Is-a-belle Huppert: Υπέροχη, διαβολικά ωραία
Εύθραυστη και φακιδομάγουλη, η Ιζαμπέλ Υπέρ κυριαρχεί στις μεγάλες οθόνες επί τριάντα συναπτά έτη. Κατέκτησε πάμπολλες διακρίσεις, εθνικές και διεθνείς, με τις κακούργες ηρωίδες του Claude Chabrol, στις "Violette Noziere" (1978), "Une affaire de femmes" (Υπόθεση γυναικών, 1988), "Madame Bovary" (1991), "La Ceremonie" (Η τελετή, 1995), "Rien ne va plus" (Τέρμα τ' αστεία, 1997) και "Merci pour le chocolat" (Ευχαριστώ για την σοκολάτα, 2000). Έχει προταθεί δεκάκις (περισσότερες από οποιαδήποτε άλλη) για το Cesar ερμηνείας, το οποίο κατέκτησε μόνο με την "Τελετή". Έχει, μακράν των υπολοίπων, 16 συμμετοχές στο διαγωνιστικό τμήμα των Κανών. Βραβευμένη δις στην Κρουαζέτ, παλιότερα εξ ημισείας ως "Βιολέτ Νοζιέρ" και το 2001, μόνη στο βάθρο, ως "Δασκάλα του πιάνου" του Μίκαελ Χάνεκε. Με την διάκριση αυτή έσπασε και την 'κατάρα' που την ήθελε να κερδίζει βραβεία μόνο με τις ταινίες του Σαμπρόλ.
Γεννημένη στην πόλη του φωτός τον Μάρτη 1955 (ή και 1953), σπούδασε στα ωδεία των Βερσαλλιών και των Παρισίων και συνέχισε με ρωσική φιλολογία (!!!) στο πανεπιστήμιο του Κλισύ. Έκανε το ντεμπούτο της σε ηλικία 16 ετών ως Φαουστίν στην ομώνυμη ταινία της Nina Companeez (Faustine ou le bel ete, 1971). Στα επόμενα 5 χρόνια έπαιξε σε 15 ταινίες, καθοδηγούμενη μεταξύ άλλων από τους Claude Sautet (Cesar et Rosalie, 1972), Bertrand Blier (Les valseuses, 1973, La femme de mon pote, 1983), Yves Boisset (Dupont Lajoie, 1975), Bertrand Tavernier (Le juge et l'assassin, 1975, Des enfants gates, 1977, Coup de torchon, 1981) και Otto Preminger (Rosebud, 1974). Οι οποίοι δεν την ξέχασαν στις κατοπινές τους δουλειές, όπως διαπιστώνετε.
Η διεθνής κινηματογραφική κοινότητα την πρόσεξε για πρώτη φορά ως αθώα δαντελοπλέκτρα στην "La dentelliere" (1976/7) του Claude Goretta. Η πρώτη διάκριση ήρθε με την "Βιολέτ Νοζιέρ" στις Κάνες. Έτσι άνοιξε πανηγυρικά ο κύκλος των εγκληματιών, που υποδύεται η Υπέρ στις ταινίες του υπερβατικού χιουμορίστα και σαρκαστή των θεσμών, Κλωντ Σαμπρόλ. Μέχρι το τέλος ίδιας δεκαετίας θα κερδίσει και τους υπόλοιπους γάλλους νεοκυματικούς. Τον Andre Techine που θα την εμπιστευτεί τον ρόλο της Άννας στις "Αδερφές Μπροντέ" (Les soeurs Bronte, 1978), τον Maurice Pialat (Loulou, 1979), τον JeanLuc Godard που θα την ξαναχρίσει Ιζαμπέλ δις (Sauve qui peut la vie / Ο καθένας για τον εαυτό του, 1980 και Passion / Πάθος, 1982), τον ανένταχτο Mauro Bolognini που θα την ντύσει "Κυρία με τας καμελίας" (La dame aux camelias, 1980), αλλά και τον Benoit Jacquot που θα την ανάγει ως μούσα του (Les ailes de la colombe, 1980, L'ecole de la chair, 1998, Pas de scandale, 1999, La fausse suivante, 2000).
Κάνει επίσης τα πρώτα της διεθνή ανοίγματα, πρωταγωνιστώντας στις κακόφημες κι αποτυχημένες "Πύλες του παραδείσου" (Heaven's Gate, 1979) του Michael Cimino και στις "Κληρονόμους" (Orokseg, 1980) της Marta Meszaros. Στις δεκαετίες του '80 και του '90 επιδεικνύει μια σταθερά αυξάνουσα ωριμότητα και σιγουριά στους ρόλους που ενσαρκώνει. Και συνεχίζει μια παράλληλη εναλλακτική πορεία, εντός γαλλικών ορίων με την νέα γενιά ανεξάρτητων σκηνοθετών, και εκτός με καταξιωμένους δημιουργούς. Δυο ταινίες με την Diane Kurys (Coup de foudre, 1982, Apres l'amour, 1991), μία με την αδερφή της Caroline Huppert (Signe Charlotte, 1984), μια με το σύζυγό της Ronald Chammah (Milan noir, 1987), κι από μία για τους Josiane Balasko (Sac de noeuds, 1984), Jacques Doillon (La vengeance d'une femme, 1989), Claude Pinoteau (Les palmes de monsieur Schultz, 1996). Συμμετέχει επίσης και στο συλλογικό "Ενάντια στη λήθη" (Contre l'oubli, 1991) για λογαριασμό της Διεθνούς Αμνηστίας.
Στο διεθνή στίβο συνεργάζεται μόνο με παράξενους σκηνοθέτες. Με τον βρετανό Joseph Losey (La truite, 1982), με τον ιταλό Marco Ferreri στην θρυλική "Ιστορία της Πιερά" (La storia di Piera, 1982), με τον αυστραλό Paul Cox στο "Cactus" (1985), τους αμερικάνους Curtis Hanson (The bedroom window, 1986) και Hal Hartley (στο πολύ καλό "Amateur" του 1993), με τον πολωνό Andrezej Wajda στις "Δαιμονισμένες" (Les possedes, 1987), τον γερμανό οπερόπληκτο Werner Schroeder (Malina, 1990) και με τους αδερφούς Taviani στις "Εκλεκτικές συγγένειες" (Le affinita elettive, 1996). Τελευταία, θα την δούμε (αν τις δούμε) να συμπρωταγωνιστεί με την κόρη της Lolita Chammah στο "La vie moderne" (1999), αλλά και στο ψυχολογικό θρίλερ "Comedie de l'innocence" του Raoul Ruiz, στην τριεθνή συμπαραγωγή "Clara", στην βισκόντια αναβίωση "Les destinees sentimentales" και στο ιστορικό δράμα "Saint-Cyr", όλα παραγωγές του 2000.
Πριν απ' αυτά όμως θα την απολαύσουμε σίγουρα ως σαδομαζοχίστρια δασκάλα του πιάνου στην φερώνυμη δημιουργία του αυστριακού πρωτοπόρου Μίκαελ Χάνεκε. Για την υπόθεσή της σας παραπέμπω στο άρθρο μου στις Κάνες 2001. Μην φοβάστε να δείτε την ταινία. Είναι τρομαχτική, όχι γιατί μας τρομάζει η βία της, αλλά γιατί μας τρομοκρατεί η μοναξιά της καθηγήτριας, που εκδηλώνεται αυτοκαταστροφικά και εκτρέπεται ψυχοσωματικά. Μέσα της καθρεφτίζεται η δική μας μοναξιά. Η καταστροφική της πορεία προβάλλεται σαν είδωλο σε παραμορφωτικό καθρέφτη. Ο Χάνεκε μας κρούει τον κώδωνα του κινδύνου, δείχνοντάς μας σε ποια απελπιστικά κατώτατα όρια μπορούμε να φτάσουμε αν συνεχίσουμε έτσι. Δυστυχώς ή ευτυχώς κάποιοι άλλοι είναι πρωτοπόροι σ' αυτόν τον τομέα.
Η ερμηνεία της Ιζαμπέλ, στο ρόλο της αυταρχικής δασκάλας, μιας θηλυκής φαλλοκράτισας, είναι η καλύτερη της καριέρας της. Η αρχικά ήρεμη εμφάνισή της, υποθάλπει μια βραδύκαυστη, υποβόσκουσα ηδυπάθεια. Μια συσσωρευμένη καταπίεση που ασφυκτιά να βρει δίοδο διαφυγής. Όχι μια εύκολη εκτόνωση, αλλά μια επώδυνη αυτοκάθαρση. Οι απανωτές ερμηνευτικές εκρήξεις και οι υπερ-ρεαλιστικές της υπερβάσεις δημιουργούν αλλεπάλληλα παλιρροιακά κύματα συναισθημάτων και ρίγη συγκίνησης, φτάνοντας ενίοτε σε πρωτοφανή επίπεδα έκρηξης της αδρεναλίνης των θεατών. Είναι κάθαρση αυτό που βιώνουμε στο τέλος ή μήπως ένας ανομολόγητος οργασμός; Σίγουρα παραμένει μια σκοτεινή, ιδιοφυής και προκλητική σπουδή της γυναικείας καταπίεσης.
"Ο Μίκαελ Χάνεκε μου είπε 'Δεν ξέρω αν θα το δεχτείς, είναι χειρότερο κι απ' το Funny Games', στο οποίο μου είχε προσφέρει έναν ρόλο κι εγώ αρνήθηκα γιατί παραήταν φρικιαστικό. Ίσως έτσι με προϊδέασε καλύτερα, γιατί απογοητεύτηκα ευχάριστα όταν το διάβασα - περίμενα κάτι πολύ πολύ χειρότερο"..."Είπα στον εαυτό μου ότι θ' αντιμετωπίσω την σκοτεινή πλευρά της μόνο κατά την κρίσιμη στιγμή. Ήμουν σίγουρη πως θα έφτανα εκεί, βλέποντας πρώτα την καλή της πλευρά. Για μένα η καλή πλευρά είναι η προσκόλλησή της στην μητέρα της. Είναι σίγουρα γυναίκα, αλλά μόλις φτάνει σπίτι της γίνεται το κοριτσάκι της μαμάς. Είναι μια ακραία εκδοχή της γυναικείας φύσης και της σχέσης με την μητέρα"... "Η ταινία ρωτά: πως είναι να σε εξουσιάζει κάποιος; Πως είναι να εξουσιάζεσαι από κάποιον; Και ποιος εξουσιάζει ποιον;"
Αυτή είναι η υπέροχη Ιζαμπέλ, η ταπεινωμένη και σταυρωμένη για χάρη μας.
ΥΓ1: Τα εύσημα θα πρέπει να αποδοθούν και στον συμπρωταγωνιστή της "Δασκάλας" Benoit Magimel, που μπορεί να τον θυμάστε κι απ' "Το μίσος" του Κασοβίτς. Άξιο το βραβείο ανδρικής ερμηνείας στις Κάνες 2001.
ΥΓ2: Στα μελλοντικά σχέδια της Υπέρ είναι ένας διπλός ρόλος στο "Deux" (2002) του Werner Schroeter και ένας ακόμη πιο περίεργος στην νέα δουλειά του Francois Ozon, με τίτλο "8 femmes" (2002). Και για να σας ανάψω κι άλλο την περιέργεια, σας λέω πως οι άλλες 7 γυναίκες του τίτλου είναι οι Catherine Deneuve, Emmanuelle Beart, Fanny Ardant, Danielle Darrieux, Virginie Ledoyen, Ludivine Sagnier και Firmine Richard.
ΥΓ3: Αν σας ενδιαφέρουν τα οικογενειακά της, είναι η νεότερη μιας πεντάτεκνης οικογενείας και από τον γάμο της με τον Ronald Chammah έχει αποκτήσει τρία παιδιά, μια κόρη και δυο γιους.
Παραπομπές
O ιδιόρρυθμος κώδικας του Michael Haneke
Συνέντευξη στο BBC
Μικρό αλλά περιεκτικό βιογραφικό
Αφιερωμένο εξαιρετικά
Γαλλικό βιογραφικό
Φιλμογραφία στο imdb