Η μπάλα στις αίθουσες
24 μαντράχαλοι που κλωτσάνε ένα τόπι. - 22 είναι αγάπη μου, όχι 24. Στιχομυθία μεταξύ συζύγων, νεονύμφων μάλιστα, όπου ο άνδρας ορίζεται ανταποκριτής στο παγκόσμιο κύπελλο ποδοσφαίρου του 1954 και η γυναίκα του ονειρεύεται μέλητα στο Μαρόκο και την Αίγυπτο. Σε παράλληλο χρόνο βλέπουμε έναν μπαμπά, πρώην ναζί, να επιστρέφει από τα γκούλαγκ και να μην μπορεί να παρακολουθήσει το ρυθμό της οικογένειας, της γειτονιάς ή της χώρας του, μιας Γερμανίας που προσπαθεί να πιαστεί από παντού προκειμένου να ορθοποδήσει.
Οι πιτσιρικάδες παίζουν με μια πάνινη μπάλα στις αλάνες. Ο πόλεμος δημιούργησε ουκ ολίγες απ' αυτές. Ο μικρός ήρως, γιος του επιστρέψαντος απροσάρμοστου μπαμπά, βλέπει ως πνευματικό του πατέρα έναν μπαλαδόρο της εθνικής Γερμανίας που μένει εκεί κοντά. Ο προπονητής της ομάδας αντιμετωπίζει με σκληρότητα τους παίχτες γιατί πιστεύει ότι η ατσάλινη πειθαρχία θα τους οδηγήσει κάπου μακρύτερα. Η καθαρίστρια του δείχνει το δρόμο προς τη νίκη νικώντας τον σε μια σύντομη μονομαχία με παροιμίες.
Τελικά όλοι είναι παρόντες στο "Θαύμα της Βέρνης" [Das Wunder von Bern, 2003, 118'] του Σένκε Βόρτμαν. Η μαγεία της και η κατάρριψη του μύθου της κρύβεται στα μικρά πράγματα. Η σκοπιά της είναι γλυκόπικρη και βλέπει αισιόδοξα προς μια διχασμένη Γερμανία που θέλει ν' αποδείξει ότι είναι ικανή και για έργα ειρηνικά. Φυσικά είναι δύσκολο να βάλει γκολ όπως επιτάσσει η ποδοσφαιρική ορολογία. Οι αρκετές αμετροέπειες ή οι εξ ανάγκης αποδεκτές συμβάσεις, δεν καταπίνονται και τόσο εύκολα ούτε ίσως προς χάριν της διασκέδασης και της ελαφράδας του τελικού αποτελέσματος.
Μην νομίσετε όμως ότι υπάρχουν και πολλές ταινίες περί τη λεγομένη στρογγυλή θεά που να έχουν κάτι σοβαρότερο και ουσιαστικότερο να επιδείξουν. Μια σύντομη αναδρομή μπορεί να σας πείσει [ή όχι] για των λόγων μου τα αληθή.
Τα πιο ενδιαφέροντα σχόλια επί του θέματος προέρχονται αυτοδικαίως από την γηραιά αλβιόνα. Πρόπερσι το Βρετανικό Συμβούλιο μας είχε φιλοδωρήσει με το αφιέρωμα "Στο στίβο του βρετανικού σινεμά", για το οποίο μπορείτε να διαβάσετε εκτενώς στο ομώνυμο άρθρο μου. Εκεί θα βρείτε εντός των άλλων και τις ταινίες "Το μυστήριο του σταδίου της Άρσεναλ" (The Arsenal Stadium Mystery, 1939) του Thorold Dickinson, "Το κορίτσι του Γκρέγκορι" (Gregory's Girl, 1980) του Bill Forsyth, "Χωρίς ταυτότητα" [iD, 1995] του Philip Davies, "Όταν έρχεται το Σάββατο" (When Saturday Comes, 1996) της Maria Giese και "Πυρετώδης κατάσταση" (Fever Pitch, 1996) του David Evans.
Σε ανάλογα του "Θαύματος" ιστορικά πλαίσια τοποθετείται και "Η απόδραση των 11" [Escape to Victory, 1981] του Τζων Χιούστον. Ο Huston φρόντισε να χρησιμοποιήσει πραγματικούς άσσους της μπάλας [Πελέ, Μπόμπι Μουρ, Οσβάλντο Αρντίλες] και πέτυχε πιο ρεαλιστική αναπαράσταση του ματς, αλλά έχασε κι αυτός στα σημεία δυστυχώς. Πριν απ' αυτόν είχε προσπαθήσει το ίδιο κι ο ούγγρος Ζόλταν Φάμπρι με το "Το ημίχρονο του θανάτου" [Ket felido a pokolban, 1961-62]. Λέγεται ότι υπήρξε και ενδιάμεση απόπειρα με τίτλο "Δυο ημίχρονα στην κόλαση" και πρωταγωνιστή τον διάσημο ρώσο γκολκίπερ Λεβ Γιασίν, αλλά δεν κατέστη δυνατόν να το διασταυρώσω όσο κι αν έψαξα.
Ο μόνος που κατάφερε να υπερβεί τα εσκαμμένα ήταν ο Βιμ Βέντερς με την σχεδόν καφκική του "Αγωνία του τερματοφύλακα πριν απ' το πέναλτι" [Die Angst des Tormanns Beim Elfmeter, 1971] να μας κλείνει πονηρά το μάτι. Βοηθούντος βεβαίως και του Πέτερ Χάντκε, μάστορα του σεναρίου και της νουβέλας στην οποία βασίστηκε.
Στο επίπεδο της γραφικότητας και της αφελούς φαρσοκωμωδίας κινούνται ο γιάννης-κερνάει-και-γιάννης-πίνει "Δον Καμίλο" [Don Camillo, 1973] του Τέρενς Χιλ με τον εαυτό του, ο σουηδός "Φίμπεν, ο μπόμπιρας των γηπέδων" [Fimpen, 1974] του Bo Widerberg και το πιο πρόσφατο "Κάντο όπως ο Μπέκαμ" [Bend it like Beckham, 2002] της Gurinder Chadha. Ή 'σπάστο όπως ο Μπέκαμ' αφού την εποχή που έκανε πρεμιέρα η ταινία ο βρετανός γκολτζής είχε πάθει κάταγμα στο πόδι σε κάποιο διεθνή αγώνα, με αποτέλεσμα να πέσει στο κενό όλη η σχετική ρεκλάμα για την πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση.
Πλαγιομετωπικά θα συναντήσουμε κι αλλού αναφορές. Στη βραζιλιάνικη "Πόλη του Θεού" [Cidade de Deus, 2002] των Katia Lund & Fernando Meirelles με το ποδόσφαιρο στις φαβέλες. Αλλά και στα [φευ] βρετανικά "Τ' όνομά μου είναι Τζο" [My name is Joe, 1998] του Κεν Λόουτς, "Άνδρες με τα όλα τους" [The full monty, 1997] του Πήτερ Κατάνεο και φυσικά στο "Trainspotting", με κοινό σημείο αναφοράς τον πρωταγωνιστή Ρόμπερτ Κάρλάιλ.
Στα προσεχώς εντόπισα τη "Γέννηση του Ροζ Πάνθηρα" [The birth of Pink Panther, 2005] του Shawn Levy, ένα πρήκουελ όπου ο δαιμόνιος ντετέκτιβ πρέπει να εξιχνιάσει και την δολοφονία ενός διάσημου προπονητή, πέρα από την αναζήτηση του κλέφτη του περίφημου αδάμαντος με το παράξενο όνομα.
Στο δικό μας γήπεδο τι παίζεται; θα με ρωτήσετε. Ο αγώνας ξεκίνησε πολύ καλά με τους απρόσμενα καλούς και διαχρονικούς "Άσσους του γηπέδου" [1956] του Βασίλη Γεωργιάδη. Όπου έδειξαν την αξία τους και εκτός αγωνιστικού χώρου οι Μουράτης, Λινοξυλάκης, Μανταλόζης, Πετρόπουλος και Πούλης. Κι όπου συνυπάρχουν πραγματικές σκηνές αγώνων με ένα πανέξυπνο σενάριο συνδικαλιστικής δράσης και αγωνίας. Καλά λόγια άκουσα και για ένα μάλλον χαμένο ντοκιμαντέρ που τιτλοφορείται "Συντροφιά με το ποδόσφαιρο" [1965]. Αγνώστων λοιπών στοιχείων παραμένει το μικρού μήκους "Το ποδοσφαιράκι".
Στο θέμα του φιλαθλητισμού και του παραγοντισμού επενδύουν "Η φανέλα με το 9" [1988] του Παντελή Βούλγαρη [όπου ο Θανάσης Μυλωνάς ρεστάρει ως μεγαλοπαράγων], ο μικρός-στο-μάτι-μεγάλος-στο-κρεβάτι "Βετεράνος" [2002] του Βασίλη Δουβλή [με έναν καταπληκτικό ρόλο παλαιμάχου από τον Νίκο Νομικό] και ο "Μπραζιλέιρο" [2001] του Σωτήρη Γκορίτσα με τον άπαιχτο Στέλιο Μάινα, τον οποίο μπορείτε να μελετήσετε εδώ.
Χιουμοριστικά και διαχρονικά βλέπει το ίδιο θέμα ο αξεπέραστος Αλέκος Σακελλάριος με την "Ρένα είναι οφσάιντ" [1972]. Ασθμαίνωντας προσπαθούν "Ο Πούσκας των Πετραλώνων" [1972] του Γιώργου Παπακώστα με τον Τάσο Γιαννόπουλο και ο Μανωλιός Υβάκης [Γιώργος Παπαζήσης] στο "Υβ!... Υβ!..." [1972] του Κώστα Καραγιάννη. Περιττό να σχολιάσω την "Εθνική παπάδων" [1984] του Όμηρου Ευστρατιάδη και τον "Βαμβακούλο και την γκολάρα του" [1987] με την Νατάσσα Γερασιμίδου.
Ξώφαλτσα πέρασε "Μια κυρία στα μπουζούκια" [1968] του Γιάννη Δαλιανίδη, όπου Βουτσάς και Γεωργίτσης ήταν γκολτζήδες σε γνωστή ομάδα. "Αλαλούμ" [1982] με τσολιάδες ποδοσφαιριστές, γκόλφες και τάσους μας πρότεινε κάποτε ο Χάρι Κλιν. "Χώμα και νερό" [1999] έκανε τον παοκτσή ποδοσφαιριστή ο Πάνος Καρκανεβάτος. Φυλακισμένους μπαλαδόρους μας έδειξε "Ο κήπος του Θεού" [1994] του Τάκη Σπυριδάκη. Ξαναζεσταμένες φάσεις γυρίζουν οι δαιμόνιοι φαντάροι του τότε απίθανου Νίκου Περράκη στη "Λούφα και παραλλαγή" [1984]. Ερασι-τεχνίτες επιλέγει κι ο Δήμος Αβδελιώδης στην πολύπαθη "Νίκη της Σαμοθράκης" [1990].
Στιχουργικά είμαστε πολύ πιο προχωρημένοι απ' ότι σε επίπεδο εικόνας. "Αρχίζει το ματς" παιανίζει ο Λουκιανός Κηλαηδόνης με του Διακογιάννη την εμβληματική φωνή. "Πότε Βούδας πότε Κούδας" εκδικείται ο Μανόλης Ρασούλης που αλλού πατά κι αλλού πηγαίνει. "Κάγκελα, κάγκελα, κάγκελα παντού / και τα μυαλά στα κάγκελα του αόρατου εχθρού / βούλγαροι, βούλγαροι, χανούμισσες, βαζέλες / όλο το έθνος προσκυνάει σώβρακα και φανέλες..." βλέπει ο Τζιμάκος ο Πανούσης και σίγουρα δεν είναι ο μόνος. "Γεια σου ρε Αλέφαντε, είσαι παλικάρι" δεν τολμούν να πουν πια τα Παιδιά Απ' Την Πάτρα γιατί θα τους εκτελέσουν οι ολυμπιακοί. Ενώ ο Καρβέλας προτίμησε να ειδωλοποιήσει τον "Εθνικάρα" που ξεσήκωνε κάποτε τις άδειες κερκίδες της αγαπημένης του ομάδας.
Όσο για μένα, "Φράνσις Φορντ Κόπολα, Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ και ξερό ψωμί". Για να μην ξεχνιόμαστε.
Βάλτε γκολ στα διαδίκτυα
Το νέο γερμανικό θαύμα
Κι ένα παλιότερο και πολύ καλύτερο
Escape to victory fun site
The year of the Pink
ΥΓ1: Ένα μεγάλο μέρος της άνωθεν λίστας είναι παρμένο από το βιβλίο του δασκάλου μου Χρήστου Ζαχόπουλου "Ο πολιτισμός των γηπέδων" [Ιανός ο μπαλαδόρος, 2004]. Τον ευχαριστώ θερμά που με διδάσκει γηρασκόμενοι αμφότεροι!
ΥΓ2: Κάποτε το Γκαίτε προωθούσε στις αίθουσες γερμανικά επίκαιρα, πριν από την όποια ταινία. Σχεδόν πάντα υπήρχαν εκεί και φάσεις από κάποιον αγώνα της Μπάγιερν, του Αμβούργου, της Μπορούσια ή της Σάλκε. Η έπαρση των αφηγητών των στιγμιοτύπων αυτών μας έχει μείνει ως ανέκδοτο.