I’m Thinking of Ending Things
Σ'αρέσουν, δεν σ'αρέσουν, οι ταινίες του σκηνοθέτη σε βάζουν να προβληματιστείς, να σκεφτείς, να προσπαθήσεις να βγάλεις άκρη... Και να γράψεις... Της Χριστίνας Κουτρουλού
Η επιστροφή του Charlie Kaufman είναι μία από τις ευχάριστες εκπλήξεις για τη φετινή χρονιά, φέρνοντας μαζί της (δικαιολογημένα) του κόσμου τις συζητήσεις. Τόσες, ώστε αναρωτιέσαι ενίοτε αν τελικά η κριτική προσδίδει λιγότερα (όπως συχνά κατηγορείται) ή περισσότερα στο έργο ενός καλλιτέχνη –και τούμπαλιν.
Με τη νέα του ταινία I’m Thinking of Ending Things, οι περισσότεροι μοιάζουμε με την περιβόητη σκηνή του αγάλματος στο Πέρυσι στο Μαρίενμπαντ του Alain Resnais (1961): άλλοι φαίνεται δηλαδή να στέκονται στο «χιόνι», άλλοι προσπαθούν να δουν μέσα, έξω και κάτω από αυτό· κι άλλοι, πάλι, αμφισβητούν την όποια ύπαρξή του. Ο Kaufman μας έχει συνηθίσει εξάλλου σε αυτά τα τεχνάσματα του μυαλού, τα οποία είναι δοσμένα είτε μες την περιπλοκότητα, είτε μες τη διεργασία, πάντα όμως αφήνοντας σε σένα την επιλογή για το αν θα εμπλακείς σε μια τέτοια υπόθεση ή θα μείνεις απλά σε έναν ανοιχτό διασυρμό της. Κόντρα που ίσως καταλήγει σε εκείνα τα αναπάντητα ερωτήματα για το αν πρέπει η Τέχνη να προσεγγίζει τον Άνθρωπο ή ο Άνθρωπος την Τέχνη.
Για όσους πάντως επέλεξαν τη δεύτερη (α)διέξοδο, ο Αμερικάνος σκηνοθέτης δεν απογοήτευσε. Αν και όλα στο I’m Thinking of Ending Things δείχνουν να κυλούν στο πλαίσιο μιας εναλλακτικής ματιάς στη rom com παρακαταθήκη –με επιφανειακή αφορμή την αποδοχή της Λούσι (ή Λουίζα ή Λουτσία, ίσως Έιμι) να γνωρίσει τους γονείς του Τζέικ, του αγοριού της– αντιλαμβάνεσαι γρήγορα ότι κάτι δεν πάει καλά.
Οι πρώτες νιφάδες του χειμώνα ακούγονται ολοένα και πιο απειλητικές, σε ένα περιβάλλον που συνεχώς σκοτεινιάζει, έτοιμο θαρρείς να υποδεχτεί doom metal μελωδίες. Είναι όμως και οι εναλλαγές των πλάνων του μέσα και του έξω –το σούρσιμό τους– καθώς και τα πολύχρωμα χρώματα στα ρούχα της Λούσι (που ερμηνεύει με μαεστρία η Jessie Buckley), τα οποία μουνταίνουν παράλληλα με τις σκέψεις της. Ένα τέλος(;) που προμηνύεται, μια συνάντηση στο άχρονο και σουρεαλιστικό· κι έπειτα ένα άτυπο plot twist, που σε αφήνει με το βαρίδι στην ψυχή και το στομάχι κόμπο να αναφωνείς (άτυπα, επίσης) «τι θες απ' τη ζωή μας ρε Kaufman!».
Για όσους βέβαια έχουν διαβάσει το ομώνυμο βιβλίο του Iain Reid (2016), είναι ήδη οικείο ότι πρωταγωνιστής δεν είναι άλλος παρά ο ίδιος ο Τζέικ (με την επιλογή του Jesse Plemons να φαντάζει ταμάμ), ο οποίος με τις γνώσεις, τη φαντασία του και τα δανεισμένα βιώματά του πλάθει ολόκληρο το σκηνικό, μα και τις ερμηνείες. Ωστόσο ο Kaufman του δίνει άλλες διαστάσεις, εμπλέκοντας λ.χ. στο σενάριο μερικές από τις δικές του εμπειρίες και εμμονές, κυρίως το μιούζικαλ Oklahoma! των Richard Rodgers & Oscar Hammerstein (1943) ή την κριτική της Pauline Kael στην ταινία του John Casavvetes A Woman Under the Influence (1974).
Αλλά και πιο γενικά, ο Kaufman δοκιμάζει μια διαφορετική συνταγή για τους ήρωές του, συγκριτικά με το μυθιστόρημα. Πέρα από το φινάλε, το οποίο μένει σκοπίμως αμφιλεγόμενο, προσπάθησε –όπως αποκάλυψε σε συνέντευξή του– να δώσει στη Λούσι μια πιο πραγματική υπόσταση, αποφεύγοντας μάλιστα την εσκεμμένα μισογυνίστικη οπτική του βιβλίου. Έτσι, τη βλέπουμε να προσαρμόζεται σε κάθε σενάριο που της δίδει ο Τζέικ, παραμένοντας εντούτοις σταθερά απόμακρη και συνήθως έτοιμη να συγκρουστεί με τις απόψεις του, να τον γειώσει ή να τον διαψεύσει –πάντα χτυπώντας ένα μικρό κουδούνι του υποσυνειδήτου της. Έρχεται λοιπόν σε αντίθεση με τη γνωστή φιλοδοξία των ανδρών για την τέλεια γυναίκα που θα έχουν στο πλευρό τους ως τέλειοι σύντροφοι και άνθρωποι, με τη συγκεκριμένη ονείρωξη να χρησιμοποιείται εμφανώς ειρωνικά.
Ο Τζέικ, από την άλλη, αντικοινωνικός και κλεισμένος στα ενδιαφέροντά του, δεν έχει βιώσει τίποτα από όλα αυτά. Προσπαθεί κι εκείνος να προσαρμοστεί σε ένα ξένο σενάριο. Χωρίς μάλιστα την πληροφορία του σκηνοθέτη, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως κι ο ίδιος το ξέρει, ακόμα και μέσα από την αρνητικότητα της Λούσι απέναντί του. Στην ουσία, αναζητά κάτι προκατειλημμένο και στερεοτυπικό, πιστεύοντας ότι έτσι θα καταφέρει να ζήσει όπως οι υπόλοιποι. Μοιάζει λοιπόν περισσότερο με ήρωα του φετινού σίριαλ Normal People των Lenny Abrahamson & Hettie Macdonald (βασισμένο στο μυθιστόρημα της Sally Rooney), παρά με έναν αντιήρωα τύπου Bojack Horseman. Η αίσθησή του ότι δεν κουμπώνει πουθενά οδηγεί σε απέλπιδα εσωστρέφεια, η οποία, ακόμα και στο φαντασιακό του, τον βυθίζει πίσω από το τιμόνι, μαζεμένο στο κάθισμά του. Παραμένει ένα παιδί με ουλές στον ψυχικό του κόσμο, όπως μαρτυρά και η σκηνή με το Tulsey Town.
Οι συζητήσεις που διαδραματίζονται στο αυτοκίνητο κινούνται από σημαντικές παρατηρήσεις σε κουβεντολόι φοιτητών σε κουτούκι, συνοδεία ρετσίνας· με αναφορές στις αναφορές και επικλήσεις στην αυθεντία να επιβεβαιώνουν τον δανεισμό των προσωπικών συμπερασμάτων, αλλά δίχως να λείπει και το χιούμορ, όπως συμβαίνει και πιο μετά, την ώρα του δείπνου με τους γονείς. Απόρροια όλων αυτών, το κάλεσμα της επικοινωνίας: το αγκυλωτό αγκάθι που προστάζει η κοινωνική αποδοχή. Ένα ατέρμονο παιχνίδι της αμηχανίας, με παρεξηγήσεις κι ανυπόφορες στιγμές σιωπής ή επιβεβλημένου διαλόγου. Κι ύστερα η προσμονή της επιτυχίας ή αποτυχίας.
Σαφώς, βέβαια, ο Kaufman δεν αφήνει απέξω την οικογένεια, το σπίτι γενικά, με τις εξαιρετικές ερμηνείες της Toni Collette και του David Thewlis να αποτυπώνουν τους προσηλωμένους γονείς του Τζέικ και τις χαοτικές τους αντιδράσεις. Αλλά και τη δυσαρέσκεια να τους δικαιολογείς ξεχνώντας την ανθρώπινη διάστασή τους, η οποία συνυπάρχει με τη συμπόνια για την ηλικία τους και την άρνηση του χαμού τους. Η οικογενειακή φάρμα απλώνεται μουντρούχα, με μυρωδιά αναμνήσεων και απωλειών. Το σπίτι στην πόλη, πάλι, σιωπηρά σημαίνει τόσο το τέλος της βραδιάς, όσο και το τέλος της «σχέσης» τους. Και το σχολείο του Τζέικ –ίσως το πιο βασανιστικό κτίριο– έχει πια μετατραπεί στο πιο ήσυχο μέρος.
Η προγενέστερη αναφορά στο Πέρυσι στο Μαρίενμπαντ, δεν ήταν βεβαίως τυχαία. Τα δύο έργα παίζουν πολύ με τη ρευστότητα της ταυτότητας και με την αφήγηση του πραγματικού και του ιδεατού. Καταργούν μεν τον χωροχρόνο, αλλά ταυτόχρονα στέκουν επηρεασμένα τόσο από το παρελθόν, όσο και από το ποθητό ή αναπόφευκτο μέλλον. Δεν υπάρχει λοιπόν αναγκαιότητα να ανακαλύψουμε σε ποια χρονική περίοδο τα συλλογιέται όλα αυτά ο Τζέικ: καθετί που εξετάζεται ή απλά αναφέρεται μπαίνει σα να θέλει να προβληματίσει, βρίσκοντας τον καθένα μας σε μια γνώριμη προσωπική στιγμή. To I’m Thinking of Ending Things έχει επομένως αρκετά για να σταθείς ξανά και ξανά μπροστά στην ιστορία του. Πάντα άλλωστε θα υπάρχουν κι εκείνες οι σωτήριες «Αλυσίδες!», ώστε να βγεις από τα χιόνια.