούν χαλαρή συνέχεια ενός μύθου η καθεμιά τους. Το Musica cubana [Κούβα / Γερμανία / Ιαπωνία, 2004, 90'] του αργεντινού German Kral απέχει πέντε χρόνια από το πατρώο Buena Vista Social Club [Γερμανία / ΗΠΑ / ΗΒ / Γαλλία / Κούβα, 1999, 105'] του Wim Wenders. Το Festival Express [ΗΒ / Ολλανδία, 2003, 90'] του βρετανού Bob Smeaton εκμεταλλεύεται ένα υλικό που γυρίστηκε το 1970, ένα χρόνο μετά από το '69 θρυλικό Woodstock [ΗΠΑ, 1970, 184'] του Michael Wadleigh. Χρειάστηκε όμως να περιμένει 33 χρόνια για να αποθησαυριστεί. Αλλά και το Woodstock γνώρισε ένα director's cut [1994, 228'] στην 25η επέτειό του.
Ας ξεκινήσω όμως να μιλώ για το πρώτο δίδυμο. Ο βετεράνος κουβανός μαέστρος Pio Leyva [1917-2006] είναι ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στην παλιά δοξασμένη σχολή της πρώτης ταινίας και στους επιγόνους The Sons of Cuba της δεύτερης. Α κι ο Βέντερς που είναι εκτελεστής παραγωγής. Η Musica cubana φαντάζει σαν ένας φόρος τιμής στον μεγάλο μουσικό, γεγονός όχι παράξενο κι οπωσδήποτε όχι σπάνιο ακόμη και στη χώρα μας [μόνο που εδώ γίνεται συνήθως μετά θάνατον ή ελάχιστα πριν].
Η ιδέα της συγκρότησης μιας σούπερ μπάντας με την αφρόκρεμα της νέας κουβανέζικης σκηνής υπό την εποπτεία του Λέιβα ακούγεται σαν ρομαντικός οραματισμός από το στόμα ενός ονειροπόλου ταξιτζή [Barbaro Marin]. Η οδύσσεια αρχίζει με την οπτικοακουστική γνωριμία των υποψήφιων μελών αυτού του φιλόδοξου σχεδίου. Η παράδοση υποφώσκει ή ενυπάρχει στα υβρίδια των μουσικών που αφουγκράζονται και αφομοιώνουν παγκόσμια ρεύματα και τάσεις. Ακούμε μπαλάντες κι ερωτικά τραγούδια, ραπ, χιπ-χοπ, χορευτικά, καθιστικά, κλασικά, ωδικά, σόουλ, μπλουζ, τζαζ ροκ, όλα φιλτραρισμένα μες από τα προσωπικά ακούσματα, τις λατρείες και τις ρίζες των σκλάβων προγόνων τους.
Σίγουρα ενυπάρχει και κάποια πρόθεση, όχι απαραίτητα αθώα κι ανυστερόβουλη. Όλοι κάτι προσδοκούν και κάτι υπολογίζουν πως θα κερδίσουν απ' αυτήν τη συνέργια. Ούτε κι αυτό φαντάζει πρωτόφαντο, πόσο δε μάλλον στη χώρα μας. Το αποτέλεσμα παραμένει αρκετά καλογυαλισμένο και δεν πλησιάζει το προηγηθέν Buena Vista. Οι μουσικές που ακούμε όμως είναι από ενδιαφέρουσες ως ξεσηκωστικές. Δεν σ' αφήνουν σε ησυχία και σε προκαλούν να χορέψεις. Προσωπικά τις καταχάρηκα κι έπιασα τον εαυτό μου να μπαίνει σε κίνηση, τόσο που να μην μπορώ να καθίσω παρά να χορεύω σχεδόν ασυνείδητα. Ακόμη και μπροστά σ' ένα μάλλον ξενέρωτο γιαπωνέζικο κοινό.
Το δεύτερο δίπολο κάνει βουτιά στο μουσικό παρελθόν. Οι σύνδεσμοι του αισιόδοξα επονομαζόμενου και ως "περιοδεύοντος καναδέζικου Γούντστοκ" με το ορίτζιναλ και αξεπέραστο φεστιβάλ, είναι η λευκή μπλουζίστα Janis Joplin, οι πολλά βαρείς ροκ'ν'ρόλερς The Band και οι πολλά ελαφριοί Sha-Na-Na. Στο τρένο της χαράς και της μουσικής επιβαίνουν επίσης οι Full Tilt Boogie Band, οι Grateful Dead, οι Buddy Guy Blues Band, οι Delaney & Bonnie με τους φίλους τους, οι αδερφοί Flying Burrito Bros, οι Mashmakhan, οι Seatrain, ο Tom Rush, οι Ian & Sylvia & The Great Speckled Bird και διάφοροι γκρούπις.
Το τρένο ξεκινά από το Τορόντο τον Ιούνιο του '70 και "πηγαίνει δυτικά" μέχρι το Κάλγκαρι.[4 Ιουλίου]. Γουίνιπεγκ και Σάσκατουν οι ενδιάμεσοι σταθμοί. Για πέντε μέρες η δημιουργία οργιάζει επάνω του, τα πάρτι και τα τζαμαρίσματα δίνουν και παίρνουν, κι απαγορεύεται η αποβίβαση παρά μόνο για να δοθούν κάποιες συναυλίες ή για να φορτώσουν ποτά όλοι μαζί οι καταναλωτές τους. Κανείς δεν κοιμάται ή κοιμάται ελάχιστα όποιος αποκάμει τελείως. "Νόμιζα πως αν πέσω για ύπνο θα χάσω κάτι σημαντικό απ' αυτά που συνέβαιναν κάθε λεπτό και κάθε στιγμή", θυμάται σήμερα [2003] ο Μπάντι Γκάι.
Στα μισά της διαδρομής οι διοργανωτές κατάλαβαν ότι θα μπουν μέσα βαθιά, αλλά το πάρτι συνεχίστηκε. Το κοινοβιακό Οριάν Εξπρές των μουσικών ολοκλήρωσε την πορεία του κι έδωσε μια πανηγυρική συναυλία στο τέρμα. Οι Sha-Na-Na μου θύμισαν Bennie Hill. Η κουρασμένη θεά Τζάνις, πριν τραγουδήσει τα κοσμικά της μπλουζ, δίνει στους δυο διοργανωτές ως ευχαριστήρια δώρα ένα τρένο-μινιατούρα υπογεγραμμένο απ' όλους τους μουσικούς και μια κάσα τεκίλες από μέρους της. "Το τρένο είναι για να θυμάστε κι η τεκίλα είναι για να συνεχίσετε... Την επόμενη φορά που θα ρίξετε νέο συρμό στις ράγες καλέστε με" συμπληρώνει. Εκείνη βέβαια επρόκειτο να πάρει ένα άλλο τρένο για πιο μακρινό προορισμό πολύ σύντομα [+ 4 Οκτωβρίου 1970].
Το ταξίδι γίνεται πολύ ενδιαφέρον γιατί ανοίγεται σχεδόν μόνιμα σε δυο παράθυρα. Στο ένα βλέπουμε το τότε και στο άλλο ότι απέμεινε σήμερα. Η σύγκριση αν και δεν επιδιώκεται φανερά ούτε και υποδαυλίζεται έμμεσα, είναι μοιραία κι αναπόφευκτη. Οι "επιζήσαντες" θυμούνται, σχολιάζουν κοιτώντας πίσω την τρελή τους πορεία, αναπολούν αλλά δεν εκμυστηρεύονται -παρόλο που τώρα πια δεν υπάρχει κόστος- και δεν "ανοίγονται" όσο θα θέλαμε στις προσωπικές τους περιπέτειες. Η ταινία όμως παραμένει γοητευτική και ενίοτε συναρπαστική. Απολαυστική για τους νοσταλγούς και ενδεικτική για τους νεώτερους.
ΥΓ: Αν κάποιος, αφελής σαν εμένα, μπει στο google και πληκτρολογήσει Janis Joplin θα δει ως αποτέλεσμα εύρεσης το αστρονομικό νούμερο των 6.280.000 σελίδων.